Γράφει η Τζίνα Παπαμιχαήλ
Φωτογραφίες Χαρά Γερασιμοπούλου
Το διήμερο που θα μείνει αξέχαστο, γεμάτο ιδρώτα, πόνο και διονυσιακή λατρεία!
Μπορεί το Rockwave να μην μπορεί προς το παρόν να συγκριθεί με κανένα άλλο Ευρωπαϊκού βεληνεκούς φεστιβάλ και να απέχει ακόμη αρκετά χιλιόμετρα μακριά από αντίστοιχες παραγωγές, όμως η φετινή προσπάθεια ήταν κάτι παραπάνω από φιλότιμη και οι αναμνήσεις από αυτό θα παραμείνουν ανεξίτηλες στην μνήμη όλων όσων παρευρέθηκαν. Το δε ελληνικό ένθερμο και φανατικό «μεταλλικό» κοινό, είναι αυτό που δεν μπορεί εξίσου να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλο στο όποιο βορειοδυτικό μήκος και πλάτος της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Η Πέμπτη και η Παρασκευή αν και ήταν δύσκολες ημέρες καθότι εργάσιμες, δεν εμπόδισε τους πιστούς οπαδούς της μουσικής αυτής φιέστας να πάρουν άδειες από τη «σημαία» -και όχι μόνο- και να εγκαταλείψουν τα αστικά κέντρα της χώρας, κατακλύζοντας τον πευκόφυτο χώρο της Μαλακάσας με high pick την Παρασκευή, την μέρα που έπαιζαν οι Volbeat και οι Maiden, που ο κόσμος θεωρητικά πλησίασε τους 36.000!
Πέμπτη 19 Ιουλίου (Judas Priest, Sabaton, Saxon, Accept κ.ά.):
Στην καρδιά του καλοκαιριού με το θερμόμετρο να ανεβαίνει επικίνδυνα και λίγο πριν τις 13.30 οι πόρτες στο Terra Vibe άνοιξαν κάτω από τον καυτό ήλιο υποδεχόμενες τους πρώτους καταφθάνοντες στον χώρο από νωρίς για να στηρίξουν και τις ελληνικές μπάντες. Οι σκηνές που φιλοξένησαν τις συναυλίες ήταν και φέτος δυο, με την μικρότερη να βρίσκεται ανατολικά, κοντά στην πίσω είσοδο και σχετικά ανηφορικά, με αποτέλεσμα η ορατότητα αργότερα κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ να μην είναι η καλύτερη. Ωστόσο στην μεγαλύτερη σκηνή στα δυτικά, που φιλοξενούσε τους Headliners, ήταν αρκετά καλύτερο το στήσιμο και η τοποθεσία. Τα περίπτερα με τις μπύρες, τα ταμεία, το ένα και μοναδικό στέκι εστίασης και το Merch, ήταν περιμετρικά στημένα στις συνηθισμένες θέσεις τους, όμως θα μπορούσαν ίσως και να ήταν περισσότερα καθώς με την μετέπειτα διέλευση του κόσμου οι ουρές ήταν ατελείωτες τόσο για την εξαγορά των tokens όσο και για να μπορέσει κάποιος να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό. Οι τουαλέτες ήταν αρκετές μεν σε όλο τον χώρο, όμως από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχε νερό, χαρτί, σαπούνι και γενικά από άποψη υγιεινής ήταν αρκετά προβληματικά τα πράγματα. Φέτος μάλιστα, δεν υπήρχε VIP και αυτό ήταν πολύ καλύτερο, ενισχύοντας την χαλαρή διάθεση που υπαγορεύει και το ύφος ενός τέτοιου event. Τα διάφορα πευκάκια που υπήρχαν σε αρκετά σημεία και τα ξύλινα παγκάκια ήταν ότι έπρεπε για τις πρώτες δύσκολες ώρες του μεσημεριού, οπότε και αρκετός κόσμος κατέφυγε εκεί περιμένοντας να περάσει η ώρα.
Πρώτοι στη μικρή σκηνή, γύρω στις 15.30 ανέβηκαν οι Jacks Full, το τρίο που απαρτίζεται από τους Νίκο Σπάθα (κιθάρα, δεύτερα φωνητικά), Mιχάλη Απαρτόγλου (μπάσο, κύρια φωνητικά) και Βαγγέλη Καρδαμίτση. Η μουσική που κυμαίνονταν στα πλαίσια της Hard Rock είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ η μπάντα ήταν καλά δεμένη μεταξύ της, δημιουργώντας ένα πολύ καλό ακουστικό και αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Βέβαια το γεγονός ότι εκείνη την ώρα ο ήλιος πραγματικά «έκαιγε», δε βοήθησε ιδιαίτερα για να τους παρακολουθήσουμε στενότερα.
Η ώρα πάντως πέρασε ευχάριστα ως τις 16:00, όπου τη σκυτάλη ανέλαβαν οι NullOZero από την Αθήνα, το ελληνικό heavy κουιντέτο που έκανε το ντεμπούτο του το 2012 και βρέθηκαν σήμερα έπειτα από πολλά live στο ενεργητικό τους, να ανοίγουν, ανάμεσα σε άλλες, το Rockwave με σκληρούς ήχους κάτω από τον δυνατό ήλιο. Το στυλ τους θύμισε αρκετά κλασσικό έως και thrash metal, με το καθαριστικό δίδυμο Ηλία Ανδρίτσo και Άγγελο Κοκκορογιάννη, να αποδίδουν το συγκεκριμένο μουσικό είδος με έναν καινοτόμο τρόπο και να εντυπωσιάζουν με το δυναμικό και επιθετικό παίξιμό τους. Οι φωνητικές ικανότητες του Geo Sinner, ιδιαίτερα αξιοθαύμαστες για το είδος που αντιπροσωπεύει, όμως ίσως η απόδοση του αγγλόφωνου στίχου να μπορούσε να είναι ελαφρώς καλύτερη.
Τέλος, η ελληνική παρουσία στη μικρή σκηνή έκλεισε με την παρουσία των δυνατών Foray Between Ocean, μια σχετικά νεοσύστατη μπάντα που έχει κάνει όμως ήδη αίσθηση και φάνηκε πως μάζεψαν το κοινό τους. Τα μέλη της μπάντας προέρχονται από άλλα σχήματα και έφεραν σαν αποτέλεσμα μια αξιοπρόσεκτη δουλειά που κινείται ανάμεσα στο death metal και το core. Ιδιαίτερες οι μουσικές συνθέσεις τους που παίζονται με έναν μοναδικά αριστοτεχνικό τρόπο κάτω από τα «βρώμικα» φωνητικά του Γιάννη Τούσα, τον οποίο τον γνωρίζουμε ήδη και σαν μπασίστα των Narcosis. Ένταση, πάθος και συναίσθημα για τους Foray και τον κόσμο που άρχισε να συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο καθώς πλησίαζε η ώρα για τους μεγάλους Accept οι οποίοι ανέβηκαν τελικά στην σκηνή γύρω στις 18.00 και ενώ ο ήλιος ήταν ακόμα παρών και δυνατός.
Γυαλιά ηλίου, μπαντάνες, καφέδες, μπύρες, horns up και οι Accept ανοίγουν την μεγάλη σκηνή με το “Die by the Sword” και τον συγκεντρωμένο κόσμο να υποδέχεται με επευφημίες τη μπάντα από τη Γερμανία που έχει αφήσει εποχή και έχει ιστορικά συμβάλλει από το 1968 στην εξέλιξη του speed και thrash metal. Οι Accept διατηρούν ακόμη τους φανατικούς οπαδούς τους, οι οποίοι μάλιστα από νωρίς είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από τη σκηνή ώστε να έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσο γίνεται από πιο κοντά τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες. Ακολούθησε το “Restless and Wild” από τον ομώνυμο δίσκο του 1982, θερμαίνοντας την ατμόσφαιρα, για να ακολουθήσει το σχετικά πιο πρόσφατο κομμάτι τους “Pandemic” από τον δίσκο “Blood of the Nations” (2010), όπου το κοινό άρχισε να ζητωκραυγάζει και να χτυπιέται στους ρυθμούς των riff της εκπληκτικής κιθάρας του Wolf Hoffmann, ο οποίος διατηρείται σε εκπληκτική φόρμα συνεχίζοντας να εκτελεί τα κομμάτια με τον ίδιο άριστα αρχιτεκτονικό τρόπο όπως και άλλοτε. Μερικές μπάντες διατηρούν ζωντανό το πνεύμα τους μέσα στις δεκαετίες και εξελίσσονται, υπηρετώντας με αξιοπρέπεια όχι μόνο την ιστορία που κουβαλάνε αλλά και το μουσικό είδος που αντιπροσωπεύουν και αδιαμφισβήτητα οι Accept είναι μια από αυτές.
Λίγο μετέπειτα και πριν ξεκινήσει καλά καλά, το “Princess of the Dawn”, ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του συγκροτήματος, η φωνή της μπάντας, ο Αμερικανός Mark Tornillo, αντάξιος αντικαταστάτης του Udo Dirkschneider, χαιρέτησε το κοινό και το προσκάλεσε να τραγουδήσει, ενώ καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από τη σκηνή. Το πλήθος ακολούθησε το κάλεσμα και χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια, ενώ στο πέμπτο περίπου λεπτό του κομματιού, κάτι συνέβη με την κιθάρα του Hoffman, ο οποίος απομακρύνθηκε λίγο από τη σκηνή για να επιστρέψει λίγο μετέπειτα και να του δώσει την κιθάρα του ο UweLulis και να μπορέσει να συνεχίσει το σόλο του. Έπειτα ακολούθησαν τραγούδια από τα μέσα της δεκαετίας του 80 όπως το “Up to the limit”, αλλά και πιο πρόσφατα όπως τα “Analog Man” του 2017, “Teutonic Terror” (2010), για να φτάσουμε στα πασίγνωστα που άφησαν ιστορία πίσω τους όπως “Fast as a Shark”, τραγούδι που συνέβαλλε στην εξέλιξη του speed και power metal εν γένη, “Balls to the wall”, τραγούδι σταθμός στην ιστορία της heavy μέχρι το “I am a Rebel” το οποίο ηχογραφήθηκε το 1979 από τον Alex Young, μεγαλύτερο αδερφό των George&Angus Young των AC/DC. Στο μεταξύ το κοινό είχε ήδη ανεβάσει παλμούς, παρακολουθώντας σχεδόν εκστατικά το ξεδίπλωμα του νοσταλγικού παρελθόντος των 80s. Mε το “Metal Heart’’ πάντως έγινε χαμός από χειροκροτήματα και φωνές που μάλιστα ακολουθούσαν τη βάση του κομματιού στο κλασικό “Fur Elise” του Beethoven. H συναυλία των Accept έκλεισε με το πιο ροκ κομμάτι του 1981, το “Burning” το οποίο όμως ξεσήκωσε στην κυριολεξία τον κόσμο σε έναν ξέφρενο χορό , έτοιμο να υποδεχτεί τους Saxon.
Οι Saxon, το βρετανικό συγκρότημα καταλύτης της Metal σκηνής, που χρονολογείται πίσω στις αρχές της δημιουργίας του, το 1976, ανέβηκαν τη μεγάλη σκηνή του Rockwave στις 19:00 ακριβώς, παρασύροντας το κοινό στους ρυθμούς του “Thunderbolt” μιας νέας κυκλοφορίας από τον ομώνυμο δίσκο τους, που κυκλοφόρησε μόλις στις 2 Φεβρουαρίου του 2018 και αποτελεί τον 22ο της καριέρας του συγκροτήματος. Ο Βiff Byford έκλεψε την παράσταση με την εμβληματική του παρουσία, τα τρομερά φωνητικά του και την επικοινωνία του με το κοινό. Άλλωστε οι Saxon φημίζονται για την επιτυχία τους στις πολυάριθμες ζωντανές τους εμφανίσεις. Ακολούθησαν τραγούδια τόσο από το πρόσφατο όσο και από το απώτερο παρελθόν του συγκροτήματος, όπως το “Motorcycle Man” ξεσηκώνοντας κι άλλο τον κόσμο, το “Strong Arm of the Law” από το ΄80 αλλά και το “Battering Ram” του 2015. Τόσο ο Paul Anthony Quinn, κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος των Saxon, εμπνευστής των συνθέσεων της μπάντας, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, έδωσαν εκείνο το βράδυ τον καλύτερο τους εαυτό επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση και την αποδοχή του κόσμου για άλλη μια φορά. Αξίζει να αναφερθεί εδώ πως σε σχέση με άλλες χώρες που δεν το συνηθίζουν, επιβεβαιώνοντας το έπειτα από μια ανασκόπηση στα προηγούμενα setlist, έπαιξαν το κομμάτι “Ride like the wind” το οποίο αναρωτιόμουν αν θα το παίξουν τελικά ή όχι, αν και το είχα σχεδόν σίγουρο πως όχι, αφού και ο ίδιος ο Byford που τελικά έκανε την έκπληξη, σχολίασε πως δεν είναι metal. Ωστόσο ρώτησε το κοινό αν ήθελαν να το ακούσουν. Παίχτηκε σε διασκευή του Cristopher Cross.
Κι ενώ τα λευκογκρίζα μαλλιά του Byford κυμάτιζαν από το ελαφρύ αεράκι που ήδη άρχισε να φυσάει και ο ήλιος άρχισε να δύει, ακολούθησε το “They played Rock and Roll”, τραγούδι φόρος τιμής για τους Motorhead. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε από κάτω “Lemmy, Lemmy…” και η μπάντα που συνήθιζε να ανοίγει παλιότερα τις συναυλίες τους, βομβάρδισε στην κυριολεξία με μοτορχεντικά riff το κοινό. Aκολούθησε το πολυαγαπημένο και επικό “Crusader” από το ομώνυμο άλμπουμ του 1984, όπου ο Byford ξεσήκωσε το κοινό, το οποίο με τη σειρά του άρχισε να σφυρίζει και να κοπανιέται τραγουδώντας: «Crusader, crusader, please take me with you.The battle lies far to the east…Crusader, crusader, don’t leave me alone..» Μετά ακολούθησε το “Princess of the Night” και το “Heavy Metal Thunder” ενώ ο Βiff καλούσε τον κόσμο να χτυπηθεί κάτω από τους ήχους του “Wheels of Steel”. Μάλιστα κάποια στιγμή έβγαλε το κινητό του και τράβηξε βίντεο το αλλόφρων κοινό να ζητωκραυγάζει, για να το ανεβάσει στη σελίδα της κοινωνικής τους δικτύωσης. Μετά από λίγο χώρισε το πλήθος στη μέση ώστε να ανταγωνιστούν φωνητικά η δεξιά με την αριστερή πλευρά, κάτι που συνήθιζαν να το κάνουν σε live του παρελθόντος. Το κοινό ανταποκρίθηκε πολύ θερμά στο κάλεσμα και ο παλμός ανέβηκε τρελά, όπως και οι κραυγές του πλήθους. Το πλήθος χοροπηδούσε συντονισμένα, το ίδιο και ο Biff. Κάποια στιγμή μάλιστα άρπαξε ένα denim metal jacket από το πλήθος, το οποίο φόρεσε τραγουδώντας το τελευταίο τραγούδι για τη βραδιά το “Denim and Leather”. To καθαριστικό σόλο απογείωσε το συγκεκριμένο κομμάτι και το κοινό φώναζε ρυθμικά τους στίχους, ενώ τελικά o Byford υπέγραψε το μέταλ τζάκετ και το επέστρεψε στον κάτοχό του.
Στη μικρή σκηνή του Rockwave στις 21:00 ανέβηκαν οι Sabaton, το σουηδικό heavy συγκρότημα που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Η θεματική των τραγουδιών τους εμπνέεται γύρω από τον πόλεμο, τις μάχες και τα ιστορικά πρόσωπα. Καλησπέρισαν το κοινό στα Ελληνικά, το οποίο ήταν ήδη εκεί συγκεντρωμένο λίγο μάλιστα πριν τελειώσει το live των Saxon, ενώ ξεκίνησαν με μια διασκευή του τραγουδιού “You are in the army now”, το οποίο τραγούδησε σχεδόν όλος κόσμος. Έπειτα ακολούθησε το κομμάτι “Ghost Division” από το άλμπουμ τους “The Art of War” το οποίο μάλιστα έλαβε υποψηφιότητα για το σουηδικό βραβείο Γκράμι. Το live τους ήταν πληθωρικό, γεμάτο θέαμα, διανθισμένο από αρκετά video με άρματα μάχης, κράνη, φωτιές που βγαίναν επί σκηνής και άλλα εφέ που υποστήριζαν την πολεμοχαρή και στρατιωτική νότα που χαρακτηρίζει το γκρουπ. Ωστόσο δεν μπορώ να πω πως προσωπικά βρήκα τη μουσική τους ενδιαφέρουσα, ούτε και τον χαρακτήρα και την ποιότητα τους, αλλά αυτά είναι προσωπικά γούστα.
Πριν ξεκινήσει το “Swedish pagans” στο τέταρτο κομμάτι τους, άρχισαν την επικοινωνία με το κοινό χρησιμοποιώντας ελληνικές λέξεις, κάποιες μάλιστα νομίζω παραήταν ποζέρικες για να τις εκφράσουν δημόσια και έφταναν στη χρήση ελαφρώς υβριστικού λεξιλογίου, κι ενώ δεν μου προσβάλλει την αισθητική μια λέξη που ακούγεται καθημερινά πάω από 90 φορές την ημέρα στην Ελλάδα, οφείλω να ομολογήσω πως δεν μου άρεσε που το άκουσα με αυτόν τον τρόπο σε φεστιβαλικό χώρο. Το playlist περιείχε περίπου στα 14 τραγούδια και ανάμεσα σε άλλα ακουστήκαν τα εξής: “The Last stand”, “Into the fire”, “Sparta”, “Night Witches” και άλλα. Στην Ελλάδα δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται οι Sabaton και σίγουρα έχουν το κοινό τους, το οποίο γιγαντώθηκε μάλιστα μέσα στην δεκαετία των ‘10s, φτάνοντας να προηγείται από κλασικές ιστορικές μπάντες τύπου Accept και Saxon. Το τραγούδι στο οποίο έγινε ένας σχετικός χαμός στο live ήταν το “Primo Victoria” μια από τις πρώτες δουλειές του συγκροτήματος, το οποίο έχει αγαπηθεί από όλο τον κόσμο. Ο κόσμος ωστόσο, ήταν αρκετά χαλαρός και οι περισσότεροι έκοβαν βόλτες μέχρι να ξεκινήσουν οι Judas Priest.
22:30 ακριβώς και κόσμος γεμίζει ασφυκτικά το χώρο γύρω από τη μεγάλη σκηνή, το Terra Stage, ενώ από τα ηχεία ακούγεται το “War pigs” των Black Sabbath. To κοινό άρχισε να τραγουδά δυνατά τους στίχους του και να ετοιμάζεται για να υποδεχτεί τους Judas Priest που έκαναν μια δυναμική εισαγωγή με το “Firepower”, το πρώτο τραγούδι από το ομώνυμο τελευταίο album τους, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2018.
Ο Rob Halford έκλεψε για μια ακόμη φορά τις εντυπώσεις με τις ιδιαίτερες φωνητικές του ικανότητες, ενώ οι καθαριστικές δεξιότητες του Faulkner ανέδειξαν την πολυπλοκότητα της σύνθεσης των κομματιών και των μοναδικών solo που τα συνοδεύουν, με την υποστήριξη του Andy Sneap που αντικατέστησε τον Tipton λόγω ασθένειας. Στη συνέχεια ακούστηκε το “Grinder” με το κοινό να χοροπηδάει σύσσωμο πάνω-κάτω στον ρυθμό, ενώ λίγο πριν ξεκινήσει το “Sinner”, o Halford χαιρέτησε το κοινό ρωτώντας αν είναι έτοιμο να ακολουθήσει, με ένα τραγούδι που βασίζεται στον δυναμικό ρυθμό των ντραμς του Scott Travis αλλά και στις κιθάρες. Η μουσική των Judas ηδονίζει τα αυτιά μέσα από τον συνδυασμό των φωνητικών και των μοναδικών riff της κιθάρας, ενώ το κοινό παρακολουθούσε αποσβολωμένο τα επόμενα κομμάτια που ακολούθησαν όπως “The Ripper”, “Lightning Strike”, “Bloodstone” και δε σταμάταγε να χειροκροτεί.
Έπειτα από τα πρώτα είκοσι λεπτά, το επόμενο πασίγνωστο κομμάτι “Turbolover”, από τα mid 80s, ξεσήκωσε τον κόσμο που ζωντάνεψε και άρχιζε να τραγουδάει μανιασμένα το refrain. Ακολούθησε ένα πραγματικά πληθωρικό playlist με διαχρονικές επιτυχίες και ο Halfrod λίγο πριν πει το “Night Comes Down” χαιρέτησε και ευχαρίστησε το ελληνικό κοινό, για την θερμή υποδοχή του. Το δυνατό “Freewheel Burning” ανέβασε τις ταχύτητες αν και έπειτα από λίγο έπεσε ο παλμός του κοινού. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Halford με αρκετή δεξιοτεχνία και σχετικά γρήγορα, άλλαζε συνεχώς την ενδυμασία του, κυρίως τα μακριά τύπου παλτό που συνηθίζει να έχει, ενώ σχεδόν σε όλα του τα κομμάτια έσκυβε με θρησκευτική ευλάβεια πάνω στο μικρόφωνο βγάζοντας τις ανάλογες απόκοσμες κορώνες. Αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν το καβάλημα της μοτοσυκλέτας επί σκηνής στο κομμάτι “Hell Bent for Leather”, ένα από τα πιο παλιά κομμάτια των Priest που επιβεβαιώνει την ροκιά της μπάντας σε όλη της το μεγαλείο. Τελευταίο κομμάτι και μετά από απαίτηση του κοινού, το Painkiller, το οποίο εκτέλεσε καταπληκτικά για τα 67 του χρόνια, μην χάνοντας τους ψηλούς τόνους του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλο το live διανθιζόταν από εξαιρετικά video art, μια πολύ καλή προσθήκη στον εκσυγχρονισμό των live της μπάντας. Ανάμεσα σε άλλα δυο τραγούδια στο encore, ακούσαμε και πωρωθήκαμε με το διαχρονικό “Breaking the Law”, ενώ η συναυλία έκλεισε με το “Living after Midnight” όπου το κοινό τραγούδησε με πάθος σχεδόν όλο το refrain και ο Halford είπε πως μας αγαπάει και πως θα επιστρέψει ξανά!
—————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…