Φωτορεπορτάζ: Παρασκευή Παπαγιάννη

Τα τελευταία χρόνια έχω μια ιδιαίτερη σχέση με όλων των ειδών τις νοσταλγίες, κυριότερα όμως τις μουσικές. Ο εκλιπών θεωρητικός Mark Fisher (Capitalist Realism: Is There No Alternative?) δεν τις πολυάντεχε, τις θεωρούσε δείγμα πολιτιστικής αμηχανίας, και μια που τον θαύμαζα είχα αποκτήσει την τάση να συμφωνώ μαζί του. Ιδιαίτερα με το swing και το rockabilly το οποίο βλέπω και σε επίπεδο αισθητικής να επανέρχεται ως στυλιστική πρόταση, δεν κρύβω πως έχω μια περίεργη αμφιθυμία. Ζηλεύω τους ωραίους τύπους και τις ωραίες τύπισσες που το ζούνε και το υποστηρίζουν. Αλλά κάτι σε όλο αυτό κλωτσάει μέσα μου. Ίσως γιατί τα meme τελευταία λένε όλο και πιο συχνά με βροντερό κλαυσίγελο πως το τώρα μοιάζει τρομακτικά με τα roaring twenties. Και σε ποιόν αρέσει η ιδέα ότι η ανθρωπότητα μπορεί τελικά να κάνει απλά άγριους ζαλισμένους κύκλους νομίζοντας ότι κάπου φτάνει (αναφωνόντας κάθε τόσο “Ωραίο δωμάτιο, έχω ξανάρθει!”); Παρόλ’ αυτά, υπάρχει κάτι σε όλο αυτό που δεν θα μπορούσε να είναι έτσι απλά “ξαναζεσταμένο”. Είπα λοιπόν να το ψάξω ξεκινόντας από τον όρο hillbilly.

Ο hillbilly (άλλοτε σημείο υπερηφάνειας, άλλοτε προσβλητικός όρος) συνδέεται με τη μετανάστευση των Σκωτσέζων και των Ιρλανδών στις ΗΠΑ, με το fronteering και την άγρια και αυτόνομη ζωή στα Απαλάχια όρη, τις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ οικογενειών και συμμοριών (οι οποίες είχαν αιχμαλωτίσει το συλλογικό φαντασιακό των Ηνωμένων Πολιτειών εκείνης της περιόδου). Η φτώχεια και η παραβατικότητα συνδέθηκαν άμεσα και (μέσα από επίσημη προπαγάνδα της κυβέρνησης Johnson) με τον ατίθασο ανθρωπότυπο του hillbilly και το αποτύπωμα του στην Αμερικανική ποπ κουλτούρα έγινε ακόμη πιο έντονο και παραμένει μέχρι και σήμερα. Όμως το κλασικό αρχέτυπο του hillbilly που φτάνει σ’ εμάς πήρε ουσιαστική μορφή κατά τη δεκαετία του 1920 κατά την οποία η δυναμική και θορυβώδης (foot stomping) φολκ των Απαλαχίων απέκτησε εμπορική διάσταση και δημοφιλία με επιρροή στη συνέχεια στο bluegrass και την country. Μέσα από τις μεταλλάξεις της και την αλληλεπίδραση με τη μαύρη μουσική του Νότου γεννήθηκε το rockabilly. Θα μπορούσε να πει κανείς πως κάπως έτσι ήρθε ο Hillbilly Cat, o Βασιλιάς της Graceland, απήλθε (ή απλώς εξαφανίστηκε- λένε) και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Όμως το rockabilly απέδειξε πολλές φορές μετέπειτα ότι είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει. Ίσως ζει μια αναβίωση και τώρα. (Βλ Imelda May, Alex Turner…) Γιατί οι “κακές” συνήθειες δεν πεθαίνουν ποτέ στ’ αλήθεια, λένε.

Κατά τ’ άλλα ομολογώ πως, στην περίπτωση των Hillbilly Moon Explosion (παρόλο που οι ίδιοι έχουν αστειευτεί ότι τους δημιουργεί προβλήματα) κατ’ αρχήν μου κέντρισε την περιέργεια το μακροσκελές όνομα του συγκροτήματος το οποίο γεννήθηκε στην Ελβετία το 1998 και προέκυψε από τη σύνθεση των ονομάτων των δύο προηγούμενων συγκροτημάτων του Αγγλο-Ελβετού κοντραμπασίστα Oliver Baroni και της Ιταλο-Ελβετίδας τραγουδίστριας Emanuela Hutter. Αισθάνθηκα πως έχει να πει μια ιστορία, όπως όλες οι καλές underground και έκφυλες παρέες που μπορεί να μην κάνουν ακριβώς avant garde στο μορφολογικό επίπεδο, αλλά σίγουρα έχουνε κάνει τις μουσικές αλχημείες και τις ζημιές τους που τις πλήρωσαν και τις απόλαυσαν. Και καθώς φαίνεται τις κάνουν ακόμη και σκοπός είναι να συνεχίσουν.

***************************************************************

Η βραδιά στο Κύτταρο στις 21/5 ανοίγει με τους Έλληνες Vanila Swing. Την ώρα που φτάνω στο χώρο υπάρχει μια χαλαρή ατμόσφαιρα, με λίγους ακόμη από το κοινό, το οποίο όμως σιγά σιγά πυκνώνει και έρχεται ήδη ζεσταμένο για ένα πραγματικά πολυαναμενόμενο (μετά από κάμποσες -αναγκαστικές λόγω υγειονομικών περιορισμών- ακυρώσεις) για το rockabilly κοινό της χώρας λάιβ.

Οι Vanila Swing, οι οποίοι δημιουργήθηκαν το 2011, μετά από πολλές μουσικές αναζητήσεις και αλλαγές, έχουν βρει το ύφος τους στο συνδυασμό του rockabilly των 50’s με το swing των 40’s μέσα από έναν ήχο δυναμικό και φρέσκο. Υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη συνέπεια και ένα δέσιμο στο σχήμα που αυτή τη στιγμή αποτελείται από τη Λήδα Αγγελάκη (φωνή), τον Ανδρέα Καμπύλη (κιθάρα), τον Κωνσταντίνο Ζώτο (πλήκτρα), το Δημήτρη Γρηγοριάδη (ντραμς) και το Σταύρο Ράπτη (κοντραμπάσο). Με μια καλά δοκιμασμένη δοσολογία από vintage και σύγχρονα στοιχεία, και με διασκευές που αγγίζουν από τους Queen μέχρι τους Violent Femmes, τον Chuck Berry και τη Wanda Jackson, ανέβασαν τη διάθεση και τους ρυθμούς όπως έπρεπε για να μπούμε στο κλίμα ενός σκηνικού που προμηνυόταν κουλ και έκλυτο, σκοτεινό και μεθυσμένο από κάτι που ξετυλίγεται και διαλύεται ταυτόχρονα, όπως μια κορδέλα από καπνό.

———

Ο αέρας που αποπνέουν οι Hillbilly Moon Explosion είναι μια παράδοξη μίξη από noir, ξαγρυπνισμένη δυσπιστία, υπόγειο χιούμορ αλλά και αναφαίρετη νεανικότητα. Όχι από αυτήν που την αρπάζουν παρακαλετά απ’ τους αστραγάλους αυτοί που φοβούνται το χρόνο, αλλά από αυτήν που τη φυλάνε για αργότερα μ’ ένα πλάγιο βλέμμα όσοι ξέρουν ότι τα καλά πράγματα ξοδεύονται σε μια φλεγόμενη στιγμή, ειδικά αν φοβάσαι μην τα χάσεις. Ο Oliver Baroni, Emanuela Hutter, o Duncan James και ο Sylvain Petite, ωστόσο δεν φαίνονται να πολυσκοτίζονται, ούτε να κάνουν επίδειξη ενέργειας, ούτε να αρέσουν σε κανέναν. Μας υποδέχονται με το εμβληματικό Dead Cat Boogie και στη συνέχεια έρχεται το Buy Beg or Steal με τα άγρια riff του και τον καταδιωκτικό, κολλητικό του ρυθμό. Μας ξεγέλασαν με το αγέρωχο προσωπείο τους. Έχουν έρθει ξεκάθαρα για να παρτάρουν μαζί μας και όπως δήλωσαν επανειλημμένα με αληθινό ενθουσιασμό έχουν μια ιδιαίτερη αγάπη στην Αθήνα και στο ζεστό κοινό της.

Με όλη τους την ενέργεια επί σκηνής, δε χάνουν στιγμή αυτήν την απόκοσμη γυαλάδα του lone wolf και την πηγαία αλλά μυστήρια παραστατικότητα ενός μοντέρνου τροβαδούρου που η συμφωνία του με τον ύπνο και με τον τόπο είναι πάντα ανοιχτή σε λύση. Άμα μας βαρεθούν θα φύγουν. (Μπορεί να φύγουν στο Μιλάνο με κάποιον Τζιοβάνο, όπως μας λέει η Emanuela πειραχτικά και κουλ). Και γι’ αυτό κι εμείς θα μείνουμε και θα ακούσουμε μέχρι κεραίας ότι έχουν να μας πουν. Και θ’ ακούσουμε χορεύοντας ιστορίες σκοτεινές, γεμάτες κίνδυνο, θλίψη και παραβατικότητα. Υπάρχει μια συμφωνία εδώ. Μας το λένε με τον τρόπο τους. “Εμείς δε ζήσαμε αυτές τις ιστορίες. Ούτε κι εσείς. Αλλά αυτό δεν τις κάνει λιγότερο εθιστικές, ή λιγότερο επικίνδυνες”. Ελάτε, μας λένε. Υπάρχει μερικά επίπεδα μίλια σκονισμένη νύχτα παρακάτω ένα μέρος που ίσως συναντήσουμε κατάκοπα και βαριεστημένα Νυχτοπούλια σαν του Edward Hopper. Ή τον John Dillinger, αναλόγως τις ορέξεις.

Κι έτσι απλά μπροστά στα μάτια μας συμβαίνει κάτι που δεν ξέρουμε πως να περιγράψουμε ανάμεσα στο κοντραμπάσο και τον Oliver Baroni. Φυσικά δεν θα το πούμε σε κανέναν αφού το κοντραμπάσο συνέχισε να ζει μετά το τέλος της παράστασης, κι αφού ο Sylvain Petite δεν έχασε στιγμή το νεφελώδες υπαινικτικό ύφος του, ούτε ο Duncan James αυτή την απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στην αιχμηρότητα και την καθαρότητα. Και φυσικά η Emanuela Hutter, που έχει Queen of Hearts στο μανίκι, ούτε ίχνος από το υπέρμετρο coolness της. Ούτε καν όταν χρειάστηκε, η απλά θέλησε να ουρλιάξει στο τέλος μιας μεθυσμένης ερωτικής επιστολής. Κι εμείς λοιπόν, δε θα πούμε σε κανέναν. Αρκεί να μας πούνε μερικά ακόμη γκροτέσκα, παράνομα παραμύθια, που φυσικά δεν έχουν καμία αντίρρηση. Έχουν πολλά, για πτώσεις, για αγάπες που δεν σβήνονται, για το βαθύ, άγριο και απαραίτητο μεθύσι της θλίψης, που καλύτερα, πολύ καλύτερα (θα σου πει μια κυρία της νύχτας και ο σκιώδης συνοδός της) να μην συνοδεύεται από μουσική εμφανώς πονεμένη.

Κι έτσι έρχονται το Knocked Down, το You Miss Something, το Broken Heart και άλλα τραγούδια λίγο σαν καπνισμένες κάννες, λίγο σαν το άγγιγμα κάτω απ’ το τραπέζι και το βλέμμα του χαρτοπαίχτη που είναι σίγουρος ότι θα νικήσει λίγο πριν χάσει. Ο ρυθμός της παράστασης, όπως ένα καλοκουρδισμένο σχέδιο ληστείας και απαγωγής, είναι πολύ καλά υπολογισμένος, κι έτσι χωρίς πολλά πολλά καταλαβαίνουμε από μικρά νεύματα και λέξεις, ότι έρχεται η ώρα για το μεγάλο κόλπο με το My Love For Evermore που ακολουθείται από την πρώτη έξοδο της μπάντας από τη σκηνή. Με το Down On Your Knees, πλέον ξέρουμε ότι πρέπει να τους αποχαιρετήσουμε όντως αυτή τη φορά τελικά, να μην παρακαλάμε, γιατί, τέλος πάντων, δεν έχουμε και τρένα να προλάβουμε και σπίτια να γυρίσουμε;

Αποχαιρετιόμαστε λοιπόν. Αυτοί έχουν τη νύχτα τους κι εμείς τη δική μας εν τέλει. Αλλά να θυμόμαστε τις ιστορίες που μοιάζουν λίγο χάρτινες στην αρχή. Μέχρι να τις κοιτάξεις καλά… Μέχρι να τα ξαναπούμε. Ίσως.

***************************************************************

Βγαίνοντας ξανά στην Ηπείρου και προχωρώντας προς το Σταθμό Βικτώρια περπατάνε μπροστά μου δύο κοπέλες απ’ το λάιβ. Έχουν όλο το φροντισμένο και εκρηκτικό φαινότυπο του rockabilly με τον οποίο βγαίνοντας ξανά στο σήμερα συνεχίζω να έχω την αμφιθυμία που είχα. Όμως σκέφτομαι πως δεν είναι πολιτιστική αμηχανία, escapism, έλλειψη φαντασίας ή κάτι τέτοιο, που μου δημιουργεί αυτήν την αίσθηση. Είναι μάλλον όντως πολύ απλά ότι ζηλεύω και θα ήθελα τελικά περισσότερο χορό, περισσότερο τραγούδι και περισσότερη grande dame ενέργεια. Και γιατί όχι. Διασχίζοντας ένα κομμάτι της πόλης που σε πολλούς από μας έχουνε χίλιες φορές πει να μην πηγαίνουμε αργά το βράδυ, σκέφτομαι πόσο αυτό που σε κάθε εγκαθιδρυμένη τάξη φοβάται περισσότερο δεν είναι η δύναμη ή η επιβολή, αλλά αυτό που ο hillbilly, η ντίβα της νύχτας και κάθε κουλ κοντραμπασίστας ξέρει και δεν ενδιαφέρεται, και δεν χρειάζεται καν να το συζητήσει μαζί της. Ότι ίσως (αν και ποτέ δεν θα το μάθουμε απ’ τις ειδήσεις) την ιστορία τη γράφουνε όντως αυτοί που την έχουν γραμμένη.

…και λίγες περισσότερες φωτο από τους δικούς μας Vanila Swing!…

——————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here