Της Παρασκευής Παπαγιάννη

Τις τελευταίες μέρες δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου αυτό που άκουσα πρόσφατα απ’ το παιδάκι μιας φιλικής οικογένειας. Ο μικρός τρέλα! Χαδιάρης, γεμάτος σπιρτάδα. Ένα παιδάκι που αγαπώ πολύ. Όμως πάνω στο παιχνίδι του τον άκουσα να λέει με σφιγμένες τις γροθιές και τα δόντια “Μισώ τα κορίτσια! Θέλω να πεθάνουν!“. Μετά τον είδα ζαβολιάρικα, τρυφερά να φιλάει μια ζωγραφιά ενός όμορφου κοριτσιού σε ένα από τα βιβλία του. Κι ύστερα πάλι να σφίγγει τα δόντια. Απόλυτη σύγχυση. Ένιωσα πραγματικό άγχος παρατηρώντας τον. Αναρωτήθηκα πως να φτάνουν στα αυτιά των παιδιών οι γυναικοκτονίες. Πως τις φιλτράρουν οι ενήλικες της ζωής τους. Πως τις μεταδίδουν. Μετά σκέφτηκα τη δική μου εμπειρία, ως πλέον “ενήλικο παιδί”…

Άκουσα από πολλούς ανθρώπους της γενιάς των γονιών μου φέτος ότι η προβολή των γυναικοκτονιών ευθύνεται επί της ουσίας για τον πολλαπλασιασμό τους. Αυτή η άποψη σε κάποιες περιπτώσεις είχε ειλικρινή πόνο. Είχε ανησυχία για την αποτρόπαια και στυγνή αφαίρεση της ζωής τόσων γυναικών μέσα σε μια χρονιά.

Όταν σκάλισα λίγο παραπάνω τις συζητήσεις αυτές κατάλαβα ότι το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η ασάφεια των συνομιλητών μου, η απόσταση από το γεγονός. Απόσταση συναισθηματική και όχι πραγματική. Η “τύφλωση” αυτή, σκέφτομαι σε μια γενιά η οποία είδε μόλις πριν μερικά χρόνια να διατυπώνεται νομικά η πιθανότητα του βιασμού σε έγγαμο πλαίσιο, δεν αφορά έλλειψη πληροφορίας ή και βιωμάτων. Αφορά κάτι άλλο. Θα είχε κάποιο νόημα να κάνουμε ο καθένας στους δικούς μας ένα μικρό βασικό μάθημα στατιστικής; (η συσχέτιση δεν ισούται με την αιτιότητα, κλπ κλπ). Να περιγράψουμε το πλέγμα παραγόντων εντός του οποίου η αύξηση των γυναικοκτονιών και η αυξημένη δημοσιότητα συνυπάρχουν; Ψιλά γράμματα ή αυτονόητα για τους “έξυπνους”.

Προφανώς και δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτονόητα όμως. Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη αυτονόητο ότι η έμφυλη βία απαιτεί με διαδικασίες κατεπείγοντως έναν σαφή επίσημο ορισμό, αυστηρότητα και καθαρότητα ποινών και μηχανισμών, έτσι ώστε να μην ακούμε τους μπαλάσκες να ορμηνεύουν τους λεβέντες, και τις κιτρινοφυλλάδες να μιλάνε για “εγκλήματα πάθους” και “οικογενειακές τραγωδίες”.

Όμως τον τελευταίο καιρό διαπιστώνω ότι συχνά οι ίδιοι που υποφέρουν με την προβολή των γυναικοκτονιών εκφέρουν και την άλλη “δημοφιλή” άποψη για τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης: “Γιατί δε μίλησαν νωρίτερα; Τώρα το θυμήθηκαν;” Ο υπαινιγμός αφορά πάντα την πιθανή εργαλειοποίηση εκ μέρους των γυναικών της επικαιρότητας προς όφελός τους. Σε ένα θεωρητικό σύμπαν χωρίς τριβές και “ενοχλητικές” παρεμβαίνουσες μεταβλητές η κατηγορηματικότητα προς μια η άλλη κατεύθυνση θα ήταν προφανώς άστοχη. Και πράγματι σε ένα επίπεδο η αγιοποίηση και η απανθρωποποίηση είναι και οι δύο όψεις της έμφυλης (καθώς και της ρατσιστικής και πολλών άλλων τύπων) καταπίεσης και καταστολής. Όμως η επιμονή αυτή τη στιγμή στις “αποχρώσεις” είναι στην καλή περίπτωση ανεύθυνη. Όταν το δεδομένο μας είναι 17 γυναικοκτονίες μέσα σε μια χρονιά (συγχωρέστε με αν έχω χάσει το μέτρημα), η συζήτηση δεν είναι φιλολογική αλλά φλέγουσα. Δεν είναι θέμα φίμωσης ή πόλωσης, αλλά θέμα διαχείρισης κρίσης.

Έβρισκα πάντα ενδιαφέροντα τα χαρακτηρισμό “ισαποστάκιας”. Είναι αυτός ο ναι και όχι, ο “ας μην το χρωματίσουμε μωρέ”, ο “και στην τελική να κοιτάει ο καθένας τη δουλειά του”. Νομίζω ότι είναι ένας από τους χειρότερους που μπορούν να σου απευθύνουν. Αλλά και από τους πλέον εύκολους. Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στο ανοιχτό πνεύμα και την παραίτηση από την άσκηση ηθικών επιλογών. Κι ίσως σ’ αυτό το ρήγμα είναι που φοβόμαστε οι περισσότεροι να πατήσουμε. Ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σε επίπεδο ποπ κουλτούρας μια κακή κατάχρηση της ηθικής πολυπλοκότητας.

Στις περιπτώσεις όπου γίνεται με τις σωστές προθέσεις και τη σωστή έρευνα και ανάπτυξη χαρακτήρων το moral ambiguity μπορεί πράγματι να έχει ως αποτέλεσμα μια ιστορία που κάνει αυτό που οφείλουν να κάνουν οι ιστορίες: να “σπάει τα μάγια” όπως θα έλεγε και ο Martin Shaw στο Courting The Wild Twin, να μας αποδεσμεύει από τα αόρατα δεσμά των κακών αφηγήσεων που μας καθηλώνουν σε κακέκτυπες πραγματικότητες. Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος που απαιτεί από εμάς μεγάλη εγρήγορση και κριτική ικανότητα. Μια κακή (ή και δόλια) χρήση και αναπαραγωγή της αμφισημίας μας οδηγεί στην παράλυση. Μας διατηρεί καταπιεσμένους και λίγους. Μας διατηρεί, έμμεσα η άμεσα καταπιεστές, εκεί που μας παίρνει κι εκεί που μπορούμε “να μην καταλαβαίνουμε” τη συνενοχή μας και τις συνέπειές της, εκεί όπου δεν ξέρουμε ποιές ακριβώς είναι οι συντεταγμένες του πεδίου άσκησης της πραγματικής μας δύναμης.

Όπως διάβασα σε μια σελίδα που μου αρέσει πολύ “Όλοι από κοντά είναι άνθρωποι. Αγαπούν τη μαμά τους, το προνόμιό τους και τις τηγανητές πατάτες”. Ο εξανθρωπισμός μας και η συλλογική μας εξέλιξη δε θα προέλθει από το άσκοπο και συναισθηματικό zoom in σε άρρωστες ισορροπίες. Δε θα προέλθει από τη λανθασμένη και επιλεκτική επιείκεια. Κυριότερα δεν θα προέλθει από το να δείχνουμε επιείκεια εκεί όπου εντοπίζεται εξουσιαστικό πλεόνασμα. Κι όχι γιατί πρέπει να χάσουμε την ευαισθησία μας και να πετάξουμε τη συνθετότητα και την ηθική πολυπλοκότητα στα αζήτητα, αλλά γιατί πρέπει να αναγνωρίζουμε τις στιγμές κρίσης και να δρούμε με αποφασιστικότητα και καθαρότητα πάνω σε αυτές.

Η μόνη περίπτωση λοιπόν στην οποία θα μπορούσαμε να μιλάμε σε συλλογικό και δημόσιο πλαίσιο (και όχι καλλιτεχνικό ή δικογραφικό) για αποχρώσεις θα ήταν αν η σεξουαλική κακοποίηση και η έμφυλη βία ήταν η απόλυτη εξαίρεση στον κανόνα. Αν η ασέβεια, η παρενόχληση και η σωματική βία πάνω σε έμφυλα κριτήρια πέρα από ποινικά κολάσιμη ήταν και κοινωνικά επαίσχυντη μεταξύ των αντρών και των οικείων τους. Η αμφιβολία στο σήμερα δεν έρχεται λοιπόν να εμπλουτίσει την αντίληψή μας αλλά να υποδαυλίσει μια ακόμη ηθικά νομιμοποιημένη (και σε έξαρση) κατάσταση. Δεν αποτελεί ένδειξη υγιούς σκεπτικισμού αλλά συνενοχή. Και η συνενοχή δεν έχει καμία σημασία αν προέρχεται από τη σύγχυση ή από τη σύμπνοια. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Επιστρέφοντας στο παιδάκι των φίλων μου αναρωτιέμαι ξανά, (σαν ενήλικο παιδί) πως συζητάνε τα παιδιά μεταξύ τους γι’ αυτό το θέμα όταν δεν ακούνε οι ενήλικες. Όταν δεν εποπτεύονται από τη “λογική”. Αναρωτιέμαι με φόβο, αλλά και ελπίζω στην αλλαγή. Με τι χρονικούς ορίζοντες δεν μπορώ να ξέρω. Θα ήθελα να πιστεύω όμως ότι η τωρινή αγριότητα, ο τωρινός φόβος, η τωρινή συναισθηματική ανασφάλεια και ασάφεια που σίγουρα φτάνει στα παιδιά, μπορεί, είναι δυνατόν, να λάβει την προσοχή, τη σαφήνεια και την μεταμορφωτική στοργή που απαιτείται και να δείξει το δρόμο για πιο υγιείς σχέσεις: Πιο (ουσιωδώς!) άφοβες, ισότιμες και συμπεριληπτικές σχέσεις. Σχέσεις που θα ενδυναμώνουν και θα προχωράνε αυτούς οι οποίοι ευτυχούν να τις ονειρευτούν, να τις επιδιώξουν, να τις κερδίσουν και να τις ζήσουν. Που θα είναι διαδικασία αμοιβαίας μάθησης και όχι σωματικής, διανοητικής και συναισθηματικής επιβολής. Που θα πατάνε γερά πάνω στην πραγματικότητα και θα την προεκτείνουν.

Αυτή δεν είναι μια ιδεαλιστική, ουτοπική συζήτηση. Ή μπορεί άμεσα να σταματήσει να χαρακτηρίζεται ως τέτοια. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει στο σήμερα μην κάνουμε βήμα πίσω και να πούμε συλλογικά εμείς ως ενήλικες μεταξύ μας αυτό που συμβαίνει με το όνομά του. Για να μη χάσουμε το μέτρημα. Για να μπορέσουμε να βρούμε μαζί και το όνομα της λύσης του. Πάμε άλλη μια φορά λοιπόν. Λέγεται γυναικοκτονία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here