Γράφει η Παρασκευή Παπαγιάννη
Φωτογραφίες: Ματίνα Φουντούλη

Υπάρχει μια μεγάλη κοινή παρανόηση γύρω από το χιούμορ. Οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να γελάσουμε δυνατά. Θέλουμε να συσπαστούν βίαια οι μυς της κοιλιάς μας και να μας ακούσουν μέχρι απέναντι, ν’ ανάψουν οι μούρες μας και να ψάχνουν οι γύρω μας την πηγή της ευθυμίας μας. Το πρώτο μας αντανακλαστικό σχετικά με το χιούμορ είναι ότι λογικά αφορά κάτι το εξωφρενικό. Καλό είναι κι αυτό δε λέω. Όμως πέρα από το γέλιο του ξεσπάσματος υπάρχει και ένα άλλο γέλιο, ίσως πιο δυνατό ακόμη. Αφορά ένα είδος οικείας γνώσης το οποίο έρχεται με τη συνομιλία, με το χρόνο, με τις μικρές και μεγάλες ήττες και τη συμφιλίωση. Όταν έφυγα από την παράσταση του Φώτη Σιώτα, ένιωθα ότι από την αρχή μέχρι το τέλος περιείχε αυτό το άλλο γέλιο, το πλάγιο, το οποίο μπορεί να το περάσεις και για κάποια λεπτή κοροϊδία κάποιες στιγμές. Μπορεί αν δεν είσαι έτοιμος να αφήσεις στην είσοδο το βαρύ παλτό σου (ή ότι σου προσθέτει όγκο και εκτόπισμα) να μην μπορέσεις να συμμετέχεις, να μοιραστείς το “αστείο”.

Αυτή βέβαια δεν ήταν η πρώτη “έκπληξη” όσον αφορά την παράσταση αυτή. Προτού παραβρεθώ στη συναυλία του Φώτη Σιώτα στο Skrow Theatre την Πέμπτη στις 17/03/2022 δεν είχα συνειδητοποιήσει το πόσο (ήσυχα) πανταχού παρών είναι στα μουσικά δρώμενα, όχι μόνο αυτή τη στιγμή, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας. Ήξερα ένα μέρος της δουλειάς του, αλλά όπως ένα σύστημα από ρίζες, συνειδητοποίησα ότι κάτω από αυτό που ήταν σε μένα άμεσα γνωστό, υπήρχε άλλο τόσο “σώμα” το οποίο ο πολυσχιδής “εργάτης της τέχνης” όπως τον έχουν αποκαλέσει, έχει χτίσει χωρίς θόρυβο και με μια ιδιαίτερη ευγένεια και λεπτότητα.

Ο Φώτης Σιώτας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η πορεία του στη μουσική άρχισε σε ηλικία έξι ετών, ως μέλος της παιδικής χορωδίας Αγίας Τριάδος. Σε ηλικία εννέα ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης στο βιολί και το τραγούδι. Δημιουργός που αγαπά τις συνεργασίες, έχει υπάρξει μέλος σε πολυάριθμα σχήματα κάποια από τα οποία είναι οι Λαϊκεδέλικα, οι Σωτήρες, οι Ποδηλάτες, οι Boomstate, οι Επισκέπτες (με τον Γιάννη Αγγελάκα), και οι Ευοί Ευάν. Η μακροχρόνια συνεργασία του με τον Σωκράτη Μάλαμα ξεκινάει από το 1993, ενώ έχει δουλέψει και με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου  αλλά και με τον κιθαρίστα Μπάμπη Παπαδόπουλο. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν έχει δημιουργήσει το ατμοσφαιρικό κινηματογραφικό ντουέτο sancho 003 με τον Κώστα Παντέλη και συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος στην καινούργια μπάντα του Παύλου Παυλίδη Hotel Alaska. Παράλληλα με όλα αυτά, έχει συμμετάσχει σε πάνω από εκατό δίσκους σαν βιολιστής, ενορχηστρωτής, τραγουδιστής. Συνεργάστηκε με τον Άρη Μπινιάρη στις παραστάσεις «Ξύπνα Βασίλη» στο Εθνικό Θέατρο και «Χορός της Φωτιάς» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά) και έχει γράψει μουσική για τη χορευτική ομάδα sinequanon, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ και για δεκάδες άλλες παραγωγές. Μέσα στο 2019 κυκλοφόρησε ο δίσκος με τίτλο «Τα δεύτερα γιατί κουράστηκαν τα πρώτα» σε μουσική δική και στίχους του Θοδωρή Γκόνη.

Ίσως θα περίμενε κανείς -στερεοτυπικά- ένα πνεύμα τόσο ανήσυχο να συνοδεύεται από κάποιο ιδιαίτερο νεύρο ή μια εκτοπιστική προσωπικότητα, όμως ο Φώτης Σιώτας είναι η προσωποποίηση αυτού που αποκαλούμε “ήρεμη δύναμη”. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει δεν είναι “τρελός περφόρμερ” και αυτό που τον κινεί είναι το δέσιμο και μέσα στα μουσικά σχήματα και με το κοινό. Μέσα από μια μια δική του μουσική γλώσσα αποζητά και αποδίδει και το λυκόφως και τη ζεστασιά, και ρομαντισμό και κάτι το σκωπτικό. Κι έτσι κάπως σαν το καλό πείραγμα έρχεται με την οικειότητα και σε συνεφέρει από το βάρος του να είσαι “σπουδαίος”. Σου θυμίζει όμως εξίσου κάθε τόσο να πηγαίνεις κι εκεί που είσαι λίγο παράταιρος γιατί εκεί γίνονται τα ωραία.

Ο δεύτερος προσωπικός του δίσκος “Δύο Λάθη”- συνέχεια των αναζητήσεων του “Τα Δεύτερα γιατί κούρασαν τα πρώτα”- είναι ο κύριος άξονας της μουσικής βραδιάς που μοιράστηκε μαζί μας στο Skrow Theatre παρέα με τον Δημήτρη Τσεκούρα στο μπάσο, τον Κλέωνα Αντωνίου στην ηλεκτρική κιθάρα, τον Κωστή Κωστάκη στην χαβάγια και τον Γιώργο Φουντούκο στην κλασική κιθάρα. Όπως μας έχουν υποσχεθεί, ο χώρος είναι ο σωστός για το είδος της “χαμηλοφωνης”, ζεστής αφήγησης που περιμένουμε. Η αμεσότητα που εξασφαλίζει το οικείο αυτό σκηνικό είναι ότι πρέπει για να έρθουν να καθίσουν δίπλα δίπλα και να ζεσταθούνε το ένα με το άλλο ετερόκλητα μουσικά είδη, αναμνήσεις και αισθήσεις.

Η παράσταση του Φώτη Σιώτα ξεκινά με μια μεγάλη ευχή: να ξορκίσουμε τους πολέμους και τις ψυχώσεις. Ανοίγουμε έτσι με ένα μεταφορικό σκηνικό μάχης, με τον “Ταύρο” από τα Δύο Λάθη και περνάμε στο ορχηστρικό “Πάσο” το οποίο μέσα από τις στροφές του ανάμεσα σε μια αίσθηση gypsy jazz και τον αμανέ μας βάζει σε μια διαδρομή με άλλο τέμπο και μέτρημα: “Πάρε Τα Χνάρια Μου” είχε τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης και η αναχώρηση-πρόσκληση που ορίζεται σε βήμα και δάκρυ, έρχεται και βρίσκεται με τη “Φαρμακωμένη”. Ανεβαίνει σε ηλεκτρισμό και δυναμισμό αλλά ταυτόχρονα με την ήσυχη και παρηγορητική φωνή με την οποία αποδίδεται καταλαβαίνουμε πως πράγματι “Όσο παλιώνει το βιολί γλυκαίνει η δοξαριά του/ Όσο βαθαίνει η πληγή ο πόνος της γλυκαίνει”.

Ο οικοδεσπότης μας ξέρει πως ακόμη κι αν φαινομενικά το αντέχουμε δεν πρέπει να συνηθίσουμε στο πολύ σκοτάδι. Μας εισάγει όπως λέει σε μια επόμενη ενότητα την οποία όπως μας έχει εξηγεί έχει ονομάσει “ρετρόλ”. Με τα swing “Ξεχασμένα Δάκρυα” χορεύουμε ελαφρά κι επιτόπια, γιατί είναι ωραίο το ξάφνιασμα όταν ανακαλύπτεις ότι έγινες παραβάτης, άσχετα από τις υψηλές προθέσεις σου. Κι όταν με το σκωπτικό και τρυφερό “Όταν Γελάς” του Νίκου Γούναρη μπαίνει και το τάνγκο-βάλς, είναι αδύνατον να μην πιάσεις κάποια στιγμή τον εαυτό σου να μειδιά για το χορό που μοιράζεσαι με κάποιον που από τόσο κοντά είναι αναπόφευκτα (και ωραία) παράξενος, τόσο που γίνεσαι αχόρταγος. “Είναι πολλά τα θέματα.” όπως μας εξηγεί ο Φώτης, αλλά το βασικότερο πρόβλημα “Είναι Θέμα Ρυθμού”, αυτό που κάνει τους ανθρώπους να φεύγουν τρέχοντας και να σιωπούν. Σε τι ρυθμό να παίξεις για να μην τους αποξενώσεις; Για να μη δικαστείς ως αμαρτωλός ή αναμάρτητος; Δοκιμάζουμε: blues, tango, swing… Ίσως ο ρυθμός της λεπτής ειρωνείας να είναι ο πιο κατάλληλος. Και πώς πάει αυτός; Αλλάζει, συνδυάζεται, διασπάται, φεύγει, επανέρχεται, ξεγλιστράει. Αλλά ο ρυθμός, ακόμη κι αν είναι εύθραυστος, συνεχίζει να είναι το ζητούμενο.

Και στα αστεία τους υπάρχει ρυθμός και δοσολογία όπως μας δείχνει η επόμενη ενότητα “δύο κομμάτια σε ένα” στο οποίο με αιθιοπικό τσιφτετέλι με μπλουζ νότες (“Κάθομαι Πάνω Στο Χρόνο Μου”) και βραζιλιάνικο μπάλο (“Έν Οίδα Ότι Την Είδα”) “Ντροπή!” αστειεύεται ο Δημήτρης Τσεκούρας. Αλλά μεταξύ μας δεν υπάρχει ντροπή με τα χουνέρια που συναινούμε και μας κάνει η ζωή, που μας στέλνει “σ’ άλλους δρόμους και στο τίποτα”, κι εκεί που “βρίσκουμε τόπο να δηλωθούμε” μετά βεβαιότητος θα πάμε να μπερδέψουμε τον “κύριο” και τον “αλήτη” και πάμε πάλι. Οπότε χορεύουμε επιτόπου και κρυφά όπου μπορούμε και χωράει. Ίσως κάπως αποπροσανατολιστούν οι οικείοι θεατές και συμπαίκτες στο έργο από το μπέρδεμά μας (που εννοείται είναι και δικό τους).

“Πάμε ένα ανοιξιάτικο!” μας παρακινεί ο Φώτης. Κι άλλη μεγάλη ευχή! Κι οι ευχές πρέπει να βαλσάρουν λίγο. Για να μην ξεχειλίζει η αγωνία τους. Αλλά η ζεστή εικονοποιία που υπάρχει στο “Ράγισμα” (το οποίο συνοδεύεται κι από ένα πραγματικά υπέροχο βίντεο κλιπ) φέρνει την επιθυμία σε διαστάσεις που να χωράνε σε δύο χέρια: όσο ένα δώρο, όσο μια επανάληψη, όσο μια ερώτηση: Πως μπορεί να ανθίζει η λύπη; Πως “γυρίζει η κατάρα σε ευχή;”  Μας απαντά ο ίδιος χωρίς πολλές περιστροφές στην “Κιβωτό” πως κάτι τέτοιο γίνεται μέσα από τα παράδοξα και από τη φροντίδα για ότι αγαπάμε και ότι μας ζορίζει, αυτό που θα θέλουμε να κρατάμε ακόμη πάνω μας όταν “κατέβουνε τα σκοτεινά νερά”.

Έχει να μας πει κι άλλα όμως με την Αγγλοσαξονική ενότητα: Θυμάται τον “George Best” και μας θυμίζει με φολκ μπρίο ότι “Δεν μπορείς να κόψεις τρίπλα αριστερή”. Θυμάται και τον Κηλαηδόνη με το ράντζο και το κάουμποϊκό του ρομάντζο. Και με όλον αυτόν κάπως εμβόλιμο (αλλά πάντα σοφά υπολογισμένο) αστεϊσμό μας πάει εκ του πλαγίου μετά πίσω στο δικό μας “φολκλόρ”.

Μπαίνει στα συλλογικά μας υπόγεια χωρίς να αφήνει εντελώς το νήμα και την τρυφερότητα του προηγούμενου ιδιώματος που μας επιτρέπει “να ρωτάμε σα μικρά παιδάκια” όχι μόνο για τους μακρινούς τόπους αλλά και για τους τόπους που δημιουργούνται στο μυαλό και γίνονται κουβέντες, κι οι κουβέντες με τη σειρά τους έρωτες: “Τα Λόγια Είναι Γράμματα” και ο βαθύτερος μαγνητισμός τους μπορεί να μας φέρει και κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μουριάς που καίει σαν καμίνι, κι “όταν ο ένας γίνεται η σκιά του άλλου” συμβαίνουν και δυστυχήματα. Κι ίσως όταν αποχωρίζονται αναγκαστικά οι σκιές μας, το μόνο που μένει (άσχετα, “χωρίς Θεό και φίλο”) να είναι μια αντι-“Προσευχή”: ο φόβος της Συνάντησης. Ο φόβος αυτός όμως δεν έχει πολλά ψωμιά, όταν έρχονται “Τα Δεύτερα” – ένα κομμάτι που είναι δύσκολο όπως μας εξηγεί ο Φώτης δίνοντας του την περιγραφή “Γουόλτ Ντίσνευ/ Άκης Πάνου”. Δεν είναι που τρελάθηκε όμως και βγήκε γυμνός στη μπόρα. Είναι που απλά έτσι πρέπει να γίνεται.

Κι αφού γίνει αυτό που πρέπει να πάθουμε, ακολουθεί ένας γνωστός σε όλους μας ηλεκτρικός αμανές: “Σα μικρό παιδί”, στο “ξανά” και στο “αμάραντο”, σ’ αυτό που δεν μπορεί να ξεχαστεί, γιατί είναι το ίδιο πρωταρχικό με την ανάσα. Κι ακόμη κι αν σ’ αυτό τον αέναο ρυθμό εμφανιστούν και προσπαθήσουν να γράψουν από πάνω όλες οι απορρυθμίσεις που κάνουν “μαύρη μια ζωή χρυσή”, το “Παιδί Του Δρόμου” βρίσκει κι αυτό το “Νησί Του”, όπου υπάρχει και θέα και μουσική, και “εδώ” και “επέκεινα” και ότι τα γεφυρώνει αβέβαια πάντα, αλλά εξίσου πάντα επίμονα.

Στο σημείο αυτό μας ξανασυστήνει τη μπάντα, και ξέρουμε πως αφού μιλήσουμε για τα λάθη (τα οποία παίζει μόνος του στην κιθάρα με τον Δημήτρη Τσεκούρα που συνοδεύει με το κοντραμπάσο) ετοιμαζόμαστε και για το κλείσιμο. Αλλά πρώτα θέλουμε να ακούσουμε για τη φροντίδα που χρειάζονται τα παραστρατήματα, οι αστοχίες και οι αμαρτίες. Γιατί είναι σύμφυτα με τα “καλά” υλικά μας, με όλα αυτά που “Θέλουνε το χρόνο τους τη φροντίδα τους/ Έχουν ρίζες έχουν φύλλα/ Θέλουνε κι αυτά το χάδι”. Κι αυτά κι εμείς. Και γι’ αυτό το πραγματικό κλείσιμο είναι το “Αερικό” του Θανάση Παπακωνσταντίνου και της Μελίνας Κανά: ένα τραγούδι που μπορούμε όπως φαίνεται να το ακολουθήσουμε όλοι όσοι βρισκόμαστε εκεί και όλοι μαζί να προφέρουμε αυτό που σιγανά αλλά άσβεστα αντιτάσσει απέναντι σε ότι νομίζει ότι μπορεί να καπελώσει, να ευθυγραμμίσει, να πειθαρχήσει ή να υποτάξει το μυστήριο.

Καθώς τραγουδούσαμε λοιπόν το “Αερικό” όλοι μαζί σκέφτηκα ότι θα μου άρεσε πολύ κάποιο είδος πίστης στο οποίο θα ψέλνονται τέτοια τραγούδια και οι “ιερείς” θα σπάνε πλάκα με τη ζωή. Θα μου έδινε μεγάλη δύναμη. Γιατί το χιούμορ θέλει οικειότητα. Και ο κόσμος τρυφερότητα. Και μετά (και παρά) την κούραση μιας μεγάλης μέρας (και κάμποσων μεγάλων και χαοτικών χρόνων ίσως), ο Φώτης Σιώτας και οι μουσικοί που έπαιξαν μαζί του στη σκηνή του Skrow μπόρεσαν να μας το δώσουν αυτό. Μπόρεσαν να μας κάνουν να φύγουμε, ίσως όχι καινούργιοι και αστραφτεροί από το μουσικό κουβεντολόι μας, αλλά σίγουρα ήρεμοι και ξαλαφρωμένοι. Σαν όχι μόνο να τους ακούσαμε, αλλά και να μας άκουσαν. Σαν να είπαμε αστεία χωρίς punchline, αλλά με λοξές ματιές και με την κοινή υπόσχεση ότι ίσως τα πράγματα δεν μπορούν ν’ αλλάξουν πάρα πολύ, αλλά εμείς θα ξέρουμε καλύτερα. Και θα καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με την ελπίδα και τον έρωτα χωρίς να τους ξεσυνεριζόμαστε στα άγρια μεθύσια και στα ξεφτιλίκια τους, και κυρίως χωρίς να τους χλευάζουμε. Κι ίσως να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να τους ρωτάμε για θέματα ρυθμού και σύνθεσης. Για θέματα Συνάντησης…

——————-

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here