Γράφει η Τζίνα Παπαμιχαήλ
Φωτογραφίες Χαρά Γερασιμοπούλου

Η τρίτη μέρα του ελληνικού φεστιβάλ ήταν πολύ διαφορετική από την προηγούμενη, κυρίως λόγω της αναμενόμενης μεγάλης προσέλευσης, καθώς τα δυο πιο δυνατά ονόματα όπως των Volbeat και Iron Maiden ήταν ο πόλος έλξης για τους περισσότερους. Οι πόρτες άνοιξαν νωρίτερα καθώς και τα live ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα από την προηγούμενη μέρα. Ακούστηκαν πάντως παράπονα για την έλλειψη χώρων στάθμευσης και φυσικά για την ζέστη καθώς ήταν αδύνατον να την παλέψει κανείς κάτω από τον μεσημβρινό ήλιο για να παρακολουθήσει τα πρώτα συγκροτήματα. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, οι περισσότεροι ήταν εξοπλισμένοι με ψάθες για να κάτσουν κάτω από κανέναν ίσκιο, αντιηλιακά και καπέλα ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που πέρασαν σαντουιτσάκια και αλκοόλ στη ζούλα για να αποφύγουν τα άθλια μπέργκερ που μονοπωλούσαν το φεστιβάλ και το 5ευρω της μπίρας. Παρόλα αυτά, οι πρώτες παρέες κατέφθασαν ήδη από τις 13:00 και έπιασαν τα πόστα τους ανάλογα στη μεγάλη και μικρή σκηνή αντίστοιχα.

Το πρώτο ελληνικό γκρουπ, οι RollinDice έκανε την εμφάνιση του όπως ήταν προγραμματισμένο, στις 14:00 το μεσημέρι και παρόλη την ανυπόφορη ζέστη, είχε συγκεντρωθεί στην μικρή σκηνή περισσότερος κόσμος από την προηγούμενη μέρα. Σε αυτό ίσως να συνέβαλε το γεγονός πως η συγκεκριμένη μπάντα έχει δημιουργήσει το κοινό της, ύστερα από πολυάριθμες εμφανίσεις της και την αξιοπρεπή παρουσία της ιδιαίτερα με το ντεμπούτο άλμπουμ τους “Way to the Sun”. Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως Blues Heavy Rock Band. Πρόκειται για ένα τρίο σε κιθάρα, μπάσο, ντραμς με ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα και καλοδουλεμένα κομμάτια με ήχο που θυμίζει αρκετά 70’s καθώς οι επιρροές του είναι από Sabbath, Purple, Zeppelin και άλλα γκρουπ της δεκαετίας αυτής. Τα 45 λεπτά που βρίσκονταν στην σκηνή κύλησαν πολύ ευχάριστα και συνέβαλαν στην ευχάριστη έναρξη της μουσικής αυτής ημέρας.


Ακολούθησε ένα διάλειμμα περίπου μισής ώρας, όπου αρκετοί ήταν αυτοί που έσπευσαν νωρίς να προμηθευτούν tokens για να μην πήξουν στη συνέχεια περιμένοντας στις ουρές.

Στις 15:30, ανέβηκαν στην μικρή σκηνή οι WEB, μια μπάντα που κινείται στους άξονες του Dark / Death / Goth / Black Metal, και που μετράει χρόνια παρουσίας στην εγχώρια σκηνή ήδη από το 2002. Η παρουσία τους ήταν αρκετά εντυπωσιακή τόσο από θέμα μουσικής επίδοσης όσο και από θέμα παρουσίας, καθώς ανέβηκαν στη σκηνή βαμμένοι, με καπνούς κόκκινους και μια ατμόσφαιρα αρκετά black. Ιδιαίτερη λοιπόν παρουσία με δικό της κοινό, που απ΄ότι φαίνεται αψήφησε τη ζέστη και τους θαύμασε από κοντά. Έπαιξαν κυρίως κομμάτια από τον τελευταίο τους δίσκο “Τartarus”.


Tη σκυτάλη πήραν οι Βρετανοί Monument εκπροσωπώντας το βρετανικό True Heavy Metal, σε μια προσπάθεια αναβίωσης του, με δημιουργό της μπάντας και front man, τον Έλληνα Peter Ellis. Έπαιξαν συνολικά εννέα κομμάτια από όλους τους δίσκους με τελευταίο αυτόν του 2018, με τίτλο: “Hellbound”. H μπάντα είχε μια αξιοπρόσεκτη δυναμική σκηνική παρουσία με αρκετούς fans ολόγυρα, κάποιοι μάλιστα από τους οποίους φόραγαν μπλουζάκια του συγκροτήματος, που ξεχώριζαν με τα εντυπωσιακά, έντονα γραφικά. Ωστόσο οι περισσότεροι χαλαρά τους παρακολούθησαν, γύρω από τη μεγάλη σκηνή και στον πευκόφυτο χώρο του παλιού vip καθώς η ζέστη ήταν αφόρητη. Πληροφορίες λένε πως η συγκεκριμένη μπάντα προωθείται αρκετά από τους Maiden, παρόλα αυτά πρόκειται όντως για μια αξιόλογη προσπάθεια, όπου ξεχώρισε το έντονο καθαριστικό ντουέτο και το μελωδικό μπάσο, που δικαίως μπορεί να εμπνεύσει το συνολικό μουσικό αποτέλεσμα, τη νέα γενιά των Metal heads.


Το επόμενο συγκρότημα που ανέβηκε στην σκηνή του Vibe stage και ενώ η ώρα είχε φτάσει ήδη 17.30 ήταν οι The Raven Age, μια αγγλική μελωδική μπάντα από το Λονδίνο, με κιθαρίστα των George Harris, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον γιο του μπασίστα Steve Harris των Iron Maiden και οι οποίοι δεν είναι η πρώτη φορά που παίζουν support τόσο στους Maiden όσο και στους Tremonti! Παρόλα αυτά η σκηνική τους παρουσία ήταν αρκετά δυναμική αφού πρόκειται για μια μπάντα με αρκετά μεταλλικά μελωδικά riff και γεμάτη ενέργεια. Προσωπικά πάντως, μου φάνηκαν αρκετά κουραστικοί, συν το γεγονός ότι η διάρκεια της εμφάνισής τους κράτησε περίπου στα 60 λεπτά κάτι το οποίο οδήγησε αρκετούς να κινηθούν προς τη μεγάλη σκηνή όπου ετοιμάζονταν να ανέβουν οι Tremonti.


Ο βιρτουόζος λοιπόν Αμερικανός κιθαρίστας Mark Tremonti, γνωστός από τις προηγούμενες μπάντες ως lead guitarist στους Creed και Alter Bridge μαζί με το σχήμα του που χρονολογείται από το 2011, τους Tremonti, ανέβηκε στο Τerra stage στις 18.45 και για μια ώρα περίπου «βομβάρδισαν» το κοινό με τις μουσικές τους, ανεβάζοντας τον παλμό με κατάληξη να δημιουργηθούν αρκετά pits και να επικρατήσει πανζουρλισμός.

Έπαιξαν περί τα 12 κομμάτια και η έναρξη έγινε με το “Another Heart” από τον δεύτερο δίσκο της μπάντας του 2015 “Cauterize”. Ακολούθησαν το “You waste your time” που ξεκίνησε με το δυναμικό παίξιμο των drums Garrett Whitlock και συνεχίστηκε με τα δυνατά riff των Mark Tremonti και του Eric Friedman στην δεύτερη κιθάρα. Στο “catching fire”νομίζω, έγινε ένα δυνατό headbanging, ενώ το μετέπειτα “Flying monkeys”κι αυτό από τον δεύτερο δίσκο της μπάντας έκανε ιδιαίτερη αίσθηση.

Γενικά το παίξιμο τους ήταν αρκετά δυνατό και άρτιο με μελωδικά φωνητικά του Tremonti που το απογείωσε. Tελευταίο τραγούδι το “Wish you well” από τον πρώτο δίσκο “All I was”, ενώ ο κόσμος άρχισε να μοιράζεται o μισός κατευθυνόμενος προς το vibe stage, όπου ετοιμάζονταν να κάνουν την εμφάνισή τους οι Volbeat και ο άλλος μισός κρατώντας πόστο μπροστά μπροστά στο terra stage για την εμφάνιση των Iron Maiden!


Τελευταία μπάντα που έκλεισε το Vibe stage το βράδυ εκείνο, οι πολυαναμενόμενοι και πολυαγαπημένοι από το μεγαλύτερο μέρος των metal fans, Volbeat. Για πρώτη φορά λοιπόν στην Ελλάδα, ήρθαν να ικανοποιήσουν την επιθυμία χιλιάδων οπαδών τους, να τους δουν και να τους ακούσουν ζωντανά, γι αυτό και όσοι τελικά κατέφθασαν, έδειξαν ποικιλοτρόπως τον ενθουσιασμό τους. Μια μπάντα που απαριθμεί στο ενεργητικό της ήδη έξι δίσκους, με τραγουδιστή και κιθαρίστα τον Δανό Michael Poulsen που ξεκίνησε την καριέρα του σε μια death metal μπάντα, και αργότερα ήταν ο υπεύθυνος για τη δημιουργία των Volbeat, ένα ιδιαίτερο κράμα heavy metal, hard rock με αρκετές δόσεις rockabilly. Aξίζει εδώ να αναφέρουμε πως ο lead guitarist, o Αμερικανός Rob Caggiano, που εκτός των άλλων είναι και παραγωγός, είχε υπάρξει και κιθαρίστας των Anthrax. Το background λοιπόν των μελών της μπάντας αρκετά σκληρό, έχει κερδίσει όμως με τον ιδιόρρυθμο ήχο του τον σεβασμό από την μεταλλική κοινότητα, σε εσωτερικό και εξωτερικό, αναδεικνύοντας την στις πιο αξιόλογες του είδους της.

Προσωπικά αν και τους αναγνωρίζω, θεωρώ αρκετά επιφανειακά τα κομμάτια τους, θυμίζοντας αρκετά social distortion και στο στήσιμο της μπάντας και στο μουσικό ύφος αν και αρκετά αναμιγμένο με πιο μεταλλικές πινελιές. Παρόλη λοιπόν την προκατάληψή μου, βρέθηκα στις πρώτες σειρές μπροστά-μπροστά για να νιώσω τα vibes του live, καθώς όταν τους είχα δει πριν ένα μήνα στο Graspop Festival του Βελγίου είχα περιοριστεί στη γιγαντοοθόνη αρκετά μακριά από την κεντρική σκηνή καθώς λίγο αργότερα προτίμησα να δω τους Parkway Drive.

Ωστόσο, με το που ξεκίνησε το “The Devils Bleeding Crown” o κόσμος άρχισε να χοροπηδά και να γίνεται ένας μικρός χαμούλης ο οποίος κορυφώθηκε έπειτα από ορισμένα κομμάτια, ανάμεσα τους το γνωστό “Lola Montez”. Αφού έπαιξε το “The lonesome Rider” στο “Sad Man’s Tongue” έκανε μια αναφορά στον Johnny Cash και το πόσο πολύ τον θαύμαζε. Με τα επόμενα κομμάτια που ακολούθησαν, και κυρίως με την έναρξη του “Slaytan” άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα pits τα οποία συνεχίστηκαν καθ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Το vibe του κόσμου ήταν πολύ δυνατό, ο Poulsen αρκετά ομιλητικός, τα γκάζια της μπάντας full on, ο ήχος άρτιος και το όλο αποτέλεσμα απόλυτα θεαματικό. Ανάμεσα στα γνωστά τους κομμάτια που το κοινό πραγματικά τους αποθέωσε ήταν τα “Black Rose”, “Doc Holiday”, “For Evigt”. Σε κάποια φάση της συναυλίας ο Poulsen κάλεσε τα αγόρια να ανεβάσουν στις πλάτες τους τα κορίτσια που παρακολουθούσαν καθώς απ’ ότι ο ίδιος είπε του έκανε εντύπωση η ελληνική ομορφιά, κι έτσι κάποιοι, ελάχιστοι όμως, όντως το έκαναν. Το τέλος ήρθε με το πασίγνωστο “Still Counting” και με όλο το κοινό να τραγουδάει με πάθος τους στίχους του.


Η ώρα πέρασε με άκρως χαρούμενη φεστιβαλική διάθεση και ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στο Terra stage για να παρακολουθήσει τους Iron Maiden που θα έβγαιναν από στιγμή σε στιγμή. Μάλιστα όσοι είχαν δει πιο πριν τους Volbeat όπως κι εγώ, δεν βρήκαμε εύκολα κάπου άνοιγμα καθώς γινόταν ασφυκτικά πανικός από τον κόσμο. Ο ένας λοιπόν δίπλα στον άλλον, σαν σαρδέλες παστωμένες, ειδικά όσοι ήμασταν από το πρωί, ενώ ο περισσότερος κόσμος συνέχιζε να έρχεται, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια λαοθάλασσα 36.000 ατόμων!

Τελευταία φορά που είχαν παίξει στη χώρα μας ήταν το 2011, αφήνοντας ίσως λίγο ανικανοποίητους τους περισσότερους από τους οπαδούς τους, όμως η φετινή συναυλία απέδειξε πως μια μπάντα όταν δουλεύει σκληρά και αναπροσαρμόζεται, νικάει τον χρόνο και δικαιωματικά έτσι διατηρεί τον τίτλο του “θρύλου” που της αναλογεί. Από τα ηχεία άρχισε να ακούγεται το κομμάτι “Doctor, Doctor” των U.F.O και πρώτο τραγούδι με το οποίο βγήκαν στη σκηνή ήταν το “Aces High” που το κοινό άρχισε να τραγουδάει επισκιάζοντας με τις φωνές του το δυναμικό των άπειρων volt της μπάντας. O Dickinson βρισκόταν σε μεγαλύτερη φόρμα από ποτέ όπως και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, αποστομώνοντας τους πάντες με το αγέρωχο, δυναμικό και πλήρως νεανικό τους στιλ.


Μάλιστα ενώ ακούστηκε η φήμη πως δεν θα έβγαινε το spitfire στη σκηνή όπως συνηθίζεται στην φετινή περιοδεία “Legacy of the Beast”, τελικά όχι μόνο βγήκε αλλά απογείωσε την όλη ατμόσφαιρα η οποία ήταν άκρως ηλεκτρισμένη από τα τρελά riff, ενώ ακολούθησαν φωνές, καπνογόνα και ένας ατελείωτος πανικός που ακολουθήθηκε από τα “Where eagles Dare”, “2 minutes to Midnight”, για να φτάσουμε λίγο πριν το “Τhe Clansman” όπου ο Bruce μίλησε στον κόσμο για τις έννοιες του πολέμου και της ελευθερίας, ενώ μετέπειτα το τραγούδι άρχισε να τραγουδιέται από όλους με πάθος ειδικά στο μέρος του στίχου “Freedom, Freedom”. O Bruce κυμάτισε την ελληνική σημαία κι έπειτα τη βρετανική κάτι το οποίο συνηθίζει να κάνει κατά τη διάρκεια της περιοδείας, κυματίζοντας τη σημαία της χώρας που κάθε φορά επισκέπτεται. Ακολούθησε το τραγούδι “The Trooper” και ο πανικός συνεχιζόταν, όταν ο Bruce μας παρουσίασε τις επιδόσεις του στην ξιφασκία απέναντι στον Eddie. Φοβερή ατμόσφαιρα εκείνη τη στιγμή, το κοινό ήταν σε έκσταση, όμως εδώ να αναφέρω πως τα καπνογόνα έδιναν και έπαιρναν και ενώ χτυπιόμασταν κι εμείς κυριολεκτικά υπό τους ήχους του κομματιού, μια κροτίδα προσγειώθηκε στα πόδια μας, η οποία ευτυχώς δεν έσκασε. όμως άκουσα από πολλούς πως γενικά έπαιξαν παρόμοια σκηνικά και κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο να συμβαίνει σε πευκόφυτο χώρο και με τόσες χιλιάδες κόσμου που ήταν συγκεντρωμένοι.


Για να επιστρέψω στο live, η σκηνική παρουσία όλων ήταν άψογη, η παραγωγή απίστευτη, τα σκηνικά μοναδικά το ίδιο και οι στιλιστικές επιλογές του Bruce αλλά και η σκηνοθεσία, που απέδειξε πως τίποτα δεν ήταν αφημένο στην τύχη του. Ακολούθησαν επικές κομματάρες μεταξύ άλλων, όπως “Revelations”, “The Wicker Man”, “Sign of the Cross”, για να ακούσουμε το “Flight of Icarus” και να δούμε τον Ίκαρο να πετάει πραγματικά πάνω από τη σκηνή. Να αναφερθεί πως οι κλασικές θρυλικές επιτυχίες όπως τα “Fear of the Dark”, “Number of the Beast” και το τελικό τραγούδι του setlist που ήταν το “Iron Maiden” αποδόθηκαν με την καλύτερη μακράν ερμηνεία, αφήνοντας αίσθηση ανατριχίλας στον κόσμο, που από τις δυνατές φωνές που έμπηξαν τραγουδώντας μανιασμένα και τα γκάζια που έριξαν, την επόμενη μέρα βγήκαν nock-out οι περισσότεροι.


Για το encore ακούσαμε το “The Evil that Men Do”, το “Hallowed be Thy Name” που κυριολεκτικά κοπανηθήκαμε όλοι και το “Run to the Hills”. Εδώ να σημειώσουμε πως περιπαικτικά ο Bruce ρωτώντας ποιο κομμάτι θα θέλαμε να ακούσουμε, τελικά τραγούδησε, το Refrain από το “Alexander the Great” το οποίο εγκατέλειψε γρήγορα.

Οφείλω να πω πως το κοινό ήταν μακρά πιο εκδηλωτικό από εκείνο του Βελγίου, όπου ήταν headliners στο Festival του Graspop, όμως η συμπεριφορά του κόσμου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως γηπεδική κι ενώ δε συχνάζω σε γήπεδα, έχει ενδιαφέρον να το διαπιστώνει αυτό κάποιος, δηλαδή τη συσχέτιση ορισμένων heavy metal συγκροτημάτων με την κουλτούρα του γηπέδου, κάτι το οποίο θεωρώ πως ίσως είναι ελληνικό φαινόμενο, μπορεί όμως και να κάνω και λάθος. Παρακολουθώντας πάντως το συγκεκριμένο γκρουπ και σε άλλες χώρες όπως στη Γερμανία, στο Wacken πολύ παλαιότερα και πρόσφατα στο Graspop, δεν είχα σχηματίσει την ίδια εικόνα για το κοινό της Βόρειας Ευρώπης.


Η συγκεκριμένη βραδιά πάντως ήταν από τις καλύτερες, ήταν σχεδόν ονειρική παρόλο που οι περισσότεροι δεν περιμέναμε μάλλον να αφήσει τέτοιες εικόνες και τέτοια εμπειρία στις συνειδήσεις και τις ψυχές μας. Ο χρόνος κύλησε απίστευτα γρήγορα και όλοι έφυγαν ανεβασμένοι σαν να βρίσκονται σε άλλη διάσταση, για να ξενερώσουν πολύ αργότερα και απότομα, στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, από την ταλαιπωρία να βρουν τα αυτοκίνητα τους -κάποιοι είχαν παρκάρει έως και τα Οινόφυτα- μέχρι και να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Ελπίζουμε η διοργάνωση κάποτε να επιληφθεί του θέματος parking, όπως και στα θέματα ασφάλειας και πυρόσβεσης.

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here