Της Παρασκευής Παπαγιάννη

Σκέφτομαι την έκφραση που έχω ακούσει πολλές φορές εν είδει αστείου, η οποία αναφέρεται σε πανταχού παρούσες κακές αισθητικές η παράταιρες συμπεριφορές. “Nowhere is safe”. “Δεν έχεις που να κρυφτείς από το κακό” είναι μια ελεύθερη μετάφραση η οποία τον τελευταίο καιρό έχει πάρει στο μυαλό μου κάποιες άλλες διαστάσεις. Κάποια στιγμή σκέφτηκα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι μάλλον ο σκοπός είναι να γίνουμε με τον έναν η τον άλλο τρόπο όλοι “αστυνομικοί”. Θα μας προσλάβουν όλους. Και κάπως έτσι θα είμαστε όλοι μαζί ασφαλείς ανασφαλείς. Θα ήταν ένα καλό σενάριο για δυστοπική κωμωδία. Και αν η επιστημονική φαντασία έχει κάποια τάση αυτή είναι να βρίσκει διέξοδο στην πραγματική ζωή.

Υπάρχει μια διπλή αντίστροφη πάλη σε ότι αφορά την “ασφάλεια” και είμαστε αυτήν την περίοδο σε μια ιδιόρρυθμη σχέση με αυτή την έννοια και με τις πρακτικές που αναπτύσσονται γύρω από αυτήν. Είναι ξεκάθαρο τα τελευταία χρόνια ότι με κάθε τρόπο τα πράγματα ωθούνται στην απώλεια του δημόσιου χώρου. Είτε με πρόσχημα υγειονομικό, είτε με το πρόσχημα της περιβαλλοντικής/αστικής αναβάθμισης, είτε με την επίκληση στην “παραβατικότητα των μειοψηφιών”, αυτό το οποίο παγιώνεται ως πραγματικότητα και ως “έννομη τάξη” είναι η συρρίκνωση του χώρου ο οποίος προσφέρεται για ελεύθερη και μη-προγραμματική κοινωνική συνεύρεση και ζύμωση. Το να βρίσκεσαι κάπου όπου “δεν έχεις συγκεκριμένο λόγο να βρίσκεσαι” και κοινωνική/ταξική υπαγωγή που να σου δικαιολογεί την είσοδο εξελίσσεται, αν όχι σε ευθέως αξιόποινο γεγονός, τότε σε άβολη και ανεπιθύμητη κατάσταση. Ακόμη περισσότερο, όταν προστίθενται στην πρόσβαση είτε σταδιακά (μέσα από την σιωπηλή παραχώρηση σε ιδιωτικά συμφέροντα) είτε πιο άμεσα με την καταβολή αντιτίμων, περιορισμοί με βάση οικονομικά κριτήρια.

Στη συζήτηση για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία έχει γίνει ad nauseam αναφορά στη “νομιμότητα” και στην “κοινωνική νομιμοποίηση” την οποία υποτίθεται ότι αναζητούν απεγνωσμένα “περιθωριακές ομάδες” ως “αυτόκλητοι λαϊκοί τιμωροί”.  Ακούμε διαρκώς όρους που περιστρέφονταν γύρω από την “αλητεία” και παράλληλα την υποτιθέμενη απόσταση των τωρινών γεγονότων και της τρέχουσας ιστορικής συγκυρίας από αυτήν της Χούντας. Δεν έχουμε λόγο υποτίθεται να αντιδρούμε στην παρουσία της Αστυνομίας και να μπερδεύουμε το “άσυλο” με το “άβατο”. Σχεδόν μας λένε ότι (ενώ το γενικό πλαίσιο αφορά μια όλο και πιο κατασταλτική αντιμετώπιση της δημόσιας παρουσίας των πολιτών στο φυσικό χώρο) η συζήτηση για τη Χούντα είναι πασέ. Στο σημείο που βρισκόμαστε όμως, δυστυχώς το πιο ενοχλητικό δεν είναι το ότι ακυρώνεται ένα νωπό και άγριο ιστορικό τετελεσμένο, μαζί με τις προεκτάσεις και τα ραδιενεργά κατάλοιπά του στη σημερινή κοινωνία. Το πιο επικίνδυνο είναι ότι επιχειρείται, πάλι μέσα από μια συζήτηση για “νομιμοποίηση”, να αποδοθούν στο σύνολο των πολιτών αντανακλαστικά τα οποία δεν συμμερίζονται.

Σε ότι αφορά το δημόσιο Πανεπιστήμιο, η μη-ταύτιση μερίδας των φοιτητών ιδεολογικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο δεν αποτελεί ένδειξη νομιμοποίησης της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, πόσο μάλλον απόδειξη της αναγκαιότητάς της. Το γεγονός ότι το δημόσιο Πανεπιστήμιο ως ελάχιστος εναπομένων δημόσιος χώρος αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις καταφύγιο για ευπαθείς ομάδες από τη μία, και μετατρέπεται σε πεδίο βίαιων εκτονώσεων από την άλλη θα έπρεπε να κινήσει εντελώς διαφορετικά αντανακλαστικά αφού καταδεικνύει έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας στην πρώτη περίπτωση και πολιτική μεθόδευση στη δεύτερη. Ο χαρακτηρισμός του δημόσιου Πανεπιστημίου ως “θέατρο βίας” είναι μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού από το γεγονός ότι η βασική ασφάλεια, υγεία, αυτοπραγμάτωση και ποιότητα ζωής των πολιτών δεν είναι το πρώτο μέλημα των πολιτικών αποφάσεων και οι αυτουργοί του δεν είναι όπως θα αντιστοιχούσε δακτυλοδεικτούμενοι. Η “αυθαιρεσία των μειοψηφιών” απλά δεν είναι μια έκφραση που θα απευθυνόταν με την ίδια ευκολία στην οικονομική και την πολιτική ελίτ.

Η υποχρεωτική ταύτιση του αντιεξουσιαστικού χώρου (όσο πολυφορεμένη και διάφανη και αν είναι) με την ανομία και τη βία είναι επίσης μια ρητορική που δεν παύει να επιστρατεύεται από θιασώτες μιας ασφυκτικής ωραιοποίησης του δημόσιου χώρου που βασίζεται εξ’ ορισμού στον αποκλεισμό αυτών που θέτουν υπό λειτουργική και συμβολική διερώτηση τις οικονομικές, δομικές και τελετουργικές συμβάσεις που ενστερνίζονται οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές η αντίληψη για την ανομία δεν αφορά το αξιόποινο αλλά την “όχληση” και κυρίως την αισθητική όχληση. Είναι πολύ καίριο εδώ το ότι κοινωνιολογικά η “ανομία” δεν αφορά την παράβαση του νομικού πλαισίου, αλλά την κοινωνική απελπισία, την έλλειψη δίκαιης “νομής” που οδηγεί σε φαινόμενα κοινωνικής αποδιοργάνωσης.

Οι ίδιοι που δεν ταυτίζονται με την αισθητική της “ανομίας” ωστόσο είναι συχνότατα οι ίδιοι είναι που μπορεί να γελάσουν ειρωνικά με την πολιτική ορθότητα και την πρακτική της ανάπτυξης των “safe space” στα Πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών, διαβλέποντας την υπερβολή στην ευθιξία και την υπερβολική διανοητικοποίηση του ιδεολογικού διαλόγου στα (κατά τ’ άλλα καθαρά κι αξιοζήλευτα, χωρίς γκραφίτι και αναρχικά στέκια) campus της Δύσης. Αυτό όμως το οποίο εμφανίζεται ως υπερευαισθησία, περιχαράκωση και ανωριμότητα σε ένα πλαίσιο στο οποίο υποτίθεται ότι συντελείται ακαδημαϊκή εκπαίδευση και έρευνα είναι κάτι πολύ βαθύτερο.

Είναι γνωστή διατύπωση στην ψυχαναλυτική θεωρία το γεγονός ότι αυτό το οποίο εμφανίζεται ως υπερβολική αμυντικότητα και ευαισθησία αντικατοπτρίζει αλλά και εμπεριέχει τεράστια δυναμική βίας. Εν προκειμένω η ανάγκη εντός ιδιωτικών ιδρυμάτων για θέσπιση άτυπων χώρων “ασφάλειας” καταδεικνύει το πόσο η ακραία ιδιωτικοποίηση (του δημόσιου χώρου, των αγαθών και κατ’ επέκτασιν της γνώσης και των συναισθημάτων) είναι μια τρομακτική και μάταιη άσκηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η αποκλειστικότητα σε μια κοινωνία, τόσο συμμετρικά συρρικνούμενη η πραγματική βάση της ασφάλειας που αντιστοιχεί σε κάθε πολίτη. Κι αν σε κάποια κράτη η επίθεση εδράζεται στο φαντασιακό και το ενδοψυχικό, σε μια χώρα με ακόμη λιγότερο προοδευτική επίφαση, η αυτοέκφραση, ή η μη-συμμόρφωση σε πρότυπα και υπαγωγές μπορεί να θέσει σε πραγματικό κίνδυνο αυτή τη βάση ασφάλειας, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν μας είναι ξένο στην Ελλάδα του 2022 με τα πολύ πρόσφατα τραγικά παραδείγματα ρατσιστικής, έμφυλης και ομοφοβικής βίας που συντελέστηκαν από άτομα και ομάδες που λειτουργώντας ως ευάλωτοι -νοικοκυραίοι και πατριώτες- έφτασαν στη δολοφονία.

Η αποχώρηση και η εκδίωξη από το δημόσιο χώρο, η ακραία επιτήρηση και η ένταξη της ανασφάλειας και αναγκαστικής εμπιστοσύνης στο “ιδιωτικό” και το “ίδιον” δεν επιχειρεί μόνο να περιορίσει τα συμβάντα αλλά και τους μάρτυρες της συστημικής βίας: συναινεί στην απώλεια της κοινής συνείδησης και της βασικής ασφάλειας ότι “ακούω αυτό που ακούς, και βλέπω αυτό που βλέπεις” χωρίς την υποχρέωση της απόλυτης συμφωνίας. Η αφαίρεση της βάσης αυτής είναι κάτι απέναντι στο οποίο τα αντανακλαστικά μας πρέπει να είναι άγρυπνα και οι απαντήσεις μας σαφείς. Οι αποδόσεις οικουμενικής συναίνεσης που απαιτούνται από το σύνολο της κοινωνίας αυτή τη στιγμή είναι επικίνδυνες. Διαφωνούμε κάθετα και οριζόντια. Αλλά συνυπάρχουμε και εμπλουτιζόμαστε μέσα από τη διαφωνία σε μεγάλο βαθμό χάρη στους ελεύθερους δημόσιους χώρους. “Δεν έχεις που να κρυφτείς απ’ το κακό”. Είναι δεδομένο ότι αν βγω από το σπίτι μου θα συναντήσω κάτι άλλο από τον εαυτό μου. Και εν τέλει ακριβώς αν μπορώ ακόμη να λέω ειρωνικά “Nowhere is safe”, αν μπορώ να βρεθώ σε ασυμφωνία χωρίς να κινδυνεύσει το είναι μου, είμαι ασφαλής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here