Το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει μια πρωτότυπη παράσταση για τις νεαρές γυναίκες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και ειδικότερα της Σμύρνης.
Εκείνες που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους φέρνοντας νέες συνήθειες, νοοτροπία, αισθητική, μουσική που συντάραξαν και αναδιαμόρφωσαν την κοινωνία και τα ήθη της νεότερης Ελλάδας. Εκείνες που μετά τα βάσανα και τον πόνο της καταστροφής και του ξεριζωμού, πέρα από τη φτώχεια και την απόγνωση, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την καχυποψία, τη ζήλεια, τον ρατσισμό. Εκείνες που από κατατρεγμένες, ανέστιες, απελπισμένες, κακοποιημένες έγιναν «απειλή για την ηθική τάξη της Ελλάδας». Εκείνες οι «πλανεύτρες», οι «καμωματούδες», οι «παστρικές»…
«Ήταν οι μικρές προσφυγίνες μαγνήτες, που μόλις βολευότανε κάπως, μπαίναν μες στη ζωή και παίρναν τα δικαιώματα που τους είχε δώσει η φύση κι όχι η κοινωνική περιπέτειά τους» γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος για τις πρώτες προσφυγοπούλες το 1914 στη Λέσβο (‘Τότε που ζούσαμε’). Και συνεχίζει: «Όταν λοιπόν στα 1922, η κουτάλα της ιστορίας ξανάδειασε, σ’ ολάκερη την Ελλάδα, όλους τους Μικρασιάτες (και τις Σμυρνιές), διάτορη ακούστηκε η φωνή «μας παίρνουνε τους άντρες μας», σα να ήταν η χώρα καντίνα που είχε υποχρέωση να φουρνίσει άντρες μονάχα στις ντόπιες γυναίκες».
Είναι γεγονός πως ειδικά οι Σμυρνιές ήταν ήδη διάσημες για την ομορφιά και τη μόρφωση τους, πολύ πριν την Καταστροφή: «Δύο πράγματα έχει να θαυμάσει τις εις την πόλιν της Σμύρνης. Την προκυμαίαν και τας γυναίκας της», γράφει ο Γ. Παρασκευόπουλος στην εφημερίδα ‘Σκριπ’ στις αρχές του 20ου αιώνα.
«Η προκυμαία μετεμόρφωσε την Σμύρνην εις ευρωπαϊκήν πόλιν, προσδίδουσα εις αυτήν καλλονήν απερίγραπτον. Η δε Σμυρναία γυνή, η οποία φημίζεται και ως νοικοκυρά, ουδ’ επί μιαν στιγμήν παραβλέπει τον στολισμόν της. Οποιανδήποτε ώραν και αν διέλθητε έξωθεν της οικίας της, θα την εύρητε στολισμένην καθ᾽ όλα. Το σαλόνι της εισόδου, το οποίον είναι και το πλέον ορατόν μέρος της οικίας, είναι το σύνηθες διαμονητήριόν της. […] Εν τη θέσει ταύτη υφίσταται τα βλέμματα του διαβάτου αταράχως και το πρόσωπόν της εκφράζει την μεγαλυτέραν γαλήνην. Η γαλήνη αύτη σε αφοπλίζει, ενώ η καλλονή της σε ελκύει, σε δεσμεύει».
Αλήθεια, πόση διαφορά είχαν εκείνες οι «κοσμοπολίτισσες» από τις «βουνίσιες» Ελλαδίτισσες που ζούσαν «κλειστά» και άκρως συντηρητικά ακόμα και μέσα στα αστικά κέντρα μιας Ελλάδας τσακισμένης και οικονομικά κατεστραμμένης από τους συνεχείς πολέμους!
Εκείνες οι Σμυρνιές αλλά και όλες οι Μικρασιάτισσες που ζούσαν στα παράλια και φυσικά οι Πολίτισσες, ήταν μαθημένες να ζουν-σχετικά- ελεύθερες: έβγαιναν, φλέρταραν, χόρευαν, τραγουδούσαν, γλεντούσαν. Ακολουθούσαν πιστά τη μόδα και φρόντιζαν πολύ την εμφάνισή τους. Έκαναν μάλιστα (άκουσον! άκουσον!) συχνά μπάνιο και χρησιμοποιούσαν σαπούνια και αρώματα…!
Αυτή ακριβώς η αγάπη για την καθαριότητα έγινε η αφορμή για να χαρακτηριστούν οι Σμυρνιές “παστρικές”. Μόνο που -οι Ελλαδίτισσες- δεν τους προσέδωσαν αυτό το χαρακτηρισμό με διάθεση να τις παινέψουν: εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα οι μόνες γυναίκες που -λόγω επαγγέλματος- πλένονταν συχνά ήταν οι πόρνες. Οι «τίμιες» γυναίκες δεν είχαν ανάγκη να «ξεπλυθούν» από καμμιά «ντροπή». Άλλωστε την εποχή εκείνη στην Ελλάδα δεν υπήρχαν καλά -καλά λουτρά, ούτε καν τουαλέτες…
Έτσι λοιπόν δημιουργείται μια στερεότυπη εικόνα που παρουσιάζει την προσφυγοπούλα ως «παστρικιά», ήτοι κοπέλα καθαρή μεν, με χαλαρές ηθικές αρχές δε, που επιστρατεύει τα «λούσα», τα αρώματα και τα «καμώματα» είτε για να καταλήξει τελικά πόρνη, είτε -ακόμα «χειρότερα»- για να «τυλίξει» ντόπιους νέους, ώστε να εξασφαλίσει μέσω του γάμου μια καλύτερη ζωή, έξω από την αθλιότητα των προσφυγικών συνοικισμών.
Φυσικά, δεν ήταν τελείως αβάσιμοι οι φόβοι των «γηγενών»: Οι πρόσφυγες, αφού έχασαν κάθε ελπίδα επιστροφής στην πατρίδα μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, προσπάθησαν να συμφιλιωθούν με την τραγική μοίρα τους αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν και να «φτιάξουν τη ζωή τους».
Μέσα σε αυτό το πνεύμα ζωντανεύουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς κώδικες, ήθη, συνήθειες, μουσικές και τραγούδια που θυμίζουν το οριστικά χαμένο παρελθόν. «Οι άνθρωποι αυτοί», έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης, «ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλοι οι πρόσφυγες μηδενός εξαιρουμένου. Μπορεί να δούλευε όλη τη βδομάδα σα σκύλος, αλλά το σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, να δείξει, να κάνει…».Έφεραν επίσης έναν νέο τρόπο γλεντιού: Οι ντόπιοι διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά και δημοτικά, «ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν, αρχίσανε τα τσιφτετέλια, τα συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Αμανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά».
Παρόλη τη φτώχεια, αναπτύσσεται λοιπόν στις προσφυγικές γειτονιές ένας νέος, συναρπαστικός τρόπος ζωής και διασκέδασης, πρωτόγνωρος για τους νεαρούς άντρες της άκρως συντηρητικής μέχρι τότε Ελλάδας. Παντού είναι διάχυτη η ατμόσφαιρα της Σμύρνης. Ταβέρνες με ορχήστρες ανατολίτικες όπου γυναίκες τραγουδάνε καθισμένες με τους οργανοπαίκτες, καφενεία γεμάτα κόσμο, κορίτσια που κυκλοφορούν στους δρόμους, γλέντια, γέλια, τραγούδια, ούζο και τας κεμπάπ…Οι προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά λειτουργούν σα μαγνήτης για τους νέους της εποχής που θέλουν να ξεδώσουν: ξετρελαίνονται με τις προσφυγοπούλες που είναι όμορφες, περιποιημένες και πιο απελευθερωμένες από τις ντόπιες. Οι γονείς κατατρομάζουν μήπως καμμιά «καμωματού» καταφέρει να παρασύρει το παιδί τους να την παντρευτεί, έτσι «ξεβράκωτη», χωρίς προίκα…
Παράλληλα, οι ανάγκες της επιβίωσης και ο «αποδεκατισμός» του ανδρικού πληθυσμού καθώς πριν φτάσουν στην Ελλάδα, οι Μικρασιάτες είχαν υποστεί σοβαρότατες απώλειες λόγω του πολέμου, του ξεριζωμού τους αλλά και της βίαιης στρατολόγησης των ενήλικων χριστιανών ανδρών σε «τάγματα εργασίας», αναγκάζουν τις γυναίκες να βγουν μαζικά στο χώρο εργασίας σε εργοστάσια, μαγαζιά, εργαστήρια, δρόμους επιβάλλοντας την παρουσία τους στις κοινωνικές δραστηριότητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους μεγάλους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας στις ηλικίες άνω των 16 ετών το 62% ήταν γυναίκες και μόνο το 38% ήταν άνδρες! Αυτή λοιπόν η πρωτοφανής δημόσια έκθεση της εργαζόμενης 4 προσφυγοπούλας -σε συνδυασμό με την λειψανδρία- θεωρήθηκε μια ακόμα σοβαρότατη απειλή για την ηθική τάξη.
Τα στερεότυπα όμως δεν περιορίζονταν μόνο στις φτωχές ανύπανδρες κοπέλες. Οι νεαρές χήρες (που αποτελούσαν το 25% του γυναικείου προσφυγικού πληθυσμού) αλλά και οι εύπορες γυναίκες προσφυγικής καταγωγής θεωρούνταν εξίσου επικίνδυνες: προκαλούσαν με την «φανταχτερή» εμφάνισή τους, τον «ηδονισμό», την «ανηθικότητα» και τη «χυδαιότητά» τους, όπως με άκρως ρατσιστική διάθεση γράφει στο γνωστό άρθρο του «Οι γυναίκες της Αθήνας» (εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος, 10 Ιουλίου 1923), ο Κώστας Ουράνης.
Παράλληλα, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση που θα μας απασχολήσει στην παράσταση : ο «σκανδαλιστικός» ρόλος της γυναίκας στη μουσική και τα τραγούδια. Οι Σμυρνιές και οι Πολίτισσες είχαν τολμήσει από τον 19ο κιόλας αιώνα να βγουν στο πάλκο και να τραγουδήσουν. Από τότε συνυπήρχαν στην Μικρά Ασία τα καφέ αμάν (της ανατολίτικης παράδοσης) και τα καφέ σαντάν (της ευρωπαϊκής). Δύο ισχυρές παραδόσεις που οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα, επηρεάζοντας καθοριστικά τη διαμόρφωση της ελληνικής λαϊκής μουσικής αλλά και ανοίγοντας το δρόμο για την ένταξη της γυναικείας παρουσίας στο πάλκο και τη δισκογραφία που άρχισε εκείνα τα χρόνια να αναπτύσσεται.
Η δραματουργία της παράστασης βασίζεται σε μια σύνθεση από πρωτότυπα κείμενα, αποσπάσματα από αρχαία κείμενα, χορικά αλλά και ντοκουμέντα-ιστορικά στοιχεία, όλα βασισμένα σε άρθρα, μελέτες, μαρτυρίες. (Κείμενο/ σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη) 5 Η μουσική (σύνθεση/εκτέλεση/ τραγούδι :Αυγερινή Γάτση ) βασίζεται τόσο σε αυθεντικά σμυρνέικα τραγούδια όσο και σε πρωτότυπες συνθέσεις που αποτελούν μέρος της δραματουργίας (στίχοι Μαριάννα Κάλμπαρη-Αυγερινή Γάτση).
Η μουσική (με όργανα σαντούρι, ακορντεόν, κιθάρα κ.ά) καθώς και τα τραγούδια ερμηνεύονται ζωντανά.
Τα κοστούμια είναι εμπνευσμένα από σειρά έργων που δημιούργησε η εικαστικός & σκηνογράφος/ενδυματολόγος Χριστίνα Κάλμπαρη (Βοηθός σκηνογράφου Σοφία Αρβανίτη) ύστερα από ερευνητική εργασία που επιχορηγήθηκε το 2021 από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το θέμα της εργασίας εστίαζε στο πώς ένα εικαστικό έργο μπορεί να προτείνει νέες ενδυματολογικές και σκηνογραφικές προσεγγίσεις. Τα συγκεκριμένα έργα παρουσιάστηκαν στην Batagianni Gallery στην Αθήνα.
Στο σκηνικό-φωτιστική εγκατάσταση (Στέλλα Κάλτσου-βοηθός φωτίστριας Στέβη Κουτσοθανάση) πρωταγωνιστεί το στοιχείο του νερού που θα φέρει στις «παστρικές» την πολυπόθητη κάθαρση. Αν μπορεί ποτέ να υπάρξει…
Κείμενο-σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Μουσική σύνθεση/ενορχήστρωση/ μουσική επιμέλεια: Αυγερινή Γάτση
Σκηνογραφία-κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Χορογραφίες: Χριστίνα Σουγιουλτζή
Σχεδιασμός φωτισμού: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αμαλία Τσεκούρα
Βοηθός σκηνογράφου: Σοφία Αρβανίτη-Φλώρου
Διεύθυνση παραγωγής: Θέατρο Τέχνης
Εκτέλεση παραγωγής: Μαριλένα Μόσχου
Συνεργάτης στην εκτέλεση παραγωγής στα Ιωάννινα: Αλέκα Βακαλοπούλου
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Video trailer: Αμαλία Τσεκούρα, Μαριλένα Μόσχου
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά): Κατερίνα Λυπηρίδου, Μαριλένα Μόσχου, Κωνσταντίνα Τάκαλου.
Συμμετέχουν: Αυγερινή Γάτση, Μαριάννα Κάλμπαρη
Μουσική παίζουν και τραγουδούν (αλφαβητικά): Αυγερινή Γάτση, Αλεξάνδρα Παπαστεργιοπούλου, Τσέρνου Ρούλα
Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ: 9μμ.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: 70 λεπτά
Θέατρο Κολωνού
** Στο θέατρο Κολωνού η είσοδος στις εκδηλώσεις είναι ελεύθερη με δελτία εισόδου, τα οποία διατίθενται μόνο ηλεκτρονικά από την ticketservises.gr Διανομή δελτίων εισόδου θα γίνεται και δύο ώρες πριν την έναρξη της εκδήλωσης στο θέατρο.