Της Παρασκευής Παπαγιάννη

Για κάποιο λόγο σχεδόν πάντα όταν ακούω για τσιμέντο μου έρχεται στο νου το τέλος του “Jeux D’ Enfants”. Οι πρωταγωνιστές αδυνατουν να συνυπάρξουν, να πάρουν ευθύνη των συναισθημάτων τους και μετά από χρόνια καταστροφικά και εκδικητικά παιχνίδια αποφασίζουν ότι ο κοινός θάνατος είναι ο μόνος τρόπος να είναι ουσιαστικά “μαζί”. Εισβάλλουν σε μια οικοδομή την ώρα που πέφτουν τα μπετά και θάβονται μαζί αγκαλιασμένοι στο τσιμέντο. Την πρώτη φορά που είδα αυτήν την ταινία, ένιωσα στο τέλος ότι πνίγηκα. Δεν ήταν όμως μόνο ότι είχα συνηθίσει μέχρι τότε να προσδοκώ και να παίρνω ένα πιο “ικανοποιητικό” τέλος στις φανταστικές ιστορίες που κατανάλωνα. Ήταν και η (τότε ασαφής) αίσθηση που είχα ότι η ζωτικότητα των χαρακτήρων αυτών είχε διαστραφεί από κάτι το οποίο ήταν πολύ μεγαλύτερο από τους ίδιους.

Οι συνυποδηλώσεις που έχει το τσιμέντο στην καθομιλουμένη δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα καλές. Θυμάμαι τη διαρκή συζήτηση για την τσιμεντούπολη και το μπετόν αρμέ και από μικρή το είχα συνδεδεμένο με την ασχήμια,την κατήφεια και τη βία. Με την απρόσωπη χρηστικότητα που απεκδύεται τη λεπτομέρεια και την τρυφερότητα, τη διάκριση. Με την πυκνοκατοίκηση και την αγχωμένη οικονομία του χώρου. Με την επιτακτικότητα της παραγωγικότητας, της ατομικής δύναμης και την ακαμψία που ταξινομούν τους ανθρώπους ανάλογα με την συνεισφορά τους “στο στόχο”. Με τη γκριζάδα. Με την επιταγή για ακινησία. Με τα πράγματα που δε σε αφήνουν να αναπνεύσεις γενικά.

Στο “Jeux D’ Enfants” οι ήρωες προτίμησαν να μην αναπνέουν γιατί η αγάπη τους ήταν δύσκολη. Ίσως και να είναι λογικό: σε μια εννοιολόγηση της ζωής στην οποία το νόημα (ή οι επιλογές που σου εμφανίζονται εν είδει token choice) περιορίζεται στη δουλειά και τον recreational έρωτα, η αγάπη μπορεί να γίνει αφόρητη. Σε μια οικονομία στην οποία ο έρωτας εξορίζεται στον καταναλωτικό ελεύθερο χρόνο ως ρομαντική χίμαιρα ή ως οιονεί δωρεάν αγαθό, κάπως όπως η τηλεόραση (βλ Netflix and Chill) ίσως και επαχθής για κάποιους. Η ζωτικότητα δε συμπαθεί αυτού του είδους την θνησιγενή αδράνεια. Η παραγωγικότητα και η αέναη ανάπτυξη όμως ναι. Και γι’ αυτό δε συμπαθεί τη δημιουργικότητα. Για την ακρίβεια τη μισεί με αγριότητα. Παρόλο που είναι ίσως η πιο έντιμη και συνολική λύση στο να υπάρχεις ως άνθρωπος. Κι αν όχι μόνη της, τότε σίγουρα ως δομικό υλικό που γεμίζει τους αρμούς του χρόνου. Όμως το τσιμέντο κάνει ότι του λες. Η δημιουργικότητα όχι. Δεν κάνει κάν ότι της λέει ο δημιουργός.

Εκεί γύρω στο 2012 κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Αθήνας πολύ δύο ταγκ: Το ένα ήταν το “βασανίζομαι” και το άλλο ήταν το “έρωτας ή τίποτε”. Τo δεύτερο φιγούραρε και στο διεθνή τύπο https://www.bbc.com/news/world-20105881. Η Ελλάδα ως άλλη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Είχα προσπαθήσει θυμάμαι τότε να φανταστώ την οριακή χώρα στην οποία ο υποβόσκων εμφύλιος απειλούσε να γίνει εμπράγματος. Μου έμοιασε όντως με τη δική μου αυτή η χώρα στην οποία το έκδηλο μίσος του Ναζισμού για την τέχνη κατέταξε την όπερα των Kurt Weill και Georg Kaiser, Der Silbersee: ein Wintermärchen στα Entartete Musik: στα είδη της μουσικής που θεωρούσε βλαβερά και διεφθαρμένα. Όπως όμως πολύ εύστοχα γράφει η Corina Stan εδώ https://aeon.co/essays/tact-is-most-important-when-living-with-others-gets-hard?fbclid=IwAR0Hs45UCpBYS6Ha3Jrp_fuMb_SoctW3egO6mMFgdU2kAp3xojn1OecOGbE “Το να αποτάσσεσαι την ιδιαιτερότητα ενός άλλου ανθρώπου [η μιας δημιουργίας] αποτελεί ‘υπέρτατο λάθος’ (supreme wrong).

Ίσως να είναι σε πολλούς γνωστός ο αστικός μύθος ότι ο Χίτλερ είχε επιχειρήσει χωρίς επιτυχία να εισαχθεί στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση του θέματος βέβαια προς συγχώρηση ή επεξήγηση εδώ θα ήταν όχι μόνο άτοπη αλλά και επικίνδυνη. Το θέμα όμως του εκνευρισμού, της διαστρέβλωσης και εν τέλει του ευτελισμού του προσώπου (ως δομική έννοια για την κατανόηση των σχέσεων σε επίπεδο υπαρξιακό αλλά και επίπεδο πολιτικό, δικαίου και οργάνωσης) μέσα από την καθυπόταξη του σε άκαμπτους προγραμματικούς λειτουργικούς ρόλους και χρονομετρημένες εκτονώσεις είναι κεντρικό στην σημερινή πολιτική οικονομία (με όποιο όνομα κι αν έχει αποφασίσει να την αποκαλεί κανείς).

Ο Otto Rank είχε μιλήσει για τον ελλειματικό καλλιτέχνη (artiste manque) ως το πρότυπο του νευρωτικού ανθρώπου. Σύμφωνα με τους ορισμούς ο ελλειματικός, ή ο εκνευρισμένος, καλλιτέχνης είναι εκείνος από τον οποίο λείπει η συγκρότηση ώστε να πραγματώσει το δημιουργικό δυναμικό του. Μη έχοντας τους πόρους και την στήριξη, τη βασική άνευ όρων αποδοχή να το επιτύχει αυτό, στρέφεται (εξ’ ανάγκης) σε νευρωτικές λύσεις τις οποίες περιγράφει πολύ καίρια ο Rollo May ως την φανταστική ανεδαφική συναλλαγή με το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου ως εξής: “Αν δε ζήσω, μου υπόσχεσαι πως δε θα πεθάνω;”. Έτσι κι η οικονομία της αιώνιας ανάπτυξης μοιάζει διεστραμένα να λέει: “Αν δε δημιουργήσω μου υπόσχεσαι πως δεν θα καταστραφώ;”. Έτσι κι η πολιτική της καταστολής και αποτελεσματικότητας: “Αν δεν αντιμετωπίσω τα όρια της δύναμής μου, μου υπόσχεσαι πως δεν θα αποτύχω; Αν ρίξω σε όποιον δε μου μοιάζει και δε συμφωνεί μαζί μου μπόλικο τσιμέντο και ακραίο θεσμικό μίσος, μου υπόσχεσαι πως θα νιώσω Θεός; Αν κάψω όλα τα βιβλία και απαγορεύσω όλες τις παραστάσεις που φαντάζονται εναλλακτικούς κόσμους μου υπόσχεσαι πως δε θα διαταραχθεί η πρόσκαιρη/επίφοβη/ανέντιμη λύση που έχω βρεί για τον εαυτό μου; Αν σταματήσω να περιεργάζομαι και να αμφιβάλλω, μου υπόσχεσαι πως δε θα χρειαστεί να δουλέψω ποτέ ξανά στη ζωή μου; Μου υπόσχεσαι ότι το δικό μου Jeux D’ Enfants θα έχει ένα τέλος ακριβώς όπως το θέλω;”

Επιστρέφοντας στο Der Silbersee δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από μια έντονη χαρμολύπη η οποία λέει ότι πρέπει να ξέρει κανείς για τη ζωτικότητα απέναντι στην διάχυτη νομιμοποίηση της ενόρμησης του θανάτου. Στο τέλος του έργου μια εκ των τριών πρωταγωνιστών τραγουδάει πριν το απονενοημένο διάβημα των ηρώων να διασχίσουν προς βέβαιο θάνατο τη λίμνη που περιβάλλει τον τόπο της αιχμαλωσίας τους: “Δραπετεύεις απ’ τη φρίκη/ Αυτό μπορεί να καταστρέψει ότι θεωρούμε δεδομένο/ Όμως το φύτρο της δημιουργίας θα παλέψει να ζήσει/ Και όλα αυτά μπορούν να είναι ένα ξεκίνημα/ Και παρόλο που ο χρόνος μετατρέπει τη μέρα μας ξανά σε νύχτα/ Οι σκοτεινές ώρες θα περάσουν και πάλι/ Θα χαράξει ένα λαμπρό φως”.

Όταν έμαθα ότι εκκενώθηκε από την ΕΛ.ΑΣ. το εμβληματικό Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός δεν παραξενεύτηκα. Αναρωτήθηκα τι σημαίνει για μένα το γεγονός ότι δεν παραξενεύτηκα. Για το επίπεδο της εμπλοκής μου στα πράγματα. Ήταν μούδιασμα και συμμόρφωση ή ενημερότητα; Η άμεση απάντηση μου ήταν ότι έχω συνηθίσει να το βλέπω αυτό γύρω μου. Όταν το σκέφτηκα περισσότερο άρχισαν να έρχονται τα συναισθήματα. Ήταν αυτά που θα περίμενε και θα όφειλε κανείς. Το σφίξιμο και ο θυμός. Και τότε σκέφτηκα αμέσως το τσιμέντωμα που έπεσε στα παράθυρα. Σκέφτηκα τη βία που περιέχει αυτό το υλικό και αυτή η πράξη. Σκέφτηκα (όχι ομολογουμένως για πρώτη φορά) ότι ζω σε μια βίαιη πόλη που βιάζεται και βιάζει, που κινείται με ογκώδη αδράνεια. Εν τέλει ζω σε μια βίαιη χώρα. Και ας λένε ότι υπάρχουν πολύ χειρότερες, αυτό δεν κάνει τη δική μου καλή.

Δεν υπάρχει όμως τίποτε πιο οδυνηρό από την άρνηση μας να αποδεχτούμε το γεγονός ότι μπορούμε καλύτερα και να το πραγματώσουμε. Ότι αυτό που έχουμε συνηθίσει είναι αφύσικο και βαθύτατα άδικο. Ότι η δουλειά της αγάπης και κατ’ επέκτασιν της δημιουργικότητας δεν είναι να κατακτά ή να κερδίζει οριστικά, αλλά να επιστρέφει και με κάθε επιστροφή να μεταμορφώνεται, όμορφα, δυναμικά και αναπάντεχα, με σθένος συμμετρικό και αμετανόητο απέναντι σε αυτό που προσπάθησε να την εξουδετερώσει. Ότι αυτή η επιστροφή είναι η επανάσταση. Κι ότι μέσα στο φαινομενικά ανίκητο status quo πάντα θα σαλεύουν πράγματα. Γιατί αν υπάρχει κάτι στο οποίο υστερεί ακόμη και το πιο πάνοπλο εξελιγμένο δομικό υλικό απέναντι στο έμβιο και το ζωντανό, αυτό είναι η βούληση και η επιθυμία για το απίθανο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here