Γράφει η Μαρία Γεωργιάδου

ΕΡΩΤΙΚΑ
Απ’ το σπαθί θα λαβωθεί το χέρι σου
Απ’ τη γυναίκα η ζωή σου
MENG CHIAO

Τα παραπάνω είναι ο τίτλος κι ο υπότιτλος του τετραδίου με τα ποιήματα που αποτέλεσαν το υλικό του δίσκου Οδηγίες προς ναυτιλλομένους σε μουσική κι ερμηνεία του Πέτρου Μάλαμα σε ποίηση Άλκη Αλκαίου. Η ιστορία των στίχων –που γράφτηκαν κάπου μεταξύ τέλους δεκαετίας του ’70 και αρχών δεκαετίας του ’80–, η περιπλάνησή τους και το πώς κατέληξαν στα χέρια του Πέτρου έχουν τρομερό ενδιαφέρον, δεν αφορούν όμως το παρόν σημείωμα. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ό,τι ακολούθησε: τα στιχάκια τού μίλησαν και τα είχε μαζί του μέχρι να ωριμάσουν και να δώσουν καρπό: την ανά χείρας δουλειά.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τον δίσκο ανοίγει το σύντομης διάρκειας «Ιντερμέδιο», που κόντρα στον τίτλο του, τίθεται στην αρχή εν είδει δραματικής «εισόδου» και καλωσορίζει τους ακροατές (προσ)καλώντας τους στην επερχόμενη αισθητική μέθεξη: «έλα να σε πάρω μαζί μου».

Ακολουθεί η «Γενοβέφα», ένα από τα δυνατότερα κομμάτια του δίσκου, που ξεχωρίζει για την –καλώς εννοούμενη– μαγκιά και ίσως κι αλητεία, τις τόσο ακριβές στον Αλκαίο και τόσο δυσεύρετες στο έργο του των επόμενων δεκαετιών.

«Κουρσάροι σε παραμονεύουν στα Χαυτεία
και την αγκάλη σου την παίζουν στα χαρτιά»

Τα Χαυτεία είναι ένα τοπωνύμιο στο οποίο ο Αλκαίος επανέρχεται και στο τραγούδι «Σαββατόβραδο» του δίσκου Εντελβάις: «Η ώρα δώδεκα και κάτι κι η πολιτεία παίρνει μάτι / σεργιάνι βγήκαν στα Χαυτεία η τρέλα μου κι η αλητεία».
Παρένθεση: Στην ποίηση του Αλκαίου υπάρχουν σκορπισμένα τραπουλόχαρτα (βλ. για παράδειγμα «Πρωινό τσιγάρο» / «Κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό» κ.ο.κ.)· ορισμένα βρίσκουμε κι εδώ («τώρα με νιώθεις μόλις άρχισα την πρέφα»), εξού και θεωρώ τρομερά εύστοχη τη γραφιστική επιλογή να αποτυπωθεί ένα εξ αυτών στο ίδιο το cd.

Το επόμενο τραγούδι «Et in Arcadia ego» φέρει αφιέρωση στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου. Εδώ ο Αλκαίος παίζει με την προσδοκία και την ματαίωση και η ευκτική της β’ στροφής, αναιρείται οριστικά στην δ’, με την εικόνα που δημιουργεί εκείνο το δυσπρόσφερτο «σε μπαρ φλερτάρω» να θυμίζει επίλογο τσεχοφικού δράματος ή πίνακα του Hopper:

Απόψε που θ’ αλλάξει το φεγγάρι
ας ήτανε ν’ αλλάξουμε κι’ εμείς:
Εμένα τ’ άγριο κύμα να με πάρει
κι εσύ να πιάσεις κάβο της ζωής
(β’ στροφή)

Απόψε έχει αλλάξει το φεγγάρι
δεν ήτανε ν’ αλλάξουμε κι εμείς:
Εσένα τ’ άγριο κύμα σ’ έχει πάρει
κι εγώ σε μπαρ φλερτάρω της ακτής
(δ’ στροφή)

Πρόκειται για την ίδια τεχνική που ο Αλκαίος χρησιμοποιεί και στη «Σκακιέρα» του δίσκου Η αγάπη είναι ζάλη:

και τίποτ’ άλλο δε ζητούσα
μόνο ν’ αρχίσει να χαράζει
(β’ στροφή)

και δε με νοιάζει που αγρυπνούσα
μα που ακόμα δε χαράζει
(δ’ στροφή)

Ακολουθεί η καρυωτακικού ύφους –παιγνιώδης και γεμάτη πικρό σαρκασμό– «Σουίτα για τη Μαρία» η οποία ντύθηκε με μια μελωδία βρώμικη, όπως ακριβώς της αρμόζει. Βρώμικη μελωδία που φέρνει στον νου κάτι από τη βρώμικη ερμηνεία του Βλάσση Μπονάτσου στη «Σκάντζα», τον «Μετανάστη στο Παγκράτι» ή στη δική του εκδοχή του τραγουδιού «Τις νύχτες που κυκλοφορώ»[1].

Είσοδος και τρία επεισόδια λοιπόν. Ακολουθεί μια παύση σαν ανάσα· το κατ’ ουσίαν ιντερμέδιο, η «Ιφιγένεια», που ξεφεύγει από τους κανόνες παραδοσιακής στιχουργικής, γι’ αυτό και η μελοποίησή της αποτελεί ένα από τα επιτεύγματα του δίσκου.

Συνεχίζουμε. Άλλα τρία επεισόδια και έξοδος.

«Του ήλιου το λιμάνι» τιτλοφορείται το επόμενο κομμάτι που είναι κι αυτό που ονοματοδοτεί ολόκληρο τον δίσκο. Οι οδηγίες ελήφθησαν και είναι σαφείς: «Φυλάξου απ’ τον κακό καιρό / κι απ’ του πελάγου τον λωτό». Στους στίχους αυτούς βρίσκουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά της μετέπειτα στιχουργικής του ποιητή: σταθερά μοτίβα  –ο λωτός και οι φίλοι–, δύσκολες λέξεις –μανούβρες, ρουφιάνοι, λουμινάλ–, συνύπαρξη αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας (εδώ η αισιοδοξία κερδίζει, αν και στον πόντο: η άφιξη στου ήλιου το λιμάνι είναι δεδομένη κι αποτελεί μονάχα ζήτημα χρόνου).

Στο «Μια Κυριακή σαν του Τσιτσάνη» το παραμύθι πάει χέρι χέρι με τον ρεαλισμό: η Τζοκόντα να τριγυρίζει στις συνοικίες της Αθήνας, ενώ από κάποιο ταβερνάκι να ακούγεται η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη.

Ο δίσκος κλείνει με δύο κομμάτια («Η νύχτα στο παράθυρο» και «Κι εσύ αγάπη») όπου ερωτικό παράπονο και κοινωνικός προβληματισμός συμπλέκονται σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο, με μια εντυπωσιακής ενάργειας εικόνα να δεσπόζει και στα δύο.

Η νύχτα στο παράθυρο σφυρίζει
σαν ένας υποψήφιος εραστής
«Η νύχτα στο παράθυρο»

Κι εσύ αγάπη είσαι ένας πόνος
τρένο μαζί και μετανάστης
Τρέχω στις ράγες σου ξαπλώνω
για να σ’ αγγίζω όταν περάσεις
«Κι εσύ αγάπη»

——————

Οι «Οδηγίες προς ναυτιλλομένους» είναι ένας δίσκος  που μοσχοβολάει νιότη. Τη νιότη του Αλκαίου της πρώτης στιχουργικής περιόδου, με τους αιχμηρούς στίχους και τις κρυπτικές στιγμές, που απέχει ακόμη πολύ από τον δημοτικό λόγο και τη νιότη του Μάλαμα, που μέσα από έναν σύγχρονο ηλεκτρικό ήχο, καταφέρνει να προσγειώσει απαλά στο παρόν στίχους που γράφτηκαν περίπου σαράντα χρόνια πριν, δίχως τίποτα να φαντάζει παρωχημένο ή παράταιρο. Και κάτι εξίσου σημαντικό –ειδικά αν ληφθεί υπόψη η εμμονή του Αλκαίου με την πιστότητα στους στίχους του: Ο συνθέτης κι ερμηνευτής σέβεται τον λόγο του ποιητή, μένοντας συνεπής στο υλικό που έχει στα χέρια του και προσπαθώντας να το ντύσει με τα πιο ακριβά του ρούχα, από τη μουσική ως τα (αισθητικά άρτια) γραφιστικά της έκδοσης. Και η προσπάθειά του δικαιώνεται…

[1] Τα περί «βρώμικης ερμηνείας» του Μπονάτσου είναι αντλημένα από το: Ηρακλής Οικονόμου, «Εξαρτημένος από έρωτα: Ο Άλκης Αλκαίος στο “Όσο κρατάει ένας καφές”,» Μετρονόμος τχ. 62 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2017): 50-1.

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here