Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης
Στοιχείο συστατικό μιας γιορτής είναι η διάθεση. Πολλοί, νομίζω, έχουμε ζήσει νύχτες (ή μεσημέρια κλπ) με ανθρώπους μας, οι οποίες ξεκινούν ήρεμα, ασχεδίαστα και καταλήγουν να διεκδικούν στη μνήμη μας εύσημα αιωνιότητας. Αντίστοιχα, πολλοί έχουμε ζήσει νύχτες που, ενώ το κανονίζαμε μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας (ακόμα και το τι θα φορέσουμε), καταλήγαμε να καθόμαστε σε μιαν άκρη και να κοιτάμε το ρολόι για το πότε θα φτάσει η ώρα να την κάνουμε. Πρόχειρο συμπέρασμα: η διάθεση είναι η οδηγήτρα.
Η διάθεση, όμως, δεν είναι η ουσία, γιατί η διάθεση δεν είναι ψυχολογία. Μπορεί να έχω διάθεση να χορέψω ένα «Πάντα γελαστοί και γελασμένοι» ή «Στης Πάργας τον ανήφορο» ή ο, τι άλλο, αλλά η ψυχολογία μου να είναι εις του Ταρτάρου τα συρτάρια. Αντίστοιχα, μπορεί η ψυχολογία μου να είναι μαζί με τα σπουργίτια του Αρκά στα ύψη, αλλά να μη θέλω να χορέψω, γιατί …δε θέλω. Η διάθεση είναι πάντα διάθεση προς κάτι. Κινείται, άρα, σ’ ένα επίπεδο πρώτης αξιολόγησης. Κάτω από αυτή είναι η ψυχολογία. Και σε τελικό επίπεδο έρχεται η βασίλισσα, η κυρίαρχη …η ψυχή.
Η ψυχή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όπως ένα σώμα γυμνάζεται, για να νιώθει ο φέρων όμορφα, να είναι αρεστό, να είναι σε φόρμα, έτσι και η ψυχή πρέπει να γυμνάζεται. Μόνο που τα γυμνάσια της ψυχής έχουν άλλη ουσία (οντολογικά). Εδώ το ταξίδι προς τα μέσα είναι ταυτόχρονα ταξίδι προς τα έξω. Εδώ ο θάνατος είναι ζωή και η μελέτη του είναι η φιλοσοφία. Εδώ η πρόκληση είναι ταυτόχρονα και αβελτηρία. Εδώ η θέση είναι και αντίθεση. Είναι και σύνθεση. Είναι ξανά θέση. Εδώ δε χρειάζεται μονάχα διάθεση, ούτε ψυχολογία. Χρειάζεται γνώση. Το ξαναγράφω. Χρειάζεται γ-ν-ώ-σ-η.
Μια γιορτή, λοιπόν, είναι και η Eurovision. Γιορτή, πανηγύρι, υποκουλτούρα, ντροπή, αξία, αίσχος, φεστιβάλ, διοργάνωση, επικοινωνία λαών, «μπίζνα» κλπ. Πολλά την έχουν πει. Δε θα σταθώ εδώ. Θα εστιάσω, όμως, σε ένα σημείο των καιρών. Όσοι προλάβαμε τα μεσημεριανάδικα θυμόμαστε ότι από Γενάρη μήνα οι κάθε λογής παρουσιάστριες και παρουσιαστές (και πανελίστες -αυτό το είδος ανθρώπου ακόμα δεν έχω καταλάβει τι είναι-) ασχολούνταν με το τι θα φορεθεί, τι θα παιχτεί, τι θα τραγουδηθεί, ποιες είναι οι συμμαχίες και οι αντιπαλότητες της Eurovision. Όσο πλησίαζε ο πανδαμάτορας, ασχολούνταν με τα «φαβορί» και τα «outsider», με τα στοιχήματα (απόδειξη ότι τελικά είναι «μπίζνα»), με τις μηχανορραφίες κλπ. Εν Ελλάδι, μετά τη Eurovision είχαμε το «κράξιμο» σε περίπτωση που είχαμε τραγική θέση (κατά κανόνα) ή τη θεοποίηση στην αντίθετη περίπτωση. Αν και αυτό φανερώνει πολλά, δε θα μας απασχολήσει εδώ.
Όλα αυτά μεταφέρθηκαν –ούσας νεκρής τηλεόρασης– στο διαδίκτυο. Βγήκαν κι οι κάθε λογής γραφιάδες να αναλύουν και να αποδεικνύουν με συλλογισμούς απίστευτους πως το εκάστοτε τραγούδι αξίζει (ή άξιζε) να έχει μια περίοπτη τελική θέση. Φέτος, διάβασα άρθρα που αναλύανε το «όνειρο» της Τερζή λέγοντας ότι διαλέγεται ο Έλληνας με την Ελλάδα. Δεκτό. Ας δούμε ένα βασικό κομμάτι που επαναλαμβάνεται:
«Πώς θες να σου το πω;
Πως για σένα εγώ θα πέθαινα.
Τη ζωή μου θα στην έδινα
Τέλος και αρχή
Όλα είσαι εσύ
Όσο κι αν πονώ
Απ’ τον χάρτη δε θα σ’ έσβηνα
Τη ζωή μου θα στην έδινα
Τέλος και αρχή
Όλα είσαι εσύ»
Ο Έλληνας εδώ υπόσχεται αυτοθυσία σε μια Ελλάδα που του λέει να μην «ξεβάψει το μπλε» της και του τονίζει ότι είναι μόνη. Και της αναφέρει πως είναι γι’ αυτόν όλα και τέλος και αρχή. Ο πατριωτισμός δε συνοψίζεται με το «Ελλάδα είσαι τα πάντα». Αυτό είναι εθνικισμός. Γιατί είναι τα πάντα; Μιλάς σε μια χώρα που τον 21ο αιώνα ξεπληρώνει ακόμα επιταγές από προηγούμενους, που κατεστημένο και αντίδραση επί αυτού είναι το ίδιο παράλογα, που κυριαρχεί η ημιμάθεια και ο ατομισμός, που η συλλογική αντίδραση περιορίζεται σε εθελοντικά πυροτεχνήματα, που ενδιαφέρει περισσότερο το Μακεδονικό από το οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό, που οι νέοι δεν μπορούμε να δουλέψουμε υγιώς, που οι πιο παλιοί απορούν πως ζουν ακόμα και για ποιον τελικά δουλεύουν, που οι περισσότεροι πια επιβιώνουν και δε ζουν κλπ. Ποιος είναι ο παροντικός λόγος που είναι όλα η Ελλάδα; Ο ήλιος και τα βουνά και η θάλασσα; Το τζατζίκι, ο μουσακάς και ο Ζορμπάς;
Ευλόγως θα σκεφτείτε γιατί το «ψειρίζω», «αφού για τη Eurovision μιλάμε». Αυτή ακριβώς η σκέψη σας είναι η απόδειξη ενός θεμελιώδους στοιχείου στη συζήτηση. Δυο είναι οι εναλλακτικές, που γεννά η αντίρρησή σας (ως εσώτερη φωνή λογικής): Οι δημιουργοί του είχαν πλήρη συνείδηση ότι το στέλνουν εκεί που το στέλνουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποδεικνύουν και οι ίδιοι ότι θέλουν τη Eurovision για αυτοπροβολή και όχι κενότητες περί τέχνης κλπ. Ή (δεύτερη εναλλακτική) ότι το πήραν στα σοβαρά και έγραψαν αυτό το άσμα, που αποδεικνύει πολλά για την ποιοτική τους στάθμη.
Αντίστοιχα: γιατί κάποιος να κάτσει να ασχοληθεί με όλα αυτά (να αναλύσει, να σχολιάσει, να στιγματίσει, να θεοποιήσει κλπ); Δύο εναλλακτικές κι εδώ : Έχει πλήρη συνείδηση του τι κάνει. Γιατί τον πληρώνουν, γιατί έτσι αυτοπροβάλλεται, γιατί «πουλάει». Ή στα σοβαρά γιατί τον ενδιαφέρει. Η δεύτερη εναλλακτική αποδεικνύει πολλά για την ποιοτική του στάθμη.
Όλες οι εναλλακτικές είναι επιλήψιμες. Οι πρώτες φανερώνουν τον αστερισμό της εποχής μας. Σπαταλούμε ενέργεια, για να μας μάθουν, προτιμούμε να ανεβάζουμε stories με βιβλία (κι όχι μόνο) που ποτέ δε θα διαβάσουμε, φτιάχνουμε μια ψεύτικη εικόνα στους άλλους κι ύστερα πειθόμαστε από αυτό που φτιάξαμε τόσο, που χάνουμε τον πραγματικό εαυτό μας, πουλάμε τον εαυτό μας σε παραγωγούς, καναλάρχες, ιδιοκτήτες, για «ένα πουκάμισο αδειανό». Σημειωτέον ότι η αυτοπροβολή ως ένα σημείο είναι θεμιτή, κυρίως για τους τραγουδιστές. Οι δεύτερες εναλλακτικές είναι πιο επικίνδυνες. Φανερώνουν την αμάθεια ή την ημιμάθεια, την κενότητά μας και βγάζουν στην επιφάνεια χαρακτηρολογικά στοιχεία: κύμβαλα αλαλάζοντα, εραστές του φευγαλέου, ηλίθια ρομαντικοί, χωρίς ρίζες, ρήτορες και λογοκλόποι, φασίστες και ανειδίκευτοι ειδήμονες.
Κάποιος που σέβεται τον χρόνο του ακούει την ψυχή του. Του μιλά. Σωπαίνει. Κάνει υπομονή. Θέλει φροντίδα. Κι η φροντίδα της θέλει κόπο και χρόνο. Φυσικά θέλει και την ανοησία της. Γι’ αυτόν, όμως, που θέλει να της δώσει βάθος και ακτινοβολία η ανοησία πρέπει να παραγκωνίζεται, όσο περνάει ο πανδαμάτορας. Η ψυχή πρέπει να θέλει όλο και λιγότερο ανοησία, να μάθει να αγαπά το Ωραίο, για να το πω πλατωνικά. Κι όσο μαθαίνει, αποβάλει μόνη της την ανοησία. Γίνεται αυστηρή. Ψηλώνει.
Αυτό, όμως, θέλει κόπο. Η γνώση δεν είναι απλό διάβασμα. Είναι εσώψυχος συγκλονισμός. Ξεκινάει από την εμπειρία και υψώνεται στην ουσία. Χορτασμένοι από ζωή και ερωτευμένοι με τη γνώση, αναζητώντας το σεισμό της. Να το χρέος μας (πόσο Καζαντζάκης ακούστηκα;). Αν κινήσει για αυτό το ταξίδι η ψυχή αποκτά από την πρώτη κιόλας στιγμή λάμψη. Αποκτά λόγο. Θερμαίνει την ψυχολογία. Γίνεται διάθεση προς το Ωραίο. Κι η γιορτή; Τότε την ενδιαφέρει η γιορτή με τους ανθρώπους της, η ασχεδίαστη, η αυθεντική, η ουσιώδης. Και κατόπιν εορτής θα ασχοληθεί με όσα γέννησε πάνω στον οίστρο της. Και θα αφήσει την άλλη γιορτή για όσους νομίζουν πως η ανοησία είναι αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της ψυχής και καταλήγουν να ασχολούνται με άλλες …γιορτές.
Υ.Γ.: Διάλογος Έλληνα – Ελλάδας έχει ξαναγραφτεί. Ακούστε τον και βρείτε τις διαφορές.