Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
Ο Σεπτέμβριος στη Θεσσαλονίκη, είναι υπέροχος. Εδώ και σχεδόν 90 χρόνια, πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν «δικό της» μήνα, κυρίως λόγω της Διεθνούς Έκθεσης. Όμως, εκτός αυτού του γεγονότος, η πόλη είναι ιδανική τούτες τις πρώτες (τυπικά) φθινοπωρινές ημέρες για ό,τι επιθυμεί η διάθεσή σου: Βόλτες στην παραλία, περίπατοι στην πλατεία Αριστοτέλους, σεργιάνι στην Άνω Πόλη και στα Κάστρα ή διασκέδαση στα κλαμπ και στα μπαράκια…
Ωστόσο, ο φετινός Σεπτέμβριος δεν ήταν σαν όλους τους άλλους, σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Δυο άνθρωποι, που επί σειρά ετών δίνουν την ψυχή και το είναι τους στην τέχνη που υπηρετούν, παρουσίασαν στο φιλότεχνο κοινό της πόλης το πρώτο Φεστιβάλ Όπερας, το οποίο ολοκληρώθηκε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο το προηγούμενο Σαββατοκύριακο.
Είναι η Κασσάνδρα Δημοπούλου και ο Φίλιππος Μοδινός, δημιουργοί της ανεξάρτητης καλλιτεχνικής ομάδας “Skull of Yorick Productions” και ταγμένοι ψυχή τε και σώματι στο λυρικό τραγούδι, σε όλες του τις εκφάνσεις: Ερμηνεία, υποκριτική, σκηνοθεσία, διδασκαλία, χορογραφία, διεύθυνση ορχήστρας, σολίστ εγχόρδων, ενδυματολογία, φωτισμοί, διασκευή έργων με την παράλληλη μουσική προσαρμογή των «τραγουδιστικών» μερών τους. Δυο άνθρωποι, εκατοντάδες ταλέντα, ικανότητες, ιδέες, φιλοδοξίες, οράματα…
Φέτος λοιπόν, θέλησαν να χαρίσουν στο κοινό της συμπρωτεύουσας ορισμένα από τα πιο γνωστά έργα της όπερας και μάλιστα με εντελώς δωρεάν είσοδο για τις πρώτες τρεις παραστάσεις. Τα κατάφεραν κάτι περισσότερο από θαυμάσια, αν αναλογιστεί κάποιος ότι δεν είχαν την παραμικρή κρατική ή δημοτική οικονομική στήριξη, αλλά και χρόνο στη διάθεσή τους για τις πρόβες που χρειάζονταν.
Στηριγμένοι αποκλειστικά και μόνο στις δικές τους δυνάμεις, στον επαγγελματισμό χρόνων, στο μεράκι, στο κέφι και στην αγάπη για τούτο το θαυμαστό είδος τέχνης, πέτυχαν το ακατόρθωτο: Να γεμίσουν ασφυκτικά τρεις φορές σε ισάριθμες παραστάσεις το θέατρο της Αρχαίας Ρωμαϊκής Αγοράς στο κέντρο της πόλης, ενώ πολύς κόσμος έμεινε απέξω, αφού ήταν αδύνατο να χωρέσει σ’ αυτό το «μικρό Ηρώδειο»…
Οι φετινοί συμπαραστάτες τους, ήταν η Εφορία Αρχαιοτήτων της Πόλης της Θεσσαλονίκης, οι καλλιτεχνικές ομάδες “Alma Kalma” και “FIX in art”, καθώς και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (για τις δύο παραστάσεις που έγιναν εκεί). Μαζί τους, πλειάδα νέων κι εξαιρετικά ταλαντούχων ερμηνευτών και μουσικών, που πρόσφεραν αφειδώλευτα τη φρεσκάδα, τις ικανότητες και τον ενθουσιασμό τους για την επιτυχία της διοργάνωσης.
Ξεκίνημα με «Αδερφή Αγγελική»
Το πρώτο Φεστιβάλ Όπερας, άνοιξε τις πύλες του την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που συμπληρώθηκαν 38 χρόνια από το «μεγάλο ταξίδι» της θρυλικής Μαρίας Κάλλας. Στην πρεμιέρα, παρουσιάστηκε το έργο “Suor Angelica” («Αδερφή Αγγελική») του Πουτσίνι, με τη Ρούλα Κωσταβάρα στον ομώνυμο ρόλο και τη Θάλεια Μαυρίδου στο ρόλο της Zia Principessa, υπό τη μουσική διεύθυνση του Φίλιππου Μοδινού και τη συμμετοχή πολλών νεαρών τραγουδιστών, οι οποίοι γέμισαν από άκρου εις άκρο το θέατρο της Αρχαίας Ρωμαϊκής Αγοράς με το ταλέντο τους.
Το ίδιο συνέβη και με το κοινό ως προς την ανταπόκρισή του στο κάλεσμα των διοργανωτών, που χειροκρότησε με θέρμη και ανυπόκριτο θαυμασμό τους πρωταγωνιστές, αποδεικνύοντας ότι η όπερα δεν είναι μια τέχνη «για λίγους κι εκλεκτούς». Και οπωσδήποτε, η ψυχή της Κάλλας που κάπου εκεί θα τριγυρνούσε, θα ήταν απολύτως ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα και υπερήφανη για τους «επιγόνους» της…
«Κάρμεν», ένα αληθινό πανηγύρι…
Δυο μέρες αργότερα, ακολούθησε η περίφημη «Κάρμεν» του Μπιζέ, με πασίγνωστα μουσικά κομμάτια, τα οποία σίγουρα έχει σιγοψιθυρίσει ακόμη και κάποιος που δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ το έργο, σε μουσική διεύθυνση του Χρήστου Κτιστάκη.
Ήταν μια παράσταση πραγματικό πανηγύρι, με τον κόσμο να κρέμεται κυριολεκτικά σαν τσαμπιά από τις θέσεις του θεάτρου. Πριν ξεκινήσει η παράσταση, έξω από το χώρο υπήρχε ένας απίστευτος συνωστισμός, κάνοντας αρκετούς αμύητους επί του θέματος περαστικούς να ρωτούν τι συμβαίνει…
Η Κασσάνδρα Δημοπούλου στον ομώνυμο ρόλο έδωσε αληθινό ρεσιτάλ (άλλωστε, τον έχει υποδυθεί και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία και τον ξέρει πια πολύ καλά), όπως βεβαίως και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, κάνοντάς μας να ξεχάσουμε ότι βρισκόμαστε στη συμπρωτεύουσα, αλλά στο μπαρ που εργάζεται ως σερβιτόρα η κεντρική ηρωίδα.
Γύρω περνούσαν αυτοκίνητα και οι πεζοί κάνανε τη βόλτα τους, όμως εμείς νιώθαμε ότι ήμασταν ενταγμένοι σ’ έναν άλλο κόσμο. Αυτόν της ατίθασης, ανεξάρτητης, αλλά και τόσο ευαίσθητης Κάρμεν, θύμα ενός τραγικού κι απελπισμένου έρωτα.
Ακόμα και κάποιοι μικροκαυγάδες που ακούγονταν από τις γύρω πολυκατοικίες, λες και συμπλήρωναν το όλο σκηνικό και το έκαναν περισσότερο αληθοφανές. Η τελική αποθέωση και τα «μπράβο» των θεατών, ήταν το φυσικό και δίκαιο επιστέγασμα μιας αληθινά ονειρικής βραδιάς.
Βεβαίως, σημαντικότατο ρόλο στην επιτυχία της παράστασης έπαιξε και το γεγονός ότι τόσο τα μέρη της πρόζας, όσο και τα τραγουδιστικά, ήτανε προσαρμοσμένα στα ελληνικά από την πρωταγωνίστρια…
Οι συγκινητικοί «Διδώ και Αινείας»
Η «τριλογία» στο θέατρο της Ρωμαϊκής Αγοράς ολοκληρώθηκε το Σάββατο, 19 του μηνός. Λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες για τις βουλευτικές εκλογές, το κοινό της Θεσσαλονίκης «ψήφισε» και πάλι όπερα, γεμίζοντας το χώρο για να παρακολουθήσει το έργο του Πέρσελ «Διδώ και Αινείας», με φόντο την Καρχηδόνα και τον άτυχο έρωτα της βασίλισσας για τον ήρωα της Τροίας, υπό τη διεύθυνση του Φίλιππου Μοδινού και σκηνοθεσία του Γιάννη Μήτρου.
Διδώ ήταν η Χριστίνα Μαβίνη, Αινείας ο Ιωάννης Νάκος και μαζί τους, ένα μπουκέτο νιάτα, ταλέντο και χαρισματικότητα τόσο υποκριτικά, όσο και μουσικά. Με μόνο «όπλο» τους την αγάπη για το λυρικό τραγούδι και τα αριστουργήματά του, χάρισαν στο κοινό ένα μοναδικό κι αξέχαστο θέαμα.
Επί μία ώρα, γίναμε μάρτυρες μιας αληθινής μυσταγωγίας. Ακόμα κι ένα τεχνικό πρόβλημα που προέκυψε (διακοπή του φωτισμού), η Κασσάνδρα Δημοπούλου με το μαγικό τσέλο της, μας το έκανε τόσο ονειρικό, που προς στιγμή σκεφτήκαμε ότι κι αυτό ήτανε μέρος της παράστασης. Είναι από τις περιπτώσεις που πραγματικά, τα λόγια είναι περιττά και φτωχά για να περιγράψουν σκέψεις και συναισθήματα…
Σημειωτέον ότι και οι τρεις παραστάσεις, ξεκίνησαν ακριβώς στις 21:30. Ούτε λεπτό αργότερα. Αν μη τι άλλο, κάτι τέτοιο δεν το βλέπουμε συχνά, ειδικά στην Ελλάδα και μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
Επίσης, να τονίσουμε το γεγονός ότι το τριήμερο θέαμα παρακολούθησαν πολλά νέα παιδιά, ακόμα και αρκετά μικρά σε ηλικία. Δείγμα ελπίδας ότι με τη μύησή τους στην ανώτατη μουσική «εκπαίδευση» από τόσο νωρίς, ίσως μεγαλώνοντας επιλέξουν «υγιή» ακούσματα, ή ακόμα και ν’ ακολουθήσουν το δρόμο των πρωταγωνιστών του Φεστιβάλ. Έστω κι ένα απ’ αυτά να το κάνει, η διοργάνωση θα έχει κερδίσει ένα πολύ μεγάλο στοίχημα…
Αποθεωτικό φινάλε με «Νόρμα»
Ωστόσο, το φινάλε του Φεστιβάλ έμελλε να είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Από το ανοιχτό θεατράκι της Ρωμαϊκής Αγοράς, μεταφέρθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, εκεί όπου το προηγούμενο Σαββατοκύριακο παρουσιάστηκε η πασίγνωστη «Νόρμα» του Μπελίνι, ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου λυρικού ρεπερτορίου.
Αυτή τη φορά υπήρχε εισιτήριο εισόδου, αλλά σε πολύ προσιτή τιμή, ενώ μέρος των εσόδων θα διατεθεί για το Σύλλογο Φίλων του Θεαγενείου Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Αλέξανδρος Συμεωνίδης».
Μπροστά σε μια κατάμεστη αίθουσα (sold out σε χρόνο ρεκόρ), το βράδυ του Σαββάτου απολαύσαμε μιαν από τις ωραιότερες παραστάσεις που έχουμε δει ποτέ. Τη Νόρμα, υποδύθηκε η διεθνούς φήμης και αξίας Τζένη Δριβάλα, η οποία τίμησε και κόσμησε με την παρουσία της τη συμπρωτεύουσα. Συγκλονιστική, σπαρακτική, συγκινητική, με μια κουβέντα μοναδική στο ρόλο της Νόρμα, μιας γυναίκας που θυσιάζει τον εαυτό της, παίρνοντας επάνω της κρίματα που δεν της αναλογούν.
Δίπλα της, στάθηκαν κάτι παραπάνω από επαξίως η Κασσάνδρα Δημοπούλου (που σκηνοθέτησε την παράσταση κι επιμελήθηκε τα κοστούμια) ως η «αντίζηλος» Ανταλτζίζα, ο Φίλιππος Μοδινός ως «το μήλο της Έριδος» Πολλιόνε, αλλά κι ένα πλήθος από νέα παιδιά, τα οποία «σπουδάζουν» το λυρικό τραγούδι στην καλύτερη «σχολή» που θα μπορούσαν: Πάνω στη σκηνή, εκεί που κρίνονται όλα…
Από τις καλύτερες στιγμές μιας έτσι κι αλλιώς υπέροχης βραδιάς, οι μουσικοί διάλογοι Νόρμας-Ανταλτζίζας στην πρώτη πράξη, οι διφωνίες των οποίων ήτανε πραγματικά καταπληκτικές. Ήτανε στ’ αλήθεια απόλαυση ν’ ακούς αυτές τις δύο «ιέρειες» της όπερας να «συνομιλούν» τραγουδώντας, συνοδεία μιας εξαιρετικής ορχήστρας, υπό τη μουσική διεύθυνση του Χρήστου Κτιστάκη. To όλο θέαμα, συμπλήρωναν τα εξαιρετικά σκηνικά του Γιώργου Λεπίδα, ο οποίος επιμελήθηκε το μεγαλύτερο μέρος τους…
Ο ποταμός χειροκροτημάτων και η αποθέωση των συντελεστών μετά το τέλος της παράστασης, ήτανε το δίκαιο επιστέγασμα μιας κοπιώδους, αλλά ειλικρινούς και γεμάτης αγάπη προσπάθειας δυο ανθρώπων και των συνεργατών τους, να παρουσιάσουν όσο γινόταν καλύτερα αυτό το πενθήμερο υπερθέαμα στους Θεσσαλονικείς φίλους της όπερας…
«Ήταν μια δικαίωση»…
Στο φουαγιέ του Μεγάρου, πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να συγχαρεί τους συντελεστές και να τους εκφράσει το θαυμασμό του για το αποτέλεσμα. Πλησιάσαμε τον Φίλιππο Μοδινό, ο οποίος φαινόταν ακόμα… υπό την επήρεια του Πολλιόνε και τον ρωτήσαμε πόσο καλύτερο μπορεί να γίνει αυτό που μόλις είχαμε παρακολουθήσει. Η απάντησή του, τυπική ενός ανθρώπου που έχει στόχο του το ανώτερο δυνατό αποτέλεσμα: «Γίνανε κάποια λάθη. Την επόμενη φορά θα είμαστε καλύτεροι».
Όσο για τα συναισθήματά του; «Νιώθουμε δικαιωμένοι τόσο απέναντι στους εαυτούς μας, όσο και σε όλους εκείνους που μας στήριξαν και συνέδραμαν στην προσπάθεια που κάναμε». Τα υπόλοιπα λόγια… πνίγηκαν στις αγκαλιές και στα δίκαια κι ολόθερμα συγχαρητήρια που δεχόταν από γνωστούς κι αγνώστους.
Αρκετή ώρα αργότερα, ζητήσαμε από την Κασσάνδρα Δημοπούλου να εκφράσει τις δικές της σκέψεις για όλο αυτό το εγχείρημα. Ο λόγος της, αφοπλιστικός και αποκαλυπτικός: «Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι έγινε όλο αυτό. Πριν λίγες μέρες δεν υπήρχε τίποτε από όλα όσα είδατε. Εγώ λέω πάντα ότι οι Έλληνες αγαπούν την όπερα κι αν τους καταφέρεις να έρθουν να σε ακούσουν, συγκινούνται. Εμείς κλαίμε στο παρασκήνιο με τις σπαρακτικές μελωδίες, ακόμα και τα πολύ νέα παιδιά. Αφού χαριτολογώντας, λέω ότι κανονικά θα έπρεπε μαζί με το πρόγραμμα, να μοιράζουμε και χαρτομάντιλα»!
Στη συνέχεια, η εκ των «ψυχών» του Φεστιβάλ αναφέρθηκε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η διοργάνωση: «Όλο αυτό που είδατε, δηλαδή και οι τέσσερις παραστάσεις, έγιναν με ελάχιστο budget. Λιγότερο από 2.000 ευρώ. Το πιστεύετε; Όταν μια απλή παραγωγή όπερας ξεκινάει από τα 30.000. Φανταστείτε λοιπόν πόσα πράγματα καλύψαμε με τόσο λίγα χρήματα. Και σημειωτέον ότι όλα ήταν ατομικές χορηγίες και όχι επιχορηγήσεις. Τα μαζέψαμε ευρώ-ευρώ. Ευτυχώς, στο Μέγαρο έγινε sold out και τις δυο μέρες και είχαμε απίστευτη εισπρακτική επιτυχία. Γενικώς, κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε -δεδομένων των συνθηκών πάντα- και νομίζω ότι ήταν μια νίκη για όλους μας. Με ελάχιστα μέσα, χωρίς εγωισμό και ούτε καν χρόνο, καταφέραμε να δείξουμε στον κόσμο και στους φορείς ότι ξέρουμε την όπερα και μπορούμε να την εκπροσωπήσουμε άξια».
Ωστόσο, δεν αρκεί μόνον η αγάπη και η σκληρή δουλειά για να φτάσει η τέχνη της όπερας εκεί που της αξίζει. Χρειάζονται κι άλλα πράγματα, τα οποία εκφράζει η Κασσάνδρα, μαζί με τις προσδοκίες της για το μέλλον: «Δε νομίζω ότι έχουμε να δείξουμε κάτι άλλο. Δείξαμε τα πάντα. Αν έχουμε λίγη σωστή βοήθεια, όλο αυτό θα παραμείνει και θα ενδυναμωθεί σωστά, ώστε να ριζώσει για πολλά χρόνια. Θα δώσει εργασία σε πάρα πολύ κόσμο, νόημα σε πολλούς καλλιτέχνες και θα χαρίσει στη Βόρεια Ελλάδα μια λυρική σκηνή. Γιατί όχι;».
Φέτος, έγινε μια πολύ καλή αρχή. Θα ευχηθούμε απλώς η Κασσάνδρα, ο Φίλιππος και οι άξιοι συνεργάτες τους να μας «υποχρεώσουν» να παραβρεθούμε και στο… εκατοστό Φεστιβάλ Όπερας και κάθε χρόνο να είναι καλύτερο!
—————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…