Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Στις 11 Νοεμβρίου συμπληρώνονται 27 χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Ρίτσου, ενός εκ των σημαντικότερων ανθρώπων του πνεύματος στη χώρα μας κατά τον 20ο αιώνα.

Ο Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά Λακωνίας την Πρωτομαγιά του 1909 και απεβίωσε στις 11-11-1990. Το ογκωδέστατο και πολυσχιδές έργο του επηρέασε όχι μόνο αυτούς που διαβάζουν συστηματικά ή σποραδικά ποίηση αλλά και τεράστιο μέρος του Ελληνικού λαού. Το να επιχειρήσει κανείς να γράψει για τον Γιάννη Ρίτσο φαίνεται, από τη μία πλευρά, εύκολο λόγω της πληθώρας των στοιχείων που υπάρχουν για τη ζωή του ποιητή αλλά, από την άλλη, φαντάζει ιδιαιτέρως δύσκολο διότι  οι γνωστότερες πτυχές της ζωής του έχουν μελετηθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό και υπάρχει ο κίνδυνος επανάληψης. Φυσικά δεν πρέπει να παραβλέπεται το δυσθεώρητο εύρος του έργου του το οποίο δεν μπορεί να προσεγγιστεί σε ένα σύντομο κείμενο.

 

Ο Γιάννης Ρίτσος πάνω απ’ όλα  ήταν ένας αληθινά σπουδαίος άνθρωπος, ένας αγωνιστής που λάμβανε τον παλμό της κοινωνίας, τον αποκωδικοποιούσε με το δικό του τρόπο και τον μετουσίωνε σε ποίηση. Ίσως γι αυτό ο λόγος του,  πέρα από λυρικός και ερωτικός, ήταν ασυγκράτητος, χειμαρρώδης, ελπιδοφόρος, πύρινος, επαναστατικός και ανθρωπιστικός αφού σκοπός του ήταν  να εκφράσει το κοινωνικό γίγνεσθαι. Γενικά, προσπαθούσε πάντα να εξωτερικεύει τις αγωνίες του λαού χωρίς να παραγνωρίζει τις, κατ’ αυτόν,  δύο ζωογόνες δυνάμεις: τον έρωτα και την ομορφιά.

Μπορεί να έζησε κάποια χρόνια στην παιδική του ηλικία ανέμελα αλλά, σε γενικές γραμμές, η ζωή του ήταν ένας συνεχής αγώνας. Ένας αγώνας για δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη και δικαιοσύνη κάτι που φαίνεται από τα πολυάριθμα έργα που κληροδότησε στις επερχόμενες γενεές. Ο Ρίτσος δεν ήταν άνθρωπος των σαλονιών αλλά της πάλης, της διεκδίκησης και της αντίστασης. Δεν ζούσε έξω από τον κόσμο αλλά μέσα σε αυτόν. Ίσως γι αυτό τα έργα του άγγιζαν τόσο πολύ τις πλέον ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές και βρήκαν τόσο μεγάλη απήχηση.

Από νεαρή ηλικία αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και το 1927 (σε ηλικία 18 ετών) διαγνώστηκε με φυματίωση. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να μείνει στο νοσοκομείο Σωτηρία για τρία χρόνια έως το 1930. Στα μαύρα χρόνια της Κατοχής πέρασε πολύ δύσκολα υποφέροντας από πείνα και πάσης φύσεως στερήσεις. Κυνηγήθηκε βάναυσα από τις κυβερνήσεις όχι μόνο κατά τον Εμφύλιο και στη μετεμφυλιακή περίοδο αλλά και στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Συγκεκριμένα εξορίστηκε σε Λήμνο (1948-1949), Μακρόνησο (1949-1950), Άγιο Ευστράτιο (1950-1952) και σε Γυάρο, Λέρο, Σάμο κατά την επταετία της χούντας. Αποτέλεσμα αυτών να επιβαρυνθεί η  ήδη καταπονημένη υγεία του. Παρόλα αυτά  με τη βοήθεια γιατρών και αγαπημένων προσώπων επέδειξε το ψυχικό του σθένος και κατάφερε να επιβιώσει μέσα σε τρομερά δύσκολες συνθήκες.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Μακρόνησο, όπου κρατείτο μαζί με το γνωστό συγγραφέα και σημαντικότατο μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου (1922-1978), πολλοί εξόριστοι-φυλακισμένοι υπέγραψαν την περιβόητη δήλωση μετανοίας μετά από ανελέητους ξυλοδαρμούς. Ο Ρίτσος γλίτωσε από αυτά διότι πολλοί αξιωματικοί τον προστάτεψαν  λέγοντας ψευδώς στους υφισταμένους τους στρατιώτες ότι υπάρχουν εντολές άνωθεν για τη διαφύλαξη της σωματικής ακεραιότητάς του. Ουσιαστικά ήταν τόσο πολύ αποδεκτός ως μεγάλος ποιητής που “ανάγκαζε” ανθρώπους του συστήματος να τον προστατέψουν από τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι εξόριστοι-κρατούμενοι.

Μέχρι βέβαια την οριστική καταξίωσή του στον Ελληνικό και αργότερα στο διεθνή χώρο, αντιμετώπισε όχι μόνο αρνητική αλλά και κακοπροαίρετη κριτική από ορισμένους. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε το διευθυντή του περιοδικού “Νέα Γράμματα” Ανδρέα Καραντώνη,  λογοτέχνη και κριτικό, που ήταν ο κατεξοχήν πολέμιος του προπολεμικού Ρίτσου, ο οποίος το 1935 κατηγορούσε σφόδρα τον ποιητή για το έργο του ενώ ένα χρόνο αργότερα έκανε δεκτά στο περιοδικό του τα “Τρία ποιήματα“, τα οποία ο δημιουργός υπέγραψε με το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου. Αναμφισβήτητα το εν λόγω περιστατικό λογίζεται ως μεγάλη γκάφα του ανωτέρω κριτικού και είναι απολύτως ενδεικτικό της πολεμικής που καλλιεργείτο εις βάρος νέων δημιουργών.

Όταν έγραψε τον ιστορικό Επιτάφιο το 1936, αφορμώμενος από τη δολοφονία του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση στη Θεσσαλονίκη κατά τη γενική απεργία, πουλήθηκαν αμέσως σχεδόν 10.000 αντίτυπα, αριθμός εξωπραγματικός αν αναλογιστούμε ότι ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς, που ήταν κάτι σαν Πατριάρχης των Ελλήνων ποιητών και εκτιμούσε βαθύτατα τον κατά 50 χρόνια νεότερό του Ρίτσο, πουλούσε μετά βίας 300 αντίτυπα. Είναι γνωστό μάλιστα ότι η δικτατορία του Μεταξά, που κατέλαβε την εξουσία τρεις μήνες μετά την έκδοση του Επιταφίου, έκαψε 250 αντίτυπα του συγκεκριμένου αριστουργηματικού έργου.

Η διεθνής αναγνώριση δεν άργησε να έλθει και τρανή απόδειξη  ήταν η εκστρατεία κολοσσιαίων μορφών της τέχνης και του πνεύματος όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν για την απελευθέρωσή του από την εξορία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές του 1950.

Σημειωτέον ότι το  1970 είχε προσκληθεί ως τιμώμενο πρόσωπο μαζί με τον Χιλιανό, μετέπειτα Νομπελίστα, Πάμπλο Νερούδα (1904-1973) στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης στο Λονδίνο και η Ελληνική δικτατορική κυβέρνηση θα του επέτρεπε να πάει θέλοντας να δείξει στους Ευρωπαίους ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας δεν υφίστανται καταπιέσεις ούτε απαγορεύσεις. Πριν το ταξίδι του ο Ρίτσος κλήθηκε και υποχρεώθηκε να επισκεφθεί τον Παττακό ο οποίος του συνέστησε να μην κατηγορήσει την (αυτοαποκαλούμενη) εθνική κυβέρνηση. Φυσικά ο ποιητής αρνήθηκε να δεχθεί έναν τέτοιο συμβιβασμό και τελικά όχι μόνο δεν του επετράπη το ταξίδι στο Λονδίνο αλλά οδηγήθηκε πάλι στην εξορία.

Μετά την πτώση της δικτατορίας ο ποιητής έζησε επιτέλους μια ήρεμη ζωή που συνοδεύτηκε από πλήθος βραβεύσεων. Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Αγγελική Κώττη στο έργο της “Γιάννη Ρίτσος: ένα σχεδίασμα βιογραφίας” αναφέρει ότι από το 1974 έως το θάνατό του ο ποιητής μεταβλήθηκε σε μύθο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1975 τιμήθηκε από τη Βουλγαρία με το Διεθνές βραβείο Γκιόργκι Δημητρόφ ενώ το 1977 έλαβε τη μεγαλύτερη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών, το βραβείο Λένιν. Επίσης, ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων  Αθηνών, Μπέρμιγχαμ και Λειψίας. Επιπροσθέτως του απονεμήθηκε το Χρυσό μετάλλιο της πόλης των Αθηνών και ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Μια ακόμα κορυφαία διάκριση ήταν το 1986 όταν ανακηρύχθηκε Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης από τον ΟΗΕ. Σημειωτέον ότι το 1975 ήταν υποψήφιος για το Nόμπελ Λογοτεχνίας αλλά ως αριστερός ουσιαστικά υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να το κερδίσει αφού τα μέλη της Σουηδικής επιτροπής ήταν πολύ  συντηρητικά για να δώσουν το σπουδαιότερο διεθνές βραβείο σε κάποιον με τον οποίον διαφωνούσαν ιδεολογικά.

Στη συνέχεια παραθέτουμε συνοπτικά μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του “Οι δρόμοι του Αρχάγγελου“, τόμος ΙΙ, σελ. 949-954. Ο Μίκης μας ταξιδεύει στο μακρινό 1985 όταν ο ίδιος και ο Ρίτσος είχαν πάει στη Μόσχα όπου θα παρουσιαζόταν η έβδομη συμφωνία του Θεοδωράκη που στηρίζεται στην ποίηση του Ρίτσου. Τονίζει ότι και οι δύο δικαιούνταν τιμές μέλους του Ανωτάτου Σοβιέτ ως κάτοχοι του βραβείου Λένιν. Κατά την επιστροφή στην Ελλάδα οι Σοβιετικοί δεν είχαν μεριμνήσει να είναι στην Α’ θέση οι δύο μεγάλοι δημιουργοί, κάτι που δεν ήταν τυχαίο όπως ισχυρίζεται ο Μίκης. Στη θέση των επισήμων είχαν οριστεί να είναι ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Δημήτρης Μπέης, που επέστρεφε από την ΕΣΣΔ, με τη συνοδεία του. Τονιστέον ότι ο Μπέης ήταν αντίπαλος του Μίκη (άρα και του ΚΚΕ και συνεπώς του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης) στις δημοτικές εκλογές του 1978. Ο μεγάλος συνθέτης βλέποντας να αντιμετωπίζουν τον ίδιο και τον Ρίτσο ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας ακόμα και στην πατρίδα του κομμουνισμού, εξοργίστηκε και πήγε να καθίσει στην Α΄ θέση καλώντας επιτακτικά και τον ποιητή ο οποίος ήταν πιο διστακτικός. Όμως ο πάντα δυναμικός Μίκης δεν έκανε πίσω και τελικά κατάφερε να πείσει και τον ποιητή να καθίσει στην πρώτη θέση, όπου οι αεροσυνοδοί δεν τους έδωσαν το φαγητό της πρώτης θέσης αλλά της δεύτερης, τονίζοντας ότι η αεροσυνοδός ήταν τελικώς υπερδύναμη αφού δεν δέχτηκε με κανένα τρόπο να προσφέρει στο συνθέτη και στον ποιητή αυτό που έπρεπε. Ο Μίκης τελειώνει αυτή την ιστορία αναφέροντας, εμφανώς απογοητευμένος, ότι μαζί του μειώθηκε κι ο Ρίτσος του οποίου το έργο αγνοούν οι Σοβιετικοί, μολονότι του είχαν δώσει το βραβείο Λένιν λίγα χρόνια νωρίτερα, αφού στην ΕΣΣΔ υπήρχαν τότε μία ή δύο μεταφράσεις των έργων του ποιητή ενώ στις καπιταλιστικές χώρες εκατοντάδες.

Ουσιαστικά με την τελευταία φράση ο εξέχων μουσουργός υποστηρίζει ότι η αποδοχή του έργου του ποιητή ήταν μεγαλύτερη στη Δύση παρά στη Σοβιετική Ένωση με την οποία είχε σαφώς στενότερη ιδεολογική συγγένεια. Αυτό δείχνει την οικουμενικότητα του έργου του Ρίτσου που δεν περιοριζόταν στο πλαίσιο ενός συνασπισμού κομμουνιστικών χωρών.

Τέλος, ο Ρίτσος, πέραν της κυρίαρχης ενασχόλησής του που ήταν η ποίηση, υπήρξε κι ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης αφού επιδιδόταν στη ζωγραφική είτε με ακουαρέλες είτε σε πέτρες. Επίσης, έπαιζε πιάνο ενώ είχε ασχοληθεί με το θέατρο ως ηθοποιός και ως  χορευτής. Επιπλέον, άφησε ως κληρονομιά πεζογραφήματα και θεατρικά έργα. Οπωσδήποτε είναι αξιομνημόνευτες οι   μεταφράσεις με τις οποίες ασχολήθηκε όπως του κορυφαίου ποιητή της Σοβιετικής περιόδου Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι (1893-1930) και την Ανθολογία Τσεχικής, Σλοβακικής και Ρουμανικής ποίησης.  Αναντίρρητα θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί ότι ο Ρίτσος ήταν πολυγραφότατος ως θιασώτης της σκληρής δουλειάς.

Εν κατακλείδι δεν είναι καθόλου υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο Ρίτσος είναι παγκόσμιος. Είναι εντυπωσιακό ότι τα έργα του  μεταφράστηκαν σε περίπου 45 γλώσσες και η κληρονομιά που άφησε είναι ανυπολόγιστη. Αυτό που μένει -διόλου εύκολο βέβαια- είναι να μελετηθεί όσο γίνεται περισσότερο από τους αποδέκτες του έργου του που δεν είναι μόνο ο Ελληνικός λαός αλλά και όλοι οι πολίτες του κόσμου που μπορούν να διαβάσουν στη γλώσσα τους τα έργα αυτού του πραγματικά μεγάλου άνδρα και ανθρώπου.

* Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα αναφερθούμε στο περισσότερο γνωστό κομμάτι του έργου του που δεν είναι άλλο από τα μελοποιημένα ποιήματα.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  1. Γιάννη Ρίτσος, Αυτοβιογραφία, Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη
  2. Γιάννης Ρίτσος, Λέσχη Αθανάτων, εφημερίδα Ελευθεροτυπία
  3. Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, Αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here