Γράφει η Πέννυ Γέρου
www.musiccorner.gr
Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα

Κάθε φορά που αποφασίζω να ξαναδώ μια ταινία, σκέφτομαι πως δε θα είναι σαν την πρώτη φορά. Ο καιρός έχει περάσει, η σκέψη μου έχει αλλάξει, κάποια πράγματα που μου περνούσαν απαρατήρητα, αυτή τη φορά θα μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον και το αντίστροφο. Όταν πρόκειται μάλιστα για ταινίες που το κλάμα σχεδόν επιβάλλεται στα τελευταία είκοσι λεπτά, σκέφτομαι πως δεν είναι δυνατόν να ξανακλάψω… Άλλωστε, ξέρω τι θα γίνει, η ψυχολογία μου είναι μάλλον προετοιμασμένη.

Μα, αυτό δε συμβαίνει πάντα. Και το περίεργο είναι ότι κάθε φορά που δε συμβαίνει, βρίσκομαι προ εκπλήξεως…

Αν η ταινία για την οποία έκανα τον πρόλογο, θα μπορούσε να πάρει ένα όνομα, αυτό θα ήταν «Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα» (2008), βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του John Boyne. Πρόκειται για μια από τις πιο δημοφιλείς ταινίες και τις πιο χαρακτηριστικές, όσον αφορά στη θεματολογία της.

Το concept είναι γνώριμο για την κινηματογραφική παραγωγή τον τελευταίο μισό αιώνα. Για άλλη μια φορά εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια των θεατών γεγονότα, σκηνικά, καταστάσεις, ακόμα και παρασκήνια, από τη ματωμένη σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας, στα χρόνια της εδραίωσης και εξάπλωσης του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Ουκ ολίγοι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι έχουν προσπαθήσει να προσεγγίσουν τις στιγμές εκείνες της ιστορίας, άλλοτε με σκοπό την επίδειξη της σκληρότητας, κι άλλο με σκοπό την παρουσίαση απόκρυφων πτυχών διάφορων προσωπικοτήτων της εποχής.

Ο Mark Herman όμως, έκανε κάτι, που, ως τότε, δεν το είχα ξανασυναντήσει. Δεν έδωσε την καρδιά των γεγονότων ούτε μέσα από τη ζωή σπουδαίων προσωπικοτήτων, ούτε μέσα από αυτή των φανατισμένων ιδεολόγων – ακόλουθών τους. Από την ταινία του δύσκολα αποκομίζει κανείς βιογραφικά ή ιστορικά στοιχεία για την εποχή. Παίρνει σίγουρα, όμως, ένα γερό μάθημα μέσα από τα μάτια δυο οκτάχρονων παιδιών.

Η επιλογή του παιδικού στοιχείου δεν είναι τυχαία. Η σκέψη ενός παιδιού είναι πολλές φορές πολύ πιο σωστή, πολύ πιο «ανθρώπινη» από αυτή ενός έμπειρου, καλλιεργημένου ή αξιωματούχου ενήλικα. Η ηλικία των οκτώ του Bruno (Asa Butterfield), για παράδειγμα, είναι η ηλικία που αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω του, να αισθάνεται το διπλανό του και σιγά σιγά να αναπτύσσει και την ενσυναίσθηση. Όλα τα κοινωνικά φίλτρα έρχονται αργότερα ή απλά έχουν καθυστερήσει. Ο Bruno, βουτηγμένος σε μια οικογένεια εθνικοσοσιαλιστική, με πατέρα στρατιώτη της Ες Ες, μπορεί ακόμα να καταλαβαίνει, πως το να χτυπάς και να φωνάζεις σε έναν άνθρωπο επειδή σου λέρωσε με κρασί τη στολή σου, δεν είναι σωστό, δεν είναι λογικό, δεν πρέπει να γίνεται.

Σ’ αυτό όμως, ίσως φταίνε και οι μητέρες… Αλλά κανείς δε μπορούσε να φανταστεί, ούτε η μητέρα του στρατιώτη.

«Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν όλα είναι φταίξιμο δικό μου, που σου έφτιαχνα όλες αυτές τις στολές για τα σκετσάκια σου, όταν ήσουν μικρός. Συνήθιζες να λατρεύεις όλο αυτό το μασκάρεμα. Σε κάνει ακόμα να νιώθεις ξεχωριστός, αγαπημένε μου Ralph; Η στολή… και ότι αυτή εκπροσωπεί;»

Μέσα στο σπίτι όλοι ξεχωρίζουν τους Εβραίους εργάτες. Όλοι εκτός από τον Bruno. Δε μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι Εβραίος και ποιος όχι. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει τίποτα να ξεχωρίσει. Για το Bruno όλοι είναι όπως θα ήταν για το φυσιολογικό ανθρώπινο μάτι: άνθρωποι που τον περιβάλλουν καθημερινά, ο καθένας με το δικό του ρόλο. Γι’ αυτό και μόλις γνώρισε τον Shmuel, το μόνο που του φάνηκε παράξενο ήταν το όνομά του. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά γιατί δεν το είχε ξανακούσει στο δικό του περιβάλλον.

Προσπερνώντας το παράξενο όνομα, ο Bruno γίνεται φίλος με τον Shmuel. Κάθε μέρα συναντιούνται στο σύνορο, που χωρίζει το κτήμα γύρω από το σπίτι του Bruno από την κατασκήνωση Εβραίων εργατών που βρίσκεται ο μικρός Shmuel. Το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα ανάμεσά τους όμως δεν είναι εμπόδιο. Ακόμα κι όταν ο Bruno μαθαίνει πως θα έπρεπε να θεωρεί κάθε Εβραίο εχθρό, ακόμα δε βρίσκει κανένα εμπόδιο για να πηγαίνει κάθε απόγευμα στο συρματόπλεγμα και να περιμένει το μικρό παράξενο φίλο του.

Κι όταν ο Bruno θα τον προδώσει, ο Shmuel θα δεχθεί τη συγγνώμη του. Κι εκεί ο Herman θα μας δώσει μια από τις πιο συμβολικές, δυνατές σκηνές…

Κι είναι αυτές οι στιγμές που καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά τα παιχνίδια παίζονται πολύ ψηλότερα από την ανθρώπινη φύση και πολύ πιο μακριά από τα πρώτα κοινωνικά σκιρτήματα του ανθρώπου. Τόσο μίσος, τόση βία και τόσος εξευτελισμός δεν είναι φυσική συνέχεια ούτε κοινωνική αναγκαιότητα. Καμία τέτοια μορφή συμπεριφοράς δε μπορεί να ισχυρίζεται ότι συμβάλλει στην πρόοδο και τη βελτίωση της ζωής ενός έθνους, μια κοινότητας, ούτε καν ενός και μοναδικού ατόμου.

Όταν βλέπεις ένα σωρό γυμνά σώματα, απροστάτευτα, τρομαγμένα, με ένα βήμα βιαστικό, αλλά και διστακτικό ταυτόχρονα – πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι το βήμα όσων σπρώχνονται σε ολοκληρωτική ταπείνωση και βασανιστικό θάνατο; -, σκέφτεσαι όλα αυτά τα σώματα που χάθηκαν σε κάθε «ιερό» πόλεμο, έτσι ξαφνικά και άμαχα…

Έχω πεθάνει δυο χιλιάδες έξι φορές
σε κάθε πόλεμο που έγινε με κυνηγούσανε ορδές
Είμαι ο άμαχος που πάντα πεθαίνει, πάντα φοβάται
πάντα με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμάται
Είν’ ο ρόλος που μου δόθηκε αυτός απ’ το Θεό
να πεθαίνω για κάθε πόλεμό τους ιερό
έχω πεθάνει σε μία από τις σταυροφορίες
πέρασαν από πάνω μου τρεις αυτοκρατορίες
θυμάμαι κι όσο θυμάμαι, φοβάμαι τις νύχτες εκείνες
όταν μάτωναν τ’ αυτιά σου απ’ τις σειρήνες
και μετά μέσα στις γνώριμες κατακόμβες
κι από πάνω μου τόνοι από τσιμέντο και βόμβες
Άκου να δεις, εδώ κάτω δε ζητείται ελπίς
όταν θα ξαναγίνει πόλεμος πρέπει να σηκωθείς
για να πεθάνεις πάλι μονάχος κάποιο βράδυ
ήμουν παιδί όταν βομβάρδισαν το Βελιγράδι

Κι έτσι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σκοτώθηκαν για κάποιο λόγο «ιερό», κάποιο λόγο «ανώτερο», κάποιο συμφέρον, παίρνουν ένα πρόσωπο μέσα από το κομμάτι των Στίχοιμα με το Χρήστο Θηβαίο: το πρόσωπο του Άμαχου. Είναι το πρόσωπο εκείνο που γεννιέται μέσα στα χρόνια μόνο για να πεθάνει σε κάποιον ακόμη πόλεμο, σε κάποια άκρη του πλανήτη. Είναι κάτι σα ρόλος που του έχει ανατεθεί. Κι αφού ο Θεός το επιτρέπει, ο Άμαχος συνεχίζει να κοιμάται για να ξυπνήσει πάλι σε κάποιο άλλο Ολοκαύτωμα…

Έχω πεθάνει στ’ ολοκαύτωμα χωρίς να φταίω
αντί για δάκρυα βγαίνει αίμα απ’ τα μάτια μου όταν κλαίω
ήμουν παιδί στη Παλαιστίνη τη νύχτα εκείνη
έγινα μάρτυρας γιατί τίποτα δεν μου ‘χε μείνει
η ζωή μου στους αιώνες μοιάζει με ποίημα
με τη κοπέλα μου πέθανα αγκαλιά στη Χιροσίμα
ή στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, εντάξει
τουλάχιστον εσείς πουλάτε F-16
ήμουν Αρμένιος την ώρα που μας έσφαζε ο Κεμάλ
και μοναχός επί κομμουνισμού κάπου στο Νεπάλ
και είπα όχι πάλι, όχι άλλο σκοτάδι
αφήστε με να κοιμηθώ λιγάκι για ένα βράδυ
Αύριο πάλι, σε μία μάχη νέα
θα με ξυπνήσουν να πεθάνω στο Ιράν ή τη Κορέα
Ειμ’ ο άμαχος που πάντα πεθαίνει, πάντα φοβάται
πάντα με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμάται 

Το κομμάτι αυτό τυγχάνει να έχει την ίδια επίδραση με την εν λόγω ταινία. Κάθε φορά που το ακούω, ανατριχιάζω ολόκληρη, πονάω, ασφυκτιώ, εξοργίζομαι…

Δυστυχώς, ο Άμαχος είναι από τα πιο διαχρονικά πρόσωπα της Ιστορίας μας. Από την πρώτη του πτώση, θα έπρεπε να είχαμε μάθει κάτι. Θα έπρεπε να τον είχαμε προστατεύσει από ό,τι ακολούθησε. Το πιο περίεργο, όμως, και το χειρότερο όλων είναι πως, απ’ ό,τι φαίνεται, ακόμα δεν έχουμε μάθει τίποτα… Κάποιοι άνθρωποι δε θα δίσταζαν σήμερα κιόλας να σημαδέψουν, να μαχαιρώσουν, να βιάσουν, να ξυλοκοπήσουν τον Άμαχο, για ακόμα μια φορά.

——————-

***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή φωτογραφιών, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here