Γράφει ο Παύλος Ζέρβας
Ο Chris Rea είναι ένας από τους πιο ξεχωριστούς και επιδραστικούς καλλιτέχνες της βρετανικής μουσικής σκηνής. Με την ιδιαίτερη, βραχνή φωνή του και το μοναδικό του στυλ στην κιθάρα, κατάφερε να δημιουργήσει διαχρονικά τραγούδια που παραμένουν αγαπημένα στο κοινό. Από τα blues μέχρι το soft rock, η μουσική του διακρίνεται για τον συναισθηματικό της πλούτο και τις εντυπωσιακές μελωδίες.
Ο Christopher Anton Rea γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1951 στο Μίντλεσμπρο της Αγγλίας από Ιταλό πατέρα, τον Καμίλο Ρέα και Ιρλανδή μητέρα, τη Γουίνιφρεντ Κ. Σλι. Ήταν το ένα από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Το όνομα Ρέα ήταν γνωστό στην περιοχή λόγω του εργοστασίου παγωτού και της αλυσίδας καφέ που διατηρούσε ο πατέρας του. Αρχικά ο Chris Rea ήθελε να γίνει δημοσιογράφος και παρακολούθησε σχετικές σπουδές. Σε ηλικία 20 ετών αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να πειραματίζεται με τη μουσική.
…για πολλούς ανθρώπους από εργατικές οικογένειες, το ροκ δεν ήταν απλά μια επιλογή, αλλά η μόνη διαθέσιμη διέξοδος δημιουργικότητας…
Το 1973, ο Chris Rea έγινε μέλος του τοπικού συγκροτήματος Magdalene, στο οποίο παλιότερα ανήκε και ο David Coverdale πριν φύγει για τους Deep Purple. Άρχισε να γράφει τραγούδια για την μπάντα, αλλά ανέλαβε και τα φωνητικά σχεδόν από… σύμπτωση, καθώς ο τραγουδιστής τους δεν εμφανίστηκε σε μια προγραμματισμένη εμφάνιση! Λίγο αργότερα δημιούργησε μια νέα μπάντα, τους The Beautiful Losers.
Τελικά το 1974 εξασφαλίζει μια συμφωνία για σόλο δισκογραφία με την ανεξάρτητη εταιρεία Magnet Records και κυκλοφορεί το πρώτο του single με τίτλο “So Much Love“.
Το 1977 ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ. Ωστόσο, σύμφωνα έναν εκ των ιδρυτών της Magnet, τον Michael Levy, οι αρχικές ηχογραφήσεις καταστράφηκαν και έγιναν από την αρχή, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν απέδιδαν πλήρως το ταλέντο του Rea.
Τελικά το ντεμπούτο άλμπουμ του Chris Rea, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1978 με τίτλο “Whatever Happened to Benny Santini?” και παραγωγό τον Gus Dudgeon. Ο τίτλος του δίσκου προέκυψε από ένα καλλιτεχνικό όνομα που είχε προτείνει ο Rea, καθώς η δισκογραφική του εταιρεία θεωρούσε ότι το πραγματικό του όνομα δεν ήταν αρκετά «ελκυστικό» για έναν τραγουδιστή.
Το πρώτο single του album έκανε αμέσως επιτυχία. Επρόκειτο για το “Fool (If You Think It’s Over)“.
Η επιτυχία αυτή έκανε τον Rea τον πιο σημαντικό καλλιτέχνη της Magnet Records και μάλιστα, το 1979 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Best New Artist στα Grammy Awards.
Ο Michael Levy της Magnet, έχει περιγράψει τον Rea ως έναν «σκεπτόμενο, εσωστρεφή ποιητή» περισσότερο παρά έναν φυσικό pop performer, κάτι που -κατά τη γνώμη του- τον εμπόδισε από το να γίνει ακόμη μεγαλύτερο αστέρι.
Ο Gus Dudgeon ανέλαβε την παραγωγή του δεύτερου άλμπουμ του Chris Rea, Deltics (1979). Επρόκειτο όμως για μια δουλειά που δεν έκανε επιτυχία και πέρασε εντελώς απαρατήρητη.
Στη συνέχεια, ο Rea ηχογράφησε το τρίτο του άλμπουμ, Tennis (1980), το οποίο αυτή τη φορά παρήγαγε ο ίδιος, χρησιμοποιώντας μουσικούς από το Middlesbrough. Το άλμπουμ έλαβε θετικές κριτικές, όμως, όπως και το προηγούμενο, δεν κατάφερε να σημειώσει εμπορική επιτυχία.
Λόγω των απογοητευτικών πωλήσεων, η Magnet Records απέρριψε το εξώφυλλο που ήθελε ο Rea για το τέταρτο άλμπουμ του, “Chris Rea” (1981), το οποίο παρήγαγε ο Jon Kelly – ο άνθρωπος που αργότερα θα επιμελούνταν τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ του. Κανένα από αυτά τα άλμπουμ ως τώρα δεν κατάφερε να δείξει κάτι ιδιαίτερο, όλα ήταν μέτρια εμπορικά και δεν άφησαν τίποτα ιδιαίτερο, απογοητεύοντας και τον ίδιο τον Rea. Όπως έλεγε ο ίδιος. τα στελέχη της δισκογραφικής «εξομάλυναν» τα μπλουζ στοιχεία της μουσικής του, κάνοντάς τη πιο εμπορική. Τότε πίστευε ότι οι παραγωγοί ήξεραν καλύτερα, αλλά αργότερα συνειδητοποίησε ότι είχαν διαφορετικές προτεραιότητες.
…ξαφνικά ήμουν η χήνα με τα χρυσά αυγά, και αυτό ήταν εφιάλτης για μένα. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό μου. Τους έδινα αυτό που ήθελαν, αντί για αυτό που ήθελα εγώ…
Από το 1983, η μουσική του Chris Rea άρχισε να αντικατοπτρίζει περισσότερο τις δικές του επιθυμίες και ικανότητες, παρά τις πιέσεις από τη δισκογραφική του. Η δικαίωση όμως ήταν απόλυτη για τον ίδιο, καθώς το πέμπτο του album “Water Sign” ξεπέρασε κάθε προσδοκία πουλώντας πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα σε λίγους μήνες! Το single “I Can Hear Your Heartbeat” έκανε αμέσως τεράστια επιτυχία…
Με τη δυναμική αυτού του άλμπουμ αλλά και του επόμενου, “Wired to the Moon” (1984), που έγινε το πρώτο του άλμπουμ που μπήκε στο UK Top 40 (έφτασε στο Νο. 35), ο Rea άρχισε να εστιάζει στις περιοδείες στην Ευρώπη, χτίζοντας μια πιστή βάση οπαδών.
Η πραγματική αναγνώριση στο βρετανικό κοινό ήρθε με το άλμπουμ “Shamrock Diaries” (1985), που πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Περιείχε τα τραγούδια Stainsby Girls και Josephine, γραμμένα για τη γυναίκα και την κόρη του αντίστοιχα. Επίσης περιείχε το εξαιρετικό “All summer long” που έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία και στη χώρα μας…
Η διεθνής του φήμη εκτοξεύθηκε με τα άλμπουμ “On The Beach” (1986) και “Dancing with Strangers” (1987), με το τελευταίο να φτάνει στο Νο. 2 των βρετανικών charts, πίσω μόνο από το Bad του Michael Jackson.
Το 1987 υπέγραψε με τη Warner, η οποία εξαγόρασε και το αρχείο της Magnet Records. Η παγκόσμια περιοδεία του “Dancing with Strangers” γέμισε στάδια, περιλαμβάνοντας δύο sold-out συναυλίες στο Wembley Arena και τις πρώτες του συναυλίες στην Αυστραλία και την Ιαπωνία.
Το επόμενο άλμπουμ του Rea ήταν η πρώτη του συλλογή, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο, καθώς τα περισσότερα τραγούδια ήταν νέες εκτελέσεις παλιότερων κυκλοφοριών. Το “New Light Through Old Windows” (1988) ήταν μια ακόμα μεγάλη επιτυχία πουλώντας πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα…
Το album περιείχε και το “Driving home for Christmas”, ένα από τα πιο αγαπημένα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που τείνει να γίνει διαχρονικό… Η γλυκιά μελωδία και οι νοσταλγικοί στίχοι του τραγουδιού αποτυπώνουν την αίσθηση της επιστροφής στο σπίτι για τις γιορτές.
Το 1989, ο Rea κυκλοφόρησε το “The Road to Hell“, το οποίο αποδείχθηκε η μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του. Ήταν το πρώτο του άλμπουμ που έφτασε στο Νο. 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το single The Road to Hell (Part 2) έσπασε ταμεία και …ηχεία!
Το άλμπουμ “Auberge” (1991) επανέλαβε την επιτυχία του προηγούμενου, φτάνοντας στο Νο. 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατακτώντας την Ευρώπη. Το ομώνυμο single οδήγησε αυτή τη δουλειά, αλλά στη συνέχεια τα ηνία πήρε το “Looking for the summer” αλλά και το υπέροχο “And you my love”…
Μετά το Auberge, κυκλοφόρησε το “God’s Great Banana Skin” (1992), απ’ όπου το single Nothing to Fear έγινε ένα ακόμα hit.
Το 1993 κυκλοφόρησε το “Espresso Logic” που περιείχε το Julia, γραμμένο για τη δεύτερη κόρη του.
Το 1994, ο Chris Rea ανέπτυξε έλκη στομάχου και το επόμενο έτος υπέστη περιτονίτιδα, φτάνοντας κοντά στον θάνατο. Αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να μην μπορέσει ποτέ ξανά να τραγουδήσει ή να εμφανιστεί ζωντανά, πήρε μια τολμηρή απόφαση και στράφηκε προς τον κινηματογράφο. Το 1996 κυκλοφόρησε το soundtrack του La Passione, μιας ταινίας που έγραψε και παρήγαγε ο ίδιος.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1998, κυκλοφόρησε το “The Blue Cafe“, το 14ο στούντιο άλμπουμ του και το 1999 το “The Road to Hell: Part 2“, με dance και electronica επιρροές.
Την ίδια χρονιά, ο Rea διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας και υποβλήθηκε σε μια ιδιαίτερα σοβαρή χειρουργική επέμβαση, γνωστή ως Whipple, για την αφαίρεση μέρους του παγκρέατος, του δωδεκαδακτύλου, του χοληδόχου πόρου και της χοληδόχου κύστης. Μετά την επέμβαση, ανέπτυξε προβλήματα διαβήτη και αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα, αναγκάζοντάς τον να λαμβάνει καθημερινά πολλά φάρμακα. Παρόλα αυτά, η περιπέτεια αυτή τον έκανε να εκτιμήσει περισσότερο τη ζωή, την οικογένειά του και τη μουσική…
…δεν συνειδητοποιείς τι έχεις μέχρι να αρρωστήσεις σοβαρά και να φτάσεις κοντά στον θάνατο. Τότε καταλαβαίνεις πως δεν ήταν αυτό που ήθελες εξ αρχής. Ξαφνικά, όλα πέφτουν στο κενό και αρχίζεις να αναρωτιέσαι γιατί πέρασες όλη αυτή την ιστορία με τη ροκ μουσική…
Όταν άρχισε να συνέρχεται ο Rea ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, Jazzee Blue, ώστε να αποδεσμευτεί από τις απαιτήσεις των μεγάλων δισκογραφικών. Το πρώτο άλμπουμ της, “Dancing Down the Stony Road” (2002) έγινε χρυσό.
Το 2003 κυκλοφόρησε τα Blue Street (Five Guitars) και Hofner Blue Notes, ενώ το 2004 ακολούθησε το The Blue Jukebox. Το 2005, έκανε το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του: το Blue Guitars, ένα box set 11 CDs με 137 κομμάτια εμπνευσμένα από τα blues, συνοδευόμενο από ζωγραφιές του ίδιου ως εξώφυλλα. Ο Rea περιέγραψε αυτό το έργο ως το απόλυτο όνειρό του:
…ποτέ δεν ήμουν ροκ σταρ ή ποπ σταρ. Όλες αυτές οι ασθένειες μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω αυτό που πάντα ήθελα με τη μουσική. Η μεγαλύτερη αλλαγή στη μουσική μου ήταν το να επικεντρωθώ σε πράγματα που με ενδιαφέρουν πραγματικά…
Τον Φεβρουάριο του 2008, ο Chris Rea κυκλοφόρησε το The Return of the Fabulous Hofner Bluenotes, ένα αφιέρωμα στις κιθάρες Höfner της δεκαετίας του 1960. Το box set περιλάμβανε 38 κομμάτια σε τρία CD και δύο δίσκους βινυλίου 10″, ενώ συνοδευόταν από ένα σκληρόδετο βιβλίο με πίνακές του και φωτογραφίες εποχής.
Τον Οκτώβριο του 2009, κυκλοφόρησε η συλλογή Still So Far to Go, που περιείχε μερικές από τις πιο γνωστές επιτυχίες του αλλά και τραγούδια από τη blues περίοδό του. Περιλάμβανε επίσης δύο νέα κομμάτια, το “Come So Far, Yet Still So Far to Go” και τη μπαλάντα “Valentino”.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, ο Rea κυκλοφόρησε το Santo Spirito Blues, ένα box set που περιλάμβανε δύο ταινίες μεγάλου μήκους σε DVD, τις οποίες έγραψε και σκηνοθέτησε ο ίδιος, καθώς και τρία CD.
Το 2016, ο Chris Rea υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο του προκάλεσε δυσαρθρία και περιορισμένη κινητικότητα στα χέρια και τα δάχτυλά του. Παρ’ όλα αυτά, πάλεψε και ανάρρωσε αρκετά ώστε να μπορέσει να ηχογραφήσει νέο υλικό και να περιοδεύσει! Τον Σεπτέμβριο του 2017, κυκλοφόρησε το “Road Songs for Lovers” και ξεκίνησε ευρωπαϊκή περιοδεία τον Οκτώβριο, η οποία διήρκεσε έως τον Δεκέμβριο. Στις 9 Δεκεμβρίου, στη διάρκεια συναυλίας στο New Theatre Oxford, κατέρρευσε επί σκηνής κατά τη διάρκεια της 35ης συναυλίας της περιοδείας. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου η κατάστασή του σταθεροποιήθηκε, αλλά αυτό το περιστατικό οδήγησε στην ακύρωση των δύο τελευταίων συναυλιών της περιοδείας.
Στις 4 Οκτωβρίου 2019, κυκλοφόρησε το One Fine Day, σε περιορισμένη έκδοση 1000 αριθμημένων αντιτύπων. Το άλμπουμ περιέχει κομμάτια ηχογραφημένα το 1980 στα Chipping Norton Recording Studios, τα περισσότερα από τα οποία δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ.
Προσωπική ζωή…
Ο Chris Rea είναι παντρεμένος με τη Joan Lesley, με την οποία είναι μαζί από την εφηβεία τους. Το ζευγάρι έχει δύο κόρες: τη Josephine, γεννημένη στις 16 Σεπτεμβρίου 1983 και τη Julia Christina, γεννημένη στις 18 Μαρτίου 1989.
Όταν δεν γράφει μουσική, αφιερώνει χρόνο στη ζωγραφική, ενώ του αρέσει πολύ το διάβασμα. Έχει εκφράσει την αγάπη του για τη δημοσιογραφία, δηλώνοντας ότι, αν δεν είχε επιλέξει τη μουσική, θα ήθελε να γίνει δημοσιογράφος και να γράφει για μηχανοκίνητο αθλητισμό.
…κάπου βαθιά μέσα μου, πιστεύω ότι θα μπορούσα να είχα γίνει καλός δημοσιογράφος…
Ο Chris Rea που πριν λίγες ημέρες έκλεισε τα 74 του χρόνια, παραμένει ένας από τους πιο σεβαστούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Η μουσική του έχει επηρεάσει πολλούς καλλιτέχνες και συνεχίζει να ακούγεται δυνατά, ενώ το Driving Home for Christmas αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της χριστουγεννιάτικης παράδοσης. Παρά τις δυσκολίες, η μουσική του αποδεικνύει τη διαχρονική της αξία και το πάθος του για την τέχνη.
Ο Rea είναι ένας πραγματικός ταξιδιώτης της μουσικής, με τη συνθετική του ευφυΐα και την χαρακτηριστική του φωνή να αφήνουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στη rock και blues σκηνή.