Γράφουν η Παρασκευή Παπαγιάννη και η Ματίνα Φουντούλη
Φωτογραφίες: Θανάσης Οικονόμου
Είμαι -εντελώς παιδικά ομολογώ- ενθουσιασμένη που θα παρακολουθήσω συναυλία στο Αστεροσκοπείο. Στη διαδρομή ξεκλέβω μια γρήγορη ματιά προς τα Δυτικά: στο κομμάτι που βλέπω απ’ την πλαγιά του Φιλοπάππου η Αθήνα είναι ένα σκοτεινό κοίλο κάτοπτρο. Για λίγο επιτρέπω στον εαυτό μου να αναρωτηθεί αν αυτό που καθρεφτίζεται είναι πάνω ή κάτω. Εννοείται ότι ξέρω. Την τύφλα μου ξέρω. Όπως όλοι αυτοί που σύμφωνα με τον ποιητή Ζούνε στον υπόνομο αλλά κοιτάνε τα άστρα. Από πετριά ή από βαθιά ανθρώπινη ανάγκη- ίσως είναι μέρος αυτού που μας ορίζει. Σκέφτομαι ότι ο διάλογος που θα παρακολουθήσω (ή θα ακροαστώ) θα έχει κάτι από αυτό το κοίταγμα πάνω και μακριά. Όλες οι κάθετες δυνάμεις το προκαλούν αυτό: Η βαρύτητα, ο ντουβουρτζάς της καψούρας, η άνωση, η απελπισία κι η ελπίδα εξίσου… Σε κάθε περίπτωση, είναι μια ωραία βραδιά για να μιλήσουμε για την καταστροφή “με όλη τη σοβαρότητα και την ελαφρότητα που της αρμόζει”.
Είναι μια ωραία βραδιά για να ακούσουμε την ιστορία δύο πολύ ερωτευμένων νέων, στο Παρίσι και το Λονδίνο κάποιου άλλου αιώνα, να κρυφοκοιτάξουμε την αλληλογραφία τους, βάζοντας από πίσω μας ένα πιο δικό μας soundtrack, μουσικές στιγμές που τις γνωρίζουμε καλά, κάτι που θα μας κάνει να νιώσουμε αυτόν τον έρωτα κοντά μας, σαν να τον ζούσαμε εμείς. Ή μήπως τον ζήσαμε όντως;
Ο Μιχάλης και ο Παντελης Καλογεράκης η αλλιώς “Τα Καλογεράκια” ή “Οι Αδελφοί Τάδε” -όπως τους αποκαλούν κάποιοι- είναι δύο νέοι καλλιτέχνες γεμάτοι ζωντάνια, εκφραστικότητα και πηγαία ζεστασιά. Οι επιρροές τους εκτείνονται από τον Μάνο Χατζιδάκι και τη Joni Mitchell έως τα Ρεμπέτικα και την Λένα Πλάτωνος, τον Ελύτη, το Σεφέρη, και τους λαογράφους Κρητικούς ποιητές. Γεννήθηκαν το 1992 στην Κρήτη. Διακρίνονται στην τέταρτη ακρόαση της Μικρής Άρκτου και κυκλοφορούν το πρώτο τους cd-single το 2013. Ακολουθεί το ΕΡ “Βουκολικόν” με τη συμμετοχή της Μάρθας Φριντζήλα και ο δίσκος “Προσωπικό” με τη συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη. Στο “Κάτι Παράξενο” τους συναντάμε ξανά με βασικό ερμηνευτή το σταθερό συνεργάτη τους Απόστολο Κίτσο αλλά και συμμετοχή της Έλλης Πασπαλά.
Τα Ρεμπώτικα πάλι, γύρω από τα οποία δομείται κατά κύριο λόγο η αποψινή συναυλία, γεννήθηκαν το 2016. Ο Ρεμπώ ζούσε ζωή ρεμπέτη και κάπως έτσι προέκυψε η σύνδεση, η έρευνα και η σύζευξη των φαινομενικά ετερόκλητων ιδιωμάτων. Στη δουλειά αυτή 9 επιστολές ανάμεσα στον Αρτούρ Ρεμπώ και τον Πώλ Βερλέν συνομιλούν με το ρεμπέτικο τραγούδι. Η αφήγηση είναι αρμονική και ευαίσθητη, συμπαγής όσο και καθηλωτική: Ο καημός κι η ποίηση τα πίνουνε και περιγελούν μια κοινωνία που, όπως έχει πει και ο Παντελής κάποτε “είναι απλοϊκά στημένη, αν όχι μωροπίστευτα”.
Η απελευθερωτική δύναμη της ποίησης (αυτό που ονομάζει ο Μηνάς Δημάκης “φωνή από χαρμόσυνους κόσμους”), έχουν μάθει από αναρίθμητους, ζωντανούς και αναχωρήσαντες ‘δασκάλους’, (από την Κατερίνα Γώγου και τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι το Φερνάντο Πεσσόα και τον Τζελαλαντίν Ρουμί) πως είναι για αυτούς που είναι ακριβώς το αντίθετο της ελίτ.
Κοιτάζω από πάνω απ’ τη σκηνή στη μετώπη του κτιρίου την επιγραφή: Servare Intaminatum – η διατήρηση του αμόλυντου. Μου φαίνεται ταυτόχρονα υπέροχη και μυστηριακή αλλά και κάπως αστεία. Θα μπορούσες να την πεις ευχή; Και τι θα πει να είσαι αμόλυντος; Είναι άθλος, χίμαιρα ή τίμημα; Και αμόλυντος ως προς τί; Ίσως πάρουμε μια απάντηση απόψε. Ίσως να ζητάω πολλά.
Ο χώρος είναι διακριτικά φωτισμένος και οικείος. Το καλωσόρισμα που δεχόμαστε είναι ζεστό και απλό. Ο Μιχάλης και ο Παντελής μας συστήνουν στο μουσικό σύνολο που θα τους πλαισιώσει απόψε: ο Χρίστος Θεοδώρου στο πιάνο, ο Αλέξης Στενάκης στο κλαρινέτο και το σαξόφωνο, ο Στράτος Γκρίντζαλης στο μπουζούκι και το μαντολίνο και η Λένα Κιτσοπούλου στα φωνητικά.
Ξεκινάμε με ένα ποίημα του Ντίνου Σιώτη για το τέλος του καλοκαιριού -έχει μπει και Σεπτέμβρης για τα καλά άλλωστε. Στο αναχωρητικό δωμάτιο οι καθρέφτες και τα κάδρα δε θέλουν να βλέπουν. Αυτός ο επαναλαμβανόμενος αποχαιρετισμός σε βρίσκει πάντα σαν απορημένο τετράποδο. Πρέπει να κρύψεις το κλειδί κάπου φανερά και να εμπιστευτείς ότι θα το ξαναβρείς. Δεν είναι εύκολο. Πολλά συμβαίνουν. Και πως να ξαναμπείς, μας ρωτάνε ο Μιχάλης κι ο Παντελής, στο χειμερινό σπίτι της γραφειοκρατίας όταν πέρασες από μεταμορφώσεις ζεστές και επικίνδυνες; Όταν για παράδειγμα είδες ένα δαρμένο παιδί να γίνεται αχινός; Η μια πάλλευκη τουρίστρια να παντρεύεται τον ήλιο; Σε κάθε περίπτωση, όμως, εδώ στο Αστεροσκοπείο, θα βρεις σίγουρα τα ευλογημένα δειλινά, τα νυχτοπούλια, τον γάμο του ουρανού με τα άστρα. Και αυτό το τέλος του καλοκαιριού θα είναι σίγουρα και πιο ανώδυνο.
Περίεργα δεν είναι όμως τα ονειρικά καμώματα του καλοκαιριού. Περίεργη, θα μας πούνε τα δύο αδέλφια (και συμφωνούμε μαζί τους), είναι η άρνηση των ανθρώπων να χαϊδέψουν και να χαρίσουν. Περίεργο είναι που περίπου έτσι γράφεται το μέλλον μας και το πόσο εύκολα μπορούμε να απορροφηθούμε από αυτό το νωχελικό τίποτα της “κανονικότητας”. Γι’ αυτό σβέλτα και επιτακτικά και ο Μιχάλης κι ο Παντελής μας το τονίζουν: “Αυτοί παιδί μου δεν. Αυτοί παιδί μου δεν σου χαρίζουνε ούτε τη νύστα τους“. Κι αμέσως μετά με τα Πατώματα του Μπρεχτ μας θυμίζουν να μη γινόμαστε κι εμείς από αυτούς τους “Δεν“, γιατί: …ακόμα και εμάς τους κακοκότυχους υπάρχουν άλλοι που καλότυχους μας λένε. Κι αν η ερώτηση χαραγμένη στη “Μάσκα Πίσω Από Τις Μάσκες” είναι “ποιός κερδίζει και ποιός χάνει” τότε είναι λάθος η ερώτηση και η απάντηση σε μια άσχετη ερώτηση είναι να διαλέγεις καλύτερα τις μανόλιες παρά την αρετή. Γιατί οι άνθρωποι μπερδεύουν τις πιο στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις, οπότε φαντάσου πως γράφτηκαν οι νόμοι της “επιτυχίας”.
Κι αφού έχουμε ξεκαθαρίσει ποια δεν είναι τα ζητούμενα, από το τον πρώτο τους δίσκο, το Προσωπικό, μας χαρίζουν ένα ποίημα του Νίκου Φιλντίση για τη λύπη. Η λύπη, μας εξηγούν, είναι αυτό που δε λύνεται (όσο μικρό κι αν είναι) και μουσικά μας προτρέπουν να το αντιμετωπίσουμε με την φωναχτή ευθυμία που αντιστοιχεί στις χαμένες υποθέσεις. Πώπωπω η λύπη είναι….. Καταλήγει ο Μιχάλης με κάτι που παραδόξως μοιάζει με απόλαυση –η αγκαλιά στη μοτοσικλέτα, θα πει κάποιος, αφού όμως η αγκαλιά θέλει τα στέρνα αντικριστά; Απόλαυση της λύπης ή και λαχτάρα. Πωπωπω η λύπη είναι…
Απόψε όμως υπάρχει και πολλή χαρά. Στο χώρο μαζί μας, όπως μας λένε με ενθουσιασμό, είναι οι γονείς τους, αλλά και ο Μιχάλης Γκανάς στον οποίο χρωστάμε και το ποίημα που έδωσε το όνομά του στην πρώτη τους δισκογραφική δουλειά. Το Προσωπικό με μια έννοια μιλάει κι αυτό για τη λύπη που ίσως είναι απλά μια λέξη για το δυσεπίλυτο και τη λαχτάρα που περιβάλλουν την αγάπη και τη ζωή: Είναι δύσκολο να αγαπάς και ακόμη περισσότερο τον ίδιο άνθρωπο για καιρό (αλλά μήπως αξίζει και διαφορετικά;) Και πόσο μεγάλος ο πειρασμός να πιστέψεις πως Δεν έχουμε μοίρα στον ήλιο ενώ στην πραγματικότητα δε σημαίνει πως δεν έχουμε τη δική μας μοίρα. Και να μια ωραία μοίρα: Κι αν είναι να περάσω μια ζωή στη σκλαβιά ας είμαι λέω σκλάβος της αγάπης!
Αυτό δεν είναι; Τί, το λύσαμε κιόλας; Όχι τόσο γρήγορα! Γιατί ο Παντελής ανυπόμονος θέλει να μπει στο κυρίως θέμα: Τα Ρεμπώτικα είναι αυτό που μας μάζεψε εδώ, και γιατί μαζευτήκαμε εδώ;;; Για να περάσουμε καλάααα! μας λέει τραβώντας το “α” πονηρά και παλαβιάρικα. Κι απ’ αυτό το “α” πιανόμαστε κι εμείς σαν ανέμελοι και να που βρισκόμαστε μπλεγμένοι. Κι όχι ό,τι κι ό,τι μπλέξιμο: μιλάμε για την εξιστόρηση μιας μεγάλης και έντονης καψούρας. Μεγαλύτερο εγχείρημα ακόμη κι απ’ τη συμφωνία με τη λύπη. Όπως εξηγεί κι ο ίδιος ο Ρεμπώ: Προσπαθώ να είμαι απόβρασμα όσο μπορώ. Αλλά με βάση τα μαθηματικά η αλητεία (και η αλήθεια) που έχει να καταβάλει θα πρέπει να είναι ανάλογη με τη μιζέρια από την οποία προσπαθεί να ξεφύγει. Κι αυτό συνεπάγεται παρόμοια μαθηματικά στο θέμα της εξιλέωσης. Μη βασανίζεσαι, λέει στη μάνα του. Κι αυτή τον πίστεψε, ουουουου…..
Ο Παντελής μας βάζει στο σκηνικό της ιστορίας: Ο Ρεμπώ φτάνει στο Παρίσι ρακένδυτος. Ο Βερλέν συστήνει τον Ρεμπώ στα Κακά Παιδιά τα οποία συμπεραίνουν ότι “Αν δεν πρόκειται για ένα από τα κολπάκια της μοίρας είμαστε μάρτυρες της γέννησης μιας ιδιοφυίας” που τολμάει σε χρόνους πιο σφιχτοτέτοιους να υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε η ευτυχία να είναι μια οπή σκοτεινή και ζαρωμένη. Ο Βερλέν και ο Ρεμπώ μαζί το σκάρωσαν αυτό σε μια συνεργατική ωδή, σε ένα από αυτά τα αστεία που δεν μπορούν να έχουν καλή κατάληξη, αλλά αυτό είναι για αργότερα. Ούτε οι ίδιοι δε φαντάζονται.
Σ’ αυτό το σημείο ανεβαίνει στη σκηνή μαζί με το Μιχάλη και τον Παντελή και η Λένα Κιτσοπούλου κι αρχίζει παράλληλα με την αλληλογραφία των εραστών η δική μας αλληλογραφία με το ρεμπέτικο. Και πως της πάει αυτός ο ρόλος της Λένας! Πώς της πάει αυτή η εποχή! Αυτά τα τραγούδια! Με έχει πάρει από το χέρι και με έχει μεταφέρει σε έναν δρόμο του Παρισιού και είναι λες και βλέπω μπροστά μου τις συνομιλίες, λες και διαβάζω τα ερωτικά αυτά γράμματα. Κι όπως ο Αντώνης ο Βαρκάρης ο Σερέτης θέλει πλούτη και παλάτια και της Κάρμεν τα δύο μάτια, έτσι κι ο Ρεμπώ με τον Βερλέν δεν μπορούν να αποφύγουν την κλίση τους: την πλεονεξία των αισθήσεων και την ανάταση της παράβασης. Κι όταν αφήνουμε τη “μοίρα” μας για να βρούμε τη Μοίρα μας αυτό που συναντάμε είναι ένας ταύρος μαινόμενος. Και με το δίκιο του- το δίκιο του ενάντια στο δικό μας αδικαιολόγητο. Αλλά επειδή δεν έχουμε δίκιο στην πόλη που μας ξεζουμίζει δε σημαίνει ότι δεν έχουμε το δικό μας δίκιο.
Όπως μας εξιστορούν ο Μιχάλης κι ο Παντελής, ο Ρεμπώ ήταν με τον Βερλέν αλλά ζούσε μόνος. Παρόμοιο σχήμα με τα πελώρια δέντρα και το στενό παράθυρο. Παράλληλα η φωνή της Λένας- καθαρή, ατάραχη, και βαθιά- μας μιλά για αυτούς που παίζουν με τα αισθήματά μας, ενώ ο Ρεμπώ ζει ανάποδα απ’ τον κόσμο φτύνοντας τις κεραμοσκεπές. Κρασί την ημέρα, νερό τη νύχτα. Νερό μέχρι πνιγμού. Αλλά να που έρχεται μια μέρα που ακόμη κι ο δεινότερος παίκτης δεν μπορεί να μας παίξει πια μονά ζυγά έτσι χωρίς κανένα κόστος. Τουλάχιστον όχι χωρίς να ερωτευτεί το ίδιο του το παίγνιο. Ο Βερλέν παίρνει μια μεγάλη απόφαση η οποία στην πραγματικότητα είναι μικρή: Εγκαταλείπει το Παρίσι για να συναντήσει τον Ρεμπώ στο Λονδίνο. Ξεχνάει βέβαια μια σημαντική λεπτομέρεια. Το αψέντι στο Λονδίνο είναι παράνομο. Και τι συμβαίνει μετά από ένα χρόνο χωρίς αψέντι;
Ο Ρεμπώ κάπου μέσα του το ήξερε. Ο Βερλέν μετά από κάτι που ο Ρεμπώ παραδέχεται ως δικό του κακό αστείο, παίρνει το πρώτο ατμόπλοιο που βλέπει μπροστά του και φεύγει. Δε θα μπαινα ποτέ στον κόσμο του. Κι αφού με όργωνε με τα χάδια του, μου έλεγε: πόσο γελοία θα σου φαίνονται όλα αυτά όταν φύγω μια μέρα. “Δεσμός να σου πετύχει” πετάγεται ο Μιχάλης με στόμφο.
Τίποτε δε χάθηκε, θα πάρεις το ίδιο πλοίο και θα γυρίσεις πίσω, επιμένει ο Ρεμπώ. Άκουσε μόνο την καλή σου καρδιά. Όμως δεν υπολογίζει πως στα χέρια του κάθε Βερλέν είμαστε κομπολόγια. Ο φυγάς απαντάει: Ήμουν αναγκασμένος να φύγω. Γιατί έπρεπε να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. Θα ήθελες να πεθάνω στα χέρια σου; Ο Ρεμπώ τον ξέρει καλύτερα: Περιμένοντας τη γυναίκα σου και το θάνατο σου θα ενοχλείς τους άλλους. Σκέψου τι ήσουνα πριν με γνωρίσεις. Αλλιώς σε λυπάμαι… Αλλά σ’ αγαπώ. Σε φιλώ και καλή αντάμωση. Και τι αντάμωση…
Όπως μας υπενθυμίζει ο Μιχάλης: Οι άνθρωποι δε χωρίζουν. Η σχέση μπαίνει στη σιωπή. Ή κάποιος επιλέγει να παραστήσει τον γνωστικό. Και κάπως έτσι στην αφήγησή ακολουθεί η κατάθεση του Ρεμπώ στην αστυνομία. Ο πρώτος πυροβολισμός με πέτυχε στον καρπό. Ο δεύτερος ήταν άστοχος. Στο ρεμπέτικο μέλος της συνομιλίας η Λένα διατυπώνει λιτά και επιβλητικά την απάντηση-αντήχηση: να υποστείς με ψυχραιμία το γραφτό σου. Και την τελευταία συνάντηση. Ανάμεσα σε έναν Ρεμπώ και έναν Βερλέν, η ανάμεσα σε οποιονδήποτε άλλαξε δια παντός κάποιον και σε αυτόν που έχασε (επίσης δια παντός) την ησυχία του.
Παρατηρώ πως όλη αυτή την ώρα έχω απορροφηθεί από την ιστορία και έχω ξεχάσει τα σώματα των αφηγητών. Τόση ώρα έχω επικεντρωθεί στη (μια!) φωνή, στον παλμό και τη διαύγεια της αφήγησης τους. Καθώς σβήνει σιγά σιγά η Ρεμπώτικη θύελλα νιώθω ότι παρατηρώ από όλο και πιο μακριά αυτή την υπέρογκη βασανιστική έλξη που μεταμορφώθηκε σε κακό αστείο, όχι γιατί παρήκμασε, αλλά γιατί σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις το τέλος οφείλει να είναι παράξενο: καλύτερη η φάρσα παρά το μαυσωλείο. Οι τρείς αφηγητές την αποχαιρετούν κι αυτοί με ειρωνεία και λίκνισμα. Αλίμονο αν ήταν υποχρεωτική η νηφάλια κάθαρση.
Κάπως έτσι κλείνει ο κύκλος των Ρεμπώτικων και έρχεται η μελοποίηση τους στο “Αλλού Να Μ’ Αγαπάς” του Αχιλλέα Παράσχου. Την αγάπη που ψάχνει τον (ιδανικό;) τόπο της όμως έρχεται να την ξαφνιάσει και να την κάνει παιχνίδι-θήραμα το σκωπτικό και σκοτεινό Γατόπουλο. Τι συμβαίνει όταν ο μοναδικός γάτος του χωριού μισοτρώει το μοναδικό πουλί του χωριού; Κάποιο ηθικό δίδαγμα βγαίνει: Ποτέ δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κάτι μισό. Πιο φιλεύσπλαχνο να το αποτελειώνουμε.
Με την ίδια διάθεση έχουν μελοποιήσει και τον Πάμπλο Νερούδα: Γιατί ό,τι κάνει η άνοιξη στις κερασιές δεν είναι έτσι απλά χαριτωμένο. Είναι και λίγο ανείπωτο και λίγο έξω απ’ το “κανονικό”, όπως η χαρά που σε κάνει παράταιρο αλλά δε σε πειράζει κιόλας. Έτσι κι ο Παντελής όταν μας μιλά για το επόμενο κομμάτι αφήνει να του διαφύγει ένα εφηβικό παραπάτημα στη φωνή που φέρνει μια ακόμη μεγαλύτερη ζεστασιά σε ότι γίνεται. Γιατί δεν ήρθαμε εδώ για την τελειότητα. Ήρθαμε για τη Μαρία Νεφέλη τη μαβιά, την παράξενη και απροετοίμαστη, για εκείνη την Απριλιάτικη γειτονιά του Θεοδωράκη που ξεχειλίζει από αφόρητη αγάπη, για το τραγικό λουκάνικο που ερωτεύτηκε τη γουρούνα, και για έναν Λόρκα ατελείωτο που Ώωωωωω δε σταματάει. Ήρθαμε, κοντολογίς (ή και πολυλογίς) για λίγη ποίηση και λίγη αλλοφροσύνη, για λίγο ατσατσα, χαρά και τσαχπινιά, για τραγουδάρα και ρεμπέτικη και τζαζ και λόγο έμμετρο και ασύμμετρο και ρομαντικό και με δόντια, με χάρη και μεγάλη καρδιά, με γιασεμί και με νάρκισσο. Κυριότερα όμως καταλαβαίνω ότι ήρθαμε γιατί πιστεύουμε στη βαρύτητα και στον καλό της στόχο. Γιατί ξέρουμε, όπως κι η Μαρία Νεφέλη ότι κάτι παράξενο θα γίνει στο τέλος. Ή τουλάχιστον, αν το τέλος καταφέρουμε να είναι το “σωστό”.
Πλησιάζουμε προς το κλείσιμο και συνειδητοποιώ ότι εδώ και αρκετή ώρα από κάπου έρχεται ένα άρωμα σε κύματα. Κάτι μενεξεδί, νοσταλγικό και φρέσκο- η αληθινή νοσταλγία εξάλλου είναι κάτι που επιστρέφει καινούργιο και διαυγές από το παρελθόν. Τα αδέλφια θα μας καληνυχτίσουν με Χατζιδάκι, με μια ζεστή υπόσχεση: Να δεις απ’ το παράθυρο το πρόσωπο μου φωτεινό, να σου χαμογελάει και να σου ψιθυρίζει καληνύχτα. Ίσως κάτι αμελητέο μπροστά στο πλάτος και το ψύχος που συναντάς στη βαθιά νύχτα ή μπορεί και όχι. Καλή αντάμωση, καλή σεζόν εύχονται κλείνοντας και το ευχόμαστε κι εμείς ολόψυχα. Μια καινούργια περίοδο με περισσότερη μουσική και περισσότερη συνάντηση. Γιατί οι συναντήσεις (με τη μουσική, με τη Μοίρα, με τους ανθρώπους) είναι που αλλάζουν την ιστορία.
…και αν, στην αρχή, καθώς ανέβαινα προς το Αστεροσκοπείο είχα έναν παιδικό ενθουσιασμό για μια συναυλία-παράσταση σε αυτό το ιδιαίτερο μέρος, τώρα που πια κατεβαίνω ξανά προς τον πολιτισμό του Θησείου, αφήνοντας πίσω μου τα αστέρια, την ποίηση, τις μουσικές, τον έρωτα που ζήσαμε μέσα σε λίγη ώρα, τώρα πια είμαι σίγουρη ότι ήταν το ιδανικό μέρος για την παρουσίαση αυτού του αφηγήματος. Ήταν λες και όλα ταίριαξαν μαζί ιδανικά. Αλλά το κυριότερο, ο Μιχάλης και ο Παντελής άφησαν τους εαυτούς τους ελεύθερους, χωρίς άγχος, χωρίς πίεση για το αποτέλεσμα -είχε ήδη προηγηθεί ακόμα μια παράσταση, σαν πρόβα τζενεράλε τον Ιούνιο- οπότε σε αυτή ήθελαν πραγματικά να σε πάρουν μαζί τους και να το ζήσεις και εσύ μαζί τους, πάνω στη σκηνή. Στα αστέρια. Κι ας είχε όσα σύννεφα ήθελε αυτή η βραδιά του Σεπτεμβρίου…
——————-
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…