Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης
Φωτογραφίες: Ζέτα Χιώτη

Η Ελευθερία Πάτση είναι ένα υπέροχο πλάσμα της Μυρτώς Κοντοβά. Και δεν είναι προϊόν της φαντασίας της, αλλά μια  ταλαντούχα και ζωηρή ερμηνεύτρια με μεταδοτική ενέργεια. Την “κατέβασε” η Μυρτώ από Θεσσαλονίκη κι η Ελευθερία έγινε Αθηναία με τρόπο δημιουργικό. Έδωσε υπόσταση σ’ ένα τρελό playlist του νου της Κοντοβά και έλαβε  χειροκρότημα, αγάπη, κοινού μετάνοια και –υποθέτω– ακριβές και ξάστερες αθηναϊκές στιγμές. Όλο το παραπάνω μεταφράζεται ως “χημεία” και παραδίδεται σαν ψυχικό μάθημα στο «Σταυρό του νότου club». Χημεία ερμηνευτή, δημιουργού και μουσικών. Χημεία κοσμοθεωριών και απόψεων για τη ζωή. Διόλου υπερβολικό. Το μουσικό πρόγραμμα τίθεται «εν τω χρόνω» κατά Χάιντεγκερ λεγόμενο. Παίρνει θέση με τα τραγούδια που επιλέγονται  και τον τρόπο που παρουσιάζονται.


Από αυτή τη χημεία τα (χημικά) στοιχεία που αντέδρασαν εντός μου ήταν η εισαγωγή – πάντρεμα τραγουδιών που υμνούν μιαν «όμορφη πόλη», ο αργός χορός πάνω στην «πίστα από φώσφορο», η εξαιρετική  (!) εισαγωγή στο «Μιλώ για σένα», η ερωτοτροπία του μπουζουκιού με τη τζαζ. Η Πάτση λιτή με την κιθάρα της μόνη να τραγουδά, του Σουγιούλ το «χαράμι» σε πιάνο, φωνή και απλό προβολέα, τα πλήκτρα στο «Ναύτης βγήκε στη στεριά», το μπαγλαμαδάκι, ο «καημός» και το “Σιγά μην κλάψω”, η τσαμπούνα, η τσαμπούνα,  η τσαμπούνα, η Μυρτώ Βασιλείου κι η Βίκυ Καραντζόγλου με την Ελευθερία  στη «σκανδάλη» και το «χορέψετε – χορέψετε» μαζί με «τα λόγια και τα χρόνια»  που φανέρωσαν την Πάτση ως διασκεδάστρια και μαχητική ερμηνεύτρια, ο «Αιγόκερως» και όλα τα νέα κομμάτια Κοντοβά – Τούντα – Πάτση και πολλά άλλα που χρήζουν αυτοψίας.


Η Ελευθερία είναι η θερμή οικοδέσποινα. Τραντάζεται,  χορεύει κι αστειεύεται. Είναι αυθόρμητη και πειραχτήρι. Είναι αισθαντική και κινείται άνετα από μπαλάντα σε παραδοσιακό κι από ρεμπέτικο σε blues και swing. Όλα τούτα θα ήταν απίθανα χωρίς την εξαιρετική ορχήστρα και τα μουσικά πειράγματα του Βαγγέλη Τούντα.

Τον τελευταίο πρέπει να τον θυμάστε, γιατί έχει πολλά να δώσει. Έδωσε blues νότα σε ρεμπέτικο, το έκανε αγνώριστο και εν τούτοις διατήρησε  -όπως και κάθε διασκευή του – την εξωστρέφεια του ρεμπέτικου, την ουσία και το ωραίο, το αληταριό του. Σεβάστηκε ο,τι έλαβε και πάντρεψε τα ταμπεραμέντα όλων των συντελεστών σε μουσική αρτιότητα. Παρουσίασαν και τα καινούργια κομμάτια σε μουσική δική του και στίχους της Μυρτώς. Αδυναμίες προσωπικές το “Δεν έχω λόγια” (ειδικά εκείνο το στιχάκι: “ένα αμάξι πέρασε – η Αθήνα γέρασε”) και το “Άγριο Πάθος” (λατρεμένο το χορευτικό σόλο ). Τα είπανε δύο φορές, γιατί το ζητήσαμε.


Το κοινό ανοιχτό. Αρχικά σφιχτό. Μα οι δημιουργοί με ηγεμονεύουσα την ερμηνεύτρια είναι υπεύθυνοι για το ξεκλείδωμα, το πανάκριβο που το θυμάσαι μετά στο δρόμο περπατώντας και σε κάνει ευγενικό προς τη ζωή. Γιατί αρχικά έρχεσαι από την τύρβη του, κάθε μέρα εξαντλημένος. Στο τέλος έφυγα ελαφρύς κι αφηρημένος. Με όλη την ομορφιά που έχει αυτή η αφηρημάδα, όπου δεν σκέφτεσαι κάτι ορισμένο. Τι να ορίσεις άλλωστε σε στιγμή που η στιγμή γίνεται αξιομνημόνευτη; Εκεί μονάχα ζεις. Απλά. Ωραία.

Κι επιστρέφω στην εν τω χρόνω τοποθέτηση του προγράμματος. Από την αρχή  μέχρι το τέλος το πρόγραμμα αναβλύζει την εξευγενισμένη αλητεία της Κοντοβά και τη σοφία ενός δημιουργού που δε μένει στα Ηλύσια πεδία,  αλλά σε αυτόν τον χωρόχρονο, όπου χαθήκαμε και ψαχνόμαστε μα δεν πρέπει να ξεχνάμε τα ουσιώδη. Παρέα, αγάπη, φιλιά,  ξενύχτι,  λογισμό, όνειρο και πράξη, έρωτα κι όλα τα ωραία και εποικοδομητικά άσχημα.


Το αίσθημα που κοινώνησα μ’ εξόπλισε μ ένα ποτήρι κρασί, με δύο πόδια να πηγαίνουν σε ρυθμό, με μια γυριστρούλα ψυχή, μαντεύτρα ιδανικών και μαθήτρια των ωραίων της νύχτας. Η Κοντοβά και κατ’ επέκταση όλη η ενέργεια των συντελεστών φανερώνουν όχι απλά μια πηγαία τρέλα, αλλά κάτι βαθύτερο: μια αποφασιστική ορμή προς τη ζωή. Για να το πω απλά : ό,τι ακολούθησε της βραδιάς αυτής, θα μπορούσε να είναι κλείσιμο επεισοδίου στα «υπέροχα πλάσματα» της Κοντοβά. Δρόμος, μπύρα, τηλέφωνο (γιατί η φωτογράφος την έκανε μ’ αμάξι) σε φίλη που καταλαβαίνει την ελαφράδα σου και θα ακούσει την ανάλυση της νύχτας, περπάτημα και τα φώτα της πόλης. «Η Αθήνα γέρασε» («ο κόσμος γέρνει, γκρεμίζεται», που λέει κι ο Σαίξπηρ), μα «άγριο πάθος» κυνηγάμε –ειδικά μετά από τέτοιες μουσικές νύχτες- και την ξανανιώνουμε.


Αυτή την Κυριακή 11 Μαρτίου, μια τέτοια νύχτα θα επαναληφθεί…


*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here