Γράφει η Ευδοκία Αραβαντινού – Σιμωνέτου
Φωτογραφίες: Χαρά Γερασιμοπούλου
Είναι αυτό που συμβαίνει όταν τρεις τύποι αποφασίζουν να παίξουν live με γκάιντα, νταούλι, λύρα, καβάλ και ηλεκτρική κιθάρα παραδοσιακά τραγούδια του τόπου τους –και όχι μόνο– και να τα βάλουν στην πρίζα της πανκ και των πιο σύγχρονων ψυχεδελικών ηλεκτρονικών ήχων. Ο Γιώργος Σταυρίδης, ο Βαΐτσης Χαρακοπίδης και ο Πάνος Γκίνης ονόμασαν τον πρώτο τους δίσκο «Πανκοπανηγυροψυχεδέλεια», αλλά ο όρος αυτός έγινε για μένα πλήρως σαφής -και προστέθηκε συνειδητά στο λεξιλόγιό μου- μόλις το Σάββατο το βράδυ που αυτοί – οι Θραξ Πανκc – έπαιξαν ζωντανά για μας τους Αθηναίους στο Fuzz.
Πριν, ωστόσο, μιλήσω για τους Θραξ, οφείλω να αφιερώσω λίγες γραμμές στο συγκρότημα που ανέλαβε να ανοίξει το live, να μας «ζεστάνει» που λένε. Οι Breath After Coma, είναι πάνω – κάτω αυτό που φαντάζεται κανείς όταν ακούει το όνομά τους. Παίζουν το σκληρό εκείνο garage – alternative rock που σε έκανε κάποτε να χτυπηθείς στα πάρτυζ κάποιας ξεχασμένης και αμερικανόφερτης εφηβείας. Οφείλω, όμως, να ομολογήσω ότι το κάνουν καλά. Το πιστό τους κοινό που μαζεύτηκε κάτω απ’ τη σκηνή δε σταμάτησε να κουνιέται στους ρυθμούς των τραγουδιών τους και να τραγουδάει μαζί τους, ακόμα και τις φορές – που δεν ήταν λίγες – που η μουσική σκέπαζε τη φωνή και τα λόγια δε διακρίνονταν εύκολα από κάποιον που δεν τα είχε ξανακούσει. Παρέσυραν ακόμα και εκείνους που τους άκουγαν πρώτη φορά. Είχαν πάθος, είχαν ενέργεια και σίγουρα απολάμβαναν το live τους πάρα πολύ. Στο τέλος της εμφάνισής τους είχαμε πράγματι «ζεσταθεί».
Έπειτα, άρχισε το πανηγύρι. Ο Γιώργος πήρε το νταούλι, ο Βαΐτσης τη γκάιντα – στο χωριό μου ο συγγενής του οργάνου αυτού λέγεται τσαμπούνα – και ο Πάνος την ηλεκτρική κιθάρα και παίξανε τη «Βασιλκούδα» έτσι όπως δεν την είχαμε ξανακούσει ποτέ. Η παραδοσιακή διάλεκτος και η προφορά των λέξεων και η βασική μελωδία είναι οι ίδιες αυτές που ίσως ξέρεις από το τμήμα παραδοσιακών χορών του σχολείου σου. Οι Θραξ Πανκc διατήρησαν αυθεντικό το κομμάτι αυτό, πείραξαν όμως την ενορχήστρωση για να φτάσουν να κάνουν τα τραγούδια τους punk. Ο τελικός ήχος που βγαίνει απ’ το πείραμα είναι μια έκπληξη για το αφτί και μια συγκίνηση για το σώμα που θέλει να πιαστεί σε κύκλο και να χορέψει μέχρι το πρωί. Στην «Κουκουνούδα» που ακολούθησε άρχισε να γίνεται χαμός από κάτω κι εκεί ήταν που ψιλιάστηκα ότι, όσο οξύμωρο κι αν φαινόταν, μέσα σε εκείνο το κλειστό και «χειμωνιάτικο» χώρο του Fuzz, ενδεχομένως να στηνόταν ένα πανηγύρι σωστό, με γλέντι και χορό, που αρμόζει σε πλατεία του χωριού ανήμερα Δεκαπενταύγουστο.
«Δέντρο είχα στην αυλή μωρ’ τζάνεμ…». Ο Σταυρίδης και ο Χαρακοπίδης παίζανε και τραγουδούσαν. Δίναν το σύνθημα κι από κάτω τραγουδούσαμε κι εμείς, χοροπηδούσαμε, σχηματίζαμε παρέες… Ήδη απ’ το δεύτερο τραγούδι μια χορδή απ’ την κιθάρα του Γκίνη έφυγε. Τίποτα, όμως, δε σταματούσε αυτό που είχε αρχίσει. Το τσίπουρο είχε ήδη ανοίξει και όσοι δεν είχαμε φορέσει κοντομάνικο από μέσα είχαμε αρχίσει να το μετανοιώνουμε.
Φαντάσου έναν Ικαριώτικο αλλιώτικο, που προφανώς δεν μπορείς να τον χορέψεις παραδοσιακά, δεν είσαι καν σίγουρος ότι είναι αυτός. Δεν μπορείς να αγνοήσεις, όμως, την τόσο ωραία δουλειά των παιδιών που πάτησαν στην παράδοση και έβγαλαν τα μουσικά ανθάκια τους. Κάποια στιγμή, ο Σταυρίδης πήρε τη θρακιώτικη λύρα του και ο Χαρακοπίδης το καβάλ του – κάτι σαν φλογέρα – και το live ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά. Μέσα σ’ όλα αυτά, οι τρεις μουσικοί έμπλεξαν και αμιγώς ηλεκτρικούς ήχους (ο Γκίνης είναι ο πρώτος κιθαρίστας που είδα να χρησιμοποιεί δοξάρι). Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογήθηκε και το τελευταίο συνθετικό της λέξης που έμαθα εκείνη τη μέρα. Ψυχεδέλεια. Για λίγο μόνο. Τόσο όσο να μην ξεχαστούμε απ’ το χορό.
Στο «Μαργούδι» αρχίσανε τα πρώτα δειλά βήματα, στον «Τσιτσιλιάγκους» κάποιοι πιάστηκαν και χόρεψαν λίγο κυκλικά. Το καλό, βλέπεις, με τα μικρά και όχι τόσο γνωστά συγκροτήματα είναι ότι έχουν πιστό κοινό, «γνώριμες φάτσες» που ξέρουν να πιάνουν το κλίμα και το μεταδίδουν και στους υπόλοιπους. Στο «Ψες είδια» είχαν σχηματιστεί πλέον δύο μεγάλοι κύκλοι κάτω απ’ τη σκηνή. Δεν πειράζει αν έχανες τα βήματα, βήματα δεν υπήρχαν. Χόρευες κάτι που έμοιαζε με παραδοσιακό θρακιώτικο, αλλά και punk ταυτόχρονα. Τα νερά μας πιτσιλούσαν, ευχόμασταν να ήμασταν οπουδήποτε έξω, σε χώρο υπαίθριο – το Fuzz δεν ήταν κατάλληλο γι’ αυτό που γινόταν εκεί μέσα. Στα «Γιούρια» νόμιζες ότι χοροπηδούσε το ίδιο το μαγαζί μαζί μας. Ασφυκτιούσε κι αυτό (παρά τον εξαιρετικό εξαερισμό που έχει το Fuzz, είχαμε όλοι ιδρώσει), ζητούσε μέρες καλοκαιριού, μέρες πανηγυριού και ξεγνοιασιάς.
Όταν οι μέρες αυτές έρθουν, να πάτε σε μια «πανκοπανηγυροψυχεδελική» συναυλία τους και να χορέψετε μαζί με τους τρελούς αυτούς Θρακιώτες με το αλλόκοτο όνομα, το ταλέντο και το αστείρευτο κέφι!
Breath After Coma
Θραξ Πανκc
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…