Γράφει η Εύη Παπαγιάννη
Φωτογραφίες: Χαρά Γερασιμοπούλου

Τι μας δίνει η μουσική, αν δεν μας δίνει έναν άλλο τρόπο να λέμε τις ιστορίες μας και να
μετράμε το χρόνο; Τι μας δίνει η μουσική αν δε μας δίνει συνωμοσίες; Κι επίσης, τι μας δίνει
η μουσική, αν δε μας δίνει ένα μέσο για να μιλάμε στα ίσα με όλων των ειδών τα τέρατα (ιερά και ανίερα);

Σκωπτικοί, ωμοί αλλά και παράξενα τρυφεροί: οι Tiger Lillies γεννήθηκαν το 1989.
Ξεκίνησαν από τις πάμπ και τα αυτοσχέδια λάιβ στα παγκάκια του Λονδίνου πλέκοντας
(χωρίς ηθικιστικές προκαταλήψεις) τον ζοφερό και φανταστικό κόσμο ενός αέναου
καλλιτέχνη δρόμου. Έφτασαν μέχρι το Picadilly Circus και την όπερα του Σίδνευ. Παρά την
πολυπραγμοσύνη και τις μεγάλες επιτυχίες τους όμως, (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται
ένα βραβείο Olivier και ένα βραβείο Grammy) οι “Νονοί” του Μπρεχτιανού Πάνκ Καμπαρέ
συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ένα μη-εμπορικό σχήμα. Ο εθιστικός
γκροτέσκος ήχος τους αντιστέκεται στην εύκολη κατηγοριοποίηση: είναι μια μαγική
ανατριχιαστική σούπα που μέσα της κολυμπάνε (ή επιπλέουν) avant-garde καμπαρέ, όπερα
δρόμου, πειραματικό ρόκ, τσιγγάνικη μουσική, μακαβριο Βρετανικό music-hall, μουσική τσίρκου, Γαλλικό chanson, θέατρο δρόμου, γερμανικός ρομαντισμός.

Κάπου εδώ ήρθε η στιγμή να δηλώσω ένοχη για ένα σοβαρό μουσικόφιλο παράπτωμα:
Δεν ήξερα πολλά για τους Tiger Lillies μέχρι πρόσφατα. Ήξερα ότι είναι μια πολύ ιδιαίτερη
μπάντα με παγκόσμιο και πολύ φανατικό κοινό. Όμως δεν είχα σκύψει καλά το αυτί μου
πάνω από τη σχάρα του υπονόμου για να ακούσω τι συμβαίνει σε αυτό το παράλληλο
σύμπαν όπου το μόνο σίγουρο (σύμφωνα με τον -μόνιμα βικτωριανά ντυμένο- Martyn
Jacques, ιδρυτή και frontman της μπάντας) είναι πως δεν τρέχουν όμορφα ξανθά αγόρια και
κορίτσια σε φωτεινά λειβάδια με τις κοτσίδες ξέπλεκες…

Ίσως όπως συμβαίνει με όλα τα σπουδαία πράγματα, έπρεπε να έρθει ο χρόνος και ο τόπος!

Χρόνος: 25 Ιανουαρίου 2020, ώρα 9.30.
Τόπος: Fuzz Club (Πειραιώς 209)

Στο χώρο έχει μόλις αρχίσει να πυκνώνει η κίνηση και αρχίζουν να κρέμονται πόδια απ’ τους
εξώστες. Ανάμεσα στο, κυρίως νεανικό κοινό, εμφανίζονται και πρόσωπα με το
χαρακτηριστικό facepainting τoυ μελαγχολικού διεστραμμένου κλόουν που τραγουδάει με τα
μάτια κλειστα τους χειρότερους εφιάλτες της Βασίλισσας Βικτωρίας. Κάποιοι είναι αρτιστίκ,
κάποιοι είναι κουλ, και κάποιοι άλλοι -μόνοι- είναι ήδη κάπου αλλού (“…don’t interrupt their
dreams”). Γι’ αυτούς δε μιλάνε, μεταξύ των άλλων οι Tiger Lillies;

Έχω πλησιάσει στρατηγικά τη σκηνή κι έχω αγκαλιαστεί με τα κάγκελα. Ως εκ τούτου είμαι σε θέση να ακούω και τις συζητήσεις από τα παρασκήνια. “Τα σοφά πράγματα πρέπει να
λέγονται δύο φορές”, λέει με έμφαση ένα μέλος του συνεργείου. Μετά από λίγο χαμηλώνει ο
φωτισμός και βγαίνουν να συναντήσουν το κοινό ο μπασίστας (και χειριστής του πριονιού!)
Adrian Stout, o Jacques Martyn (που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο ακορντεόν, το πιάνο και
ένα αυτοσχέδιο ukelele), και o ντράμερ Jonas Golland (μέλος της μπάντας από το 2015).

H αφήγηση και το ηχοτοπίο που χτίζουν υφαίνουν με τη διάδρασή τους μια πόλη που
αναρωτιέσαι αν είναι το Λονδίνο, η Αθήνα ή το υπογάστριο της κάθε πόλης: εκεί όπου
παλεύουν άλλοτε με στοιχειωμένα φαλτσέτα κι άλλοτε ανέμελους και ειρωνικούς ήχους, με
τέλειες αρμονίες και γαβγίσματα προαιώνιοι αντίπαλοι: δύο κλέφτες με την αστυνομία, τα
στοιχειά με τους στοιχειωμένους, η φιλοδοξία με την ασθένεια, οι αλήθειες που δε λέμε με τις χειρότερες συνήθειές μας, τα τσιγάρα με τη βροχή, η σεμνοτυφία με την ανεγκέφαλη ροπή προς την (αυτό)καταστροφή, η ελευθερία με την εξουσία, ο έρωτας με τη λήθη και το θάνατο.

Οι Tiger Lillies διαβεβαιώνουν με τον ήχο του πριονιού που κλαίει και με μανιακές
επαναλήψεις (“we’re dead, dead, dead, dead, dead, dead, dead…”) βηματίζοντας με οργή
και αγωνία, χορεύοντας τρελά και νυχοπατώντας: hell is empty and the devils are all here
(στο σημείο αυτό ο Jacques Martyn καθισμένος στο πιάνο δείχνει με νόημα το κεφάλι του).
Είναι μεσάνυχτα (τουλάχιστον στο τραγούδι) και όλοι καταλαβαινόμαστε αλλιώς. Από τα
μισά της παράστασης και μετά έχετε κάπως γνωριστεί εσύ κι οι Tiger Lillies: ξέρεις, μαντεύεις τι θα πουν, πως θα κάνουν την επόμενη ρίμα, όπως ξέρεις ένα παλιό αγαπημένο παραμύθι απ’ τα σωστά, τα γοτθικά, τα αρχετυπικά- όχι τα ζαχαρωμένα. Οι γύρω μου αρχίζουν να τραγουδάνε, να κουνάνε τα κεφάλια τους και να απαντάνε ο ένας στον άλλο με αντιφωνίες.

Τις σύγχρονες μπαλάντες φόνου (“Ma they knifed me!”) και τις μελωδίες του τσίρκου
διαδέχονται άλλες, πιο απόκοσμες- νιώθεις λύτρωση ή μια πολυπόθητη παραίτηση. Κοιτάζω
πάλι το υπόλοιπο κοινό, κι εκείνοι παρακολουθούν το ίδιο υπνωτισμένοι. Αλλά κάπου εδώ
έρχεται η ηρωίνη που δεν έπρεπε να την αρχίσει ο ανώνυμος ήρωας της ψευδοδιδακτικής
ιστορίας τους (-εσύ;). Ανεβαίνει ξανά ο ρυθμός, βαθαίνει η δίνη. Έρχεται το παραπάτημα…

Το κοινό ενθουσιάζεται, χορεύει, και οι Tiger Lillies παίζουν επιτέλους (πάντα φειδωλοί και
κοροϊδευτικοί, συνεπείς με την αντιπάθειά τους για το σταριλίκι) με το κοινό. Μας ζητάνε να
φωνάξουμε στα ρεφρέν ‘Drugs!’ αλλά όπως καταλήγουν δεν τα καταφέρνουμε και πολύ
καλά. Κι έτσι πιάνουν το Somewhere Over The Rainbow. Με μια πονεμένη ειρωνεία τόσο
βαθιά και τόσο γλυκιά που την κακή ξεχαρβαλωμένη νύχτα που μόλις διέσχισες, θα την
διέσχιζες ξανά και ξανά. Τώρα πια το ξέρεις ότι μόνο αυτό μπορείς να κάνεις.

Σ’ αυτό το μουσικό ξέφωτο η μπάντα συστήνεται και δίνει την επιλογή του επόμενου
τραγουδιού στο κοινό. Ένας απ’ το πλήθος ζητάει επίμονα το Lobotomy. Όμως όχι, οι
οικοδεσπότες μας δε θα μας δώσουν αναισθητικό. Θα μας υπενθυμίσουν τους νταήδες, τις
παρεξηγήσεις των μεγάλων ιδεολογιών που ξεχνάνε όλες ανεξαιρέτως την ύπαρξή μας, κι
ένα τσιγγάνικο μοιρολόι για να έχουμε να πορευόμαστε. Και με αυτό υποκλίνονται βαθιά, μας στέλνουν φιλιά και αποχωρούν προσωρινά.

Επιστρέφουν όμως έκπληκτοι για να μας πούνε και κάτι τελευταίο: κάτι που, όπως εκείνη η συννεφιασμένη Κυριακή που περιγράφουν (άλλωστε μας είχανε τάξει κάτι σα ρεμπέτικα), μας είναι περιέργως και ύποπτα οικείο. Είναι λέει μια Μαρία, μια Μαρία που δε γνωρίζει από φθορά. Κι εδώ όντως αποχωρούν, τα φώτα ανάβουν και η έξοδος γίνεται με ένα βουητό λίγο διαφορετικό απ’ το προηγούμενο.

Βγαίνοντας στο δρόμο συνειδητοποιώ ότι για κάποια ώρα με ακολουθεί το αλλόκοτο κι
επίμονο, νιαούρισμα μιας γάτας την οποία δεν μπορώ να εντοπίσω. Μοιάζει να ακούγεται
από παντού. Και χασκογελάω για λίγο μόνη μου. Το σύμπαν και οι Tiger Lillies μάλλον
γνωρίζονται πάρα πολύ καλά. Μας δουλεύουνε και μας διασκεδάζουν ταυτόχρονα. Ζωή και
μουσική. Γιατί τι μας δίνει η μουσική, αν δε μας δίνει ένα κάποιο comic relief; Τι μας δίνει η
μουσική αν δε μας δίνει (όχι εύκολα, όχι στο χέρι) κάποια λύτρωση; Τι μας δίνει η μουσική αν δε μας δίνει ένα μέσο για να διακωμωδούμε, και γιατί όχι, που και που να απολαμβάνουμε τα υπέροχα χάλια μας και την αδιαπραγμάτευτη καταδικαστική ελευθερία μας;

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ