Γράφει η Πέννυ Γέρου
www.musiccorner.gr
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013
Τα οπωροφόρα της Αθήνας
Όπως κάθε Σεπτέμβρη, μια τόσο δα νοσταλγία μας πιάνει όλους για το καλοκαίρι που πέρασε. Ευτυχώς εδώ στην Ελλάδα ο καιρός μας κάνει την καλή, κι έτσι νομίζουμε πως κρατά λίγο παραπάνω. Μα τα ξυπνητήρια και η Αθήνα που γεμίζει σιγά σιγά μας θυμίζουν πως… είναι ώρα να μπουν τα κεφάλια μέσα.
Η αλήθεια είναι ότι πολύς κόσμος δεν πήγε φέτος διακοπές. Παρόλα αυτά, έστω και για δύο ή τρεις μέρες, όλοι βρήκαν μια άκρη, κάποιο χωριό ή εξοχικό φίλου κι έφυγαν όπως όπως. Έτσι, τις μέρες γύρω από τον 15αύγουστο βλέπεις την Αθήνα άδεια… Δρόμοι γεμάτοι το χειμώνα, όπως η Πανεπιστημίου, γνωρίζουν επιτέλους τι πάει να πει ησυχία.
Μια από αυτές τις όμορφες και ανατριχιαστικές ήσυχες νύχτες, περπάτησα κι εγώ στην Αθήνα. Έτσι σκέφτηκα τον ήρωα του Σωτήρη Δημητρίου στη νοβέλα του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», την οποία έκανε εικόνα ο αγαπημένος Έλληνας σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος. Τον ήρωα υποδύθηκε ο Νίκος Κουρής, δίνοντάς του μια όψη καρικατούρας.
Τον ήρωα αυτό τον αγαπώ για διάφορους λόγους. Ενώ σαν πλοκή η ταινία δε δίνει πλούσια στοιχεία που θα σε αφήσουν άναυδο, ο ήρωας διαγράφεται πολύ χαρακτηριστικά με έναν κωμικό σχεδόν τρόπο. Δεν είναι ένας άνθρωπος που βλέπει κανείς συχνά στην Αθήνα. Ίσως και να μην το συναντήσουμε ποτέ. Μα εγώ θέλω να πιστεύω πως υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.
Κάπου διάβασα να τον χαρακτηρίζουν φρουτολάγνο και βαδιζομανή! Ε, λοιπόν, δε μπορώ να βρω πιο ακριβείς χαρακτηρισμούς. Είναι ο παράξενος τύπος, ανατριχιαστικός για κάποιους αστούς, που τριγυρνά στην Αθήνα και χτενίζει κάθε στενό περπατώντας στα στενά της δοκιμάζοντας… φρούτα από τα οπωροφόρα της πόλης!
Ομολογώ ότι μέχρι να δω την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, δεν είχε σκεφτεί ποτέ πόσα οπωροφόρα έχει αυτή η πόλη. Κολωνάκι, Νεάπολη, Φάληρο, Λεωφόρος Συγγρού, Λυκαβηττός και άλλες γωνίες της Αθήνας προσφέρουν στον ήρωα τους πιο ζουμερούς καρπούς, σύκα, μανταρίνια, ρόδια, πορτοκάλια, τζίτζιφα. Ο ήρωας απλά απλώνει το χέρι και κόβει με μεγάλη ευχαρίστηση τους καρπούς, ενώ τους τρώει και είναι τόσο ρομαντική και αφελής φιγούρα που… δακρύζει από τη νοστιμιά τους!
Τόσο ειρωνική φιγούρα σε ένα τόσο αστικό περιβάλλον. Μια φιγούρα που καταφέρνει να βρει αυτό το αθώο στοιχείο της πόλης, με αποτέλεσμα να καταντά γελοίος κερδίζοντας ταυτόχρονα τη συμπάθειά μας.
Έτσι όπως έβλεπα λοιπόν τις περιηγήσεις του ήρωα, ήρθε στο μυαλό μου η φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, σε ένα τραγούδι από τη χρυσή εποχή του τρίο Τσανακλίδου – Νικολακοπούλου – Κραουνάκης, να παρακαλά «Πάμε κάπου»… Έτσι παρακαλούσα κι εγώ θυμάμαι μετά την ταινία. Παρακαλούσα τους φίλους μου να πάμε κάπου στην Αθήνα, οπουδήποτε.
Πάμε κάπου, πάμε κάπου
μη με πας στου Φιλοπάππου,
μη με φέρνεις απ’ το Γκάζι, βρε
για Θησείο, με πειράζει, βρε.
Πάμε λίγο, πάμε λίγο
κάτι μ’ έπιασε να φύγω,
Κυριακή στην Κηφισίας, βρε
μια φωνή απελπισίας, βρε.
Τελικά, όμως, δεν ήταν και οπουδήποτε… Την ίδια στιγμή που σε πιάνει αυτή η τάση και η ανάγκη της φυγής, συνειδητοποιείς πόσο σε πληγώνει αυτή η πόλη. Ο πυρετός της πόλης, η κίνηση, οι υστερίες, η βιασύνη. Μα πάνω απ’όλα; Οι αναμνήσεις.
Πάμε όλοι, πάμε όλοι
άλλη πόλη μες στην πόλη,
Κυριακή στον Παρθενώνα, βρε
με δικά μας δακρυγόνα, βρε.
Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε σε κάποιο ανθισμένο μέρος την Αθήνας, ρίχτε μια ματιά στα οπωροφόρα της, μην τη φοβάστε μόνο… Ανθίζουν γύρω μας.
———-
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…