Γράφουν η Πέννυ Γέρου και η Σοφία Τσεκούρα
www.musiccorner.gr
Τρίτη 8 Μαΐου 2012
The Artist
Η πιο πολυσυζητημένη ταινία του 2011, τόσο στις αίθουσες των κινηματογράφων, όσο στα φύλλα των κριτικών και στις επιτροπές των βραβείων: «The Artist»!
Μια ταινία βουβή, μια ταινία που τολμά εν έτει 2011 να γυρίσει το χρόνο πίσω, γύρω στη δεκαετία του 1920. Η δεκαετία εκείνη έσφυζε από δραστηριότητα, τόσο πολιτική, οικονομική, αλλά και πολιτισμική. Ανακατατάξεις στα δεδομένα των ανθρώπων και καινούργια πράγματα προέκυπταν κάθε στιγμή. Τέλος πολέμων, οικονομική κρίση, πολιτικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό και μη προσκήνιο. Όσον αφορά στον κινηματογράφο όμως, η δεκαετία του ’20 ήταν η τελική ευθεία για την έλευση και υποδοχή της ομιλίας.
Ως τότε, δέσποζε ο μη ομιλών κινηματογράφος. Κυρίαρχο κινηματογραφικό κύμα παρουσιάζεται ο γερμανικός εξπρεσσιονισμός: φιγούρες σκοτεινές, αποπνικτικά σκηνικά, ανάδειξη της δύναμης της επιστήμης, αλλά και της δύναμης που αυτή προσφέρει στον οποιοδήποτε επιστήμονα, πάντοτε υποψήφιο για να φέρει μια καταστροφή μέσω της τεχνολογίας. Κοιτάζοντας έξω από το εικαστικό πλαίσιο, ό,τι αφορά δηλαδή σε σκηνικά και θεματολογία, ο κινηματογράφος τότε γινόταν αντιληπτός με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τα πράγματα που έδιναν ουσία στο έργο, δεν ήταν οι ερμηνείες, ο τόνος της φωνής και η σωστή άρθρωση του ηθοποιού. Νόημα δίνανε η μουσική επένδυση, η οποία κατευθύνει άμεσα το συναίσθημα του θεατή, αλλά και η έκφραση. Λέγοντας έκφραση, εννοούνται οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου, η στάση του σώματος, η ένταση στα μάτια των ηθοποιών. Λίγα λόγια πέφτανε σε πλακέτες σύντομες, ενώ, πολλές φορές, δε μπορούσες να συγκρατηθείς και προσπαθούσες να διαβάσεις τα χείλια του ηθοποιού.
Πέρα από αυτά τα χαρακτηριστικά, το κινηματογραφικό κοινό δε γνώριζε τίποτα περισσότερο. Ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές αυτής της μορφής κινηματογράφου, ήταν ο μεγάλος και πολυαγαπημένος ηθοποιός και σκηνοθέτης, Charlie Chaplin. Ακόμα κι όταν η ομιλία ήταν δυνατό να ηχογραφηθεί και να ενσωματωθεί στα κινηματογραφικά έργα, ο Charlie Chaplin διατήρησε τον παραδοσιακό τρόπο. Έτσι, το 1936, έχουμε και τους «Μοντέρνους καιρούς», έργο που βγήκε ενώ υπήρχε ομιλών κινηματογράφος και παρόλα αυτά κράτησε το «βουβό» του χαρακτήρα. Άλλωστε, ο ίδιος έλεγε πως ένας ηθοποιός μπορεί να αναδείξει το υποκριτικό του ταλέντο μόνο μέσα από την έκφραση και την κίνηση. Η ομιλία ήταν περιττή για εκείνον.
Σε ένα τέτοιο μοτίβο και κάτω από αυτό το πρίσμα παρακολουθούμε και την ταινία του Michel Hazanavicius, ο οποίος μας τοποθετεί μπροστά στα μάτια των ηθοποιών εκείνης της μεταβατικής περιόδου, από τη δεκαετία του ’20 στη δεκαετία του ‘30, από τον βουβό στον ομιλούντα κινηματογράφο.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Jean Dujardin, είναι ξεκάθαρα το παράδειγμα του ηθοποιού που υπέστη το πλήγμα αυτής της αλλαγής. Ένας σταρ του βουβού κινηματογράφου, με μεγάλες επιτυχίες και μεγάλη πείρα στο χώρο του, βρίσκεται μπροστά σε αυτό το τεχνικό χάσμα που δημιουργείται με την έλευση της ομιλίας. Η προσαρμογή ενός «βουβού» ηθοποιού στο νέο τεχνολογικό σκηνικό δεν είναι ό,τι πιο εύκολο. Νέα μορφή κινηματογράφου απαιτεί και νέα πρόσωπα. Η επίθεση του πρωταγωνιστή στον παραγωγό του και η άρνησή του να δεχθεί οποιαδήποτε αλλαγή στην καριέρα του, φέρνει μπροστά στα μάτια μας όλη την ψυχολογία του καλλιτέχνη, που κλονίζεται, που χάνει τα δεδομένα μπροστά από τα μάτια του.
Από την άλλη, ένα καινούργιο πρόσωπο, φρέσκο και νεανικό, κάνει την εμφάνισή του στο χώρο. Η Bérénice Bejo, ενσαρκώνει το νέο, το πρωτοποριακό. Μια πανέμορφη νεαρή, με μεγάλο ταλέντο στο χορό αλλά και στην υποκριτική, ξεκινάει τη δική της καριέρα στον ομιλούντα πλέον κινηματογράφο. Αυτόματα, ξεκινά και μια έχθρα της παλιάς γενιάς ηθοποιών έναντι στη νέα. Μια έχθρα και μια αντιζηλία που φέρνει τον Jean Dejurdin κοντά στην αυτοκαταστροφή, μη μπορώντας να αποδεχθεί τη φυσική ροή και μεταβολή των πραγμάτων. «Make way for the young» είναι η φράση με την οποία προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του για την κατάσταση που επικρατεί.
Ο πρωταγωνιστής μας δεν είναι ο μόνος που πλήττεται φυσικά από αυτή την αλλαγή. Μεγάλη αποδοκιμασία δέχεται και το πρόσωπο της συμπρωταγωνίστριάς του στις βουβές ταινίες, Penelope Ann Miller, η οποία ενσαρκώνει με τη σειρά της το ψεύτικο, το εικονικό της εποχής. Αυτό που παρουσιάζεται λαμπρό και φινετσάτο, αλλά μέσα του κρύβει τόση δυστυχία και ένα μεγάλο αίσθημα ανεκπλήρωτου για τα πάντα. Παράλληλα, όμως, είναι και το κατάλληλο παράδειγμα του θύματος ενός τέτοιου συστήματος, που προβάλλει και καλλιεργεί μόνο την εικόνα, το «φαίνεσθαι» των ανθρώπων.
Επειδή όμως όλα στις ζωές μας αλλάζουν, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, και όλα βρίσκουν τη θέση τους στο τέλος, η ταινία προσφέρει την κατάλληλη λύση τόσο στην ψυχολογία ενός ξεπεσμένου πλέον ηθοποιού όσο και στο ενοχικό στοιχείο που κατακλύζει το νέο κινηματογραφικό πρόσωπο της ιστορίας μας, το οποίο δε μπορεί να προχωρήσει κάνοντας απλά πέρα το παρελθόν του. Η λύση δίνεται με ένα ντουέτο χορού, το οποίο προσφέρεται από τον Jean Dejurdin και την Bérénice Bejo, και αφήνει άφωνο όλο το επιτελείο γυρισμάτων. Με έναν τέτοιο τρόπο ενώνεται το παλιό, σταθερό και παραδοσιακό στοιχείο με το καινούργιο, το σύγχρονο, το πρωτοποριακό.
Με πολύ χιούμορ αλλά και με έντονες συναισθηματικές στιγμές κάνουμε ένα ταξίδι μέσα στις ψυχολογίες και τις πράξεις όλων αυτών των ανθρώπων του κινηματογραφικού χώρου, οι οποίοι βιώνουν μια τρομερή, για τα δεδομένα τους, μεταβολή. Έτσι, μας παρουσιάζεται ο ρόλος του καλλιτέχνη, το ήθος του και η αυτοεκτίμησή του μέσα σε έναν τέτοιο χώρο. Και όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά για να μπορέσει κάποιος να καθορίσει τον εαυτό του, όχι μόνο στον επαγγελματικό του χώρο, αλλά και σε ένα σύνολο ανθρώπων γενικότερα, ή ακόμα και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Παρά τα παραστρατήματα και τα επιπόλαια ξεσπάσματα του Dejurdin, στο τέλος δέχεται την αλλαγή, δέχεται τη ροή των πραγμάτων και συνεχίζει να κάνει αυτό που αγαπά βρίσκοντας έναν άλλο δρόμο. Και σε αυτό το σημείο φαίνεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη, τόσο για τον ίδιο, όσο και απέναντι στο κοινό του: παρά τις αντιφάσεις, παρά τις μεγάλες εσωτερικές συγκρούσεις που μπορεί να βιώνει, βρίσκει πάντα τον τρόπο του να εμφανίζεται μπροστά στο κοινό του, να ξαναστέκεται στα πόδια του και να δίνει τον καλύτερο του εαυτό. Σε αυτό έγκειται η δύναμή του.
Η ταινία αυτή, που σάρωσε στα βραβεία Oscar, είναι, κατά τη γνώμη μου, μια από τις καλύτερες ταινίες της σύγχρονης παραγωγής. Τα αισθήματα του κοινού είναι αντίρροπα παρόλα αυτά: υποστηρικτές της ταινίας θεωρούν αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι μια ταινία του 2011 έχει τα κότσια να πάει κόντρα στο σύγχρονο κατεστημένο του Hollywood, ενώ, από την άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη ότι τα Oscar δόθηκαν μόνο και μόνο για το γεγονός ότι ήταν διαφορετική, κι όχι γιατί η σκηνοθεσία και η θεματολογία άξιζαν κάποια βράβευση.
Ο «Καλλιτέχνης» είχε πράγματι μεγάλο θάρρος, για να πάει κόντρα σε όσα ξέρει η σύγχρονη γενιά γύρω από τον κινηματογράφο, και το ρίσκο που πήρε ήταν μεγάλο. Κανένα στοιχείο δεν μαρτυρούσε ότι μια τόσο διαφορετική ταινία, για τα σημερινά δεδομένα, θα είχε επιτυχία και αναγνώριση. Μέσα από μια ταινία σαν κι αυτή, μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε τις ρίζες και τις απαρχές όσων ξέρουμε σήμερα, αλλά τις επιδράσεις που είχαν οι εκάστοτε αλλαγές στο χώρο αυτό σε προσωπικότητες καλλιτεχνών, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπων.
«Ηθοποιός σημαίνει φως»
Η ταινία αυτή, λοιπόν, με την έντονη κινηματογραφική μουσική της, που στάθηκε αντάξια των ταινιών του Chaplin, κατάφερε να μας πάει κάτι δεκαετίες πίσω και να τη «ντύσουμε αυθαίρετα» με τη μουσική του Χατζιδάκι και να ψελλίσουμε παρέα με το Δημήτρη Χορν:
«Ηθοποιός σημαίνει φως…
Είναι καημός πολύ πικρός,
Και στεναγμός πολύ μικρός»
Αυτό που καταφέρνουν ο Jean Dejurdin από το The Αrtist και ο Δημήτρης Χορν αντίστοιχα, είναι πως δεν ξέρουμε αν ήταν καλοί άνθρωποι ή κακοί. Αν ήταν ιδιόρρυθμοι ή στριμμένοι.
Εκείνο που ξέρουμε είναι εκείνο που βλέπουμε αποτυπωμένο στο πανί, στην οθόνη. Το ξετύλιγμα του ταλέντου τους που ήταν μεγάλο και αδιαμφισβήτητο.
Συνολικά στην υποκριτική του πορεία, ο Χορν μετέδιδε έντονα συναισθήματα συνδυασμένα πάντα με ποιότητα, υψηλό γούστο και καλαισθησία. Ήταν κάπου ανάμεσα στον Φάουστ, έτσι όπως τον υποδύθηκε στο «Αλίμονο στους νέους», στον Κλέωνα του «Μια ζωή την έχουμε», στον Παύλο της «Κάλπικης Λίρας» που ήθελε να ζωγραφίσει το «σ’αγαπώ»… της Έλλης Λαμπέτη.
«Έλα στο φως, παίζω θα δεις,
είμαι σοφός, μην απορείς,
έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις
είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ βαθύς»
———-
***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…