Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Σαν σήμερα, στις 22-7-1932, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς συνθέτες της χώρας μας με δεκάδες ωραιότατα τραγούδια τα οποία έχουν ομορφύνει σε τεράστιο βαθμό τη μουσική μας και ακούγονται αδιαλείπτως έως τις μέρες μας.

Ο ταλαντούχος δημιουργός έζησε τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό καταυλισμό  κοντά στο Γεντί Κουλέ. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία τεσσάρων ετών με αποτέλεσμα η μητέρα του να αντιμετωπίσει αυξημένες δυσκολίες στο μεγάλωμα του Σταύρου και της αδελφής του Μαρίας. Ο ίδιος αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να βοηθήσει τη μητέρα του στον τιτάνιο αγώνα της επιβίωσης. Έτσι, μεταξύ άλλων, εργάστηκε ως βοηθός τσαγκάρη και σιδερά καθώς και σερβιτόρος. Σε ηλικία 15 ετών προσπάθησε να γραφτεί στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης αλλά, αρχικά, δεν έγινε δεκτός λόγω ηλικίας (θεωρήθηκε μεγάλος) με αποτέλεσμα να επανέλθει ένα χρόνο αργότερα. Όπως περιγράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό του διήγημα «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια», όταν πήγε στη γραμματεία του Ωδείου, συνάντησε μία κυρία που εργαζόταν εκεί και διημείφθη ο εξής διάλογος:

  • Τι θέλετε, νεαρέ;
  • Θέλω να μάθω πιάνο
  • Πόσο χρονών είστε;
  • Δεκαπέντε
  • Δυστυχώς, δεν μπορείτε. Είστε μεγάλος.

Ο μικρός Σταύρος έφυγε στενοχωρημένος αλλά ένα χρόνο αργότερα, το 1948, ξαναπήγε με περισσότερο θάρρος στο κτήριο του Ωδείου και μίλησε με έναν επιστάτη ο οποίος τον παρέπεμψε στον Χρήστο Πολυζωίδη, δάσκαλο του βιολιού. Αυτός κάλεσε την καθηγήτρια του πιάνου Καίτη Σούρβαλη (μέλλουσα γυναίκα του Πολυζωίδη), η οποία ανέλαβε να κάνει δωρεάν μαθήματα στον 16χρονο Σταύρο. Αυτός ανταποκρίθηκε με χαρακτηριστική άνεση στις απαιτήσεις, παρόλο που δεν είχε δικό του πιάνο και εξασκείτο σε άλλα μέρη. Μέσα σε δυόμιση χρόνια έβγαλε ύλη έξι ετών και έδωσε εξετάσεις στις οποίες πέτυχε.

Παράλληλα πήρε τα πτυχία αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας για τα οποία είχε αναφέρει ότι ήταν σχεδόν άχρηστα τονίζοντας, στο αυτοβιογραφικό του διήγημα, ότι «η μουσική παιδεία στη χώρα μας έχει τα χάλια της».

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο ωδείο, εργαζόταν ως πιανίστας σε νυχτερινά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Μια εργασία που ήταν άχαρη και  κουραστική, σχεδόν εξαντλητική, αφού τότε δεν υπήρχαν μικροφωνικές εγκαταστάσεις στα μαγαζιά και  έπρεπε να πιέζει τα πλήκτρα εντονότερα για να ακούγονται πιο δυνατά οι μελωδίες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να πάθει ακόμα και υπερκόπωση και να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο.

Η φιλοδοξία του να γράψει τη δική του μουσική υπήρχε από την παιδική του ηλικία και το πρώτο του τραγούδι ήταν το «Περιστεράκι», με τη φωνή της Ζωής Κουρούκλη, με το οποίο συμμετείχε το 1961 στο διαγωνισμό του ΕΙΡ (Έθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) και πήρε έπαινο. «Το Περιστεράκι» κυκλοφόρησε σε δίσκο των 45 στροφών την ίδια χρονιά.

Ακολούθησαν κι άλλοι δίσκοι και προς τα τέλη της δεκαετίας (1969) έρχεται η τεράστια επιτυχία με το «Να τανε το 21» σε στίχους της Σώτιας Τσώτου και τραγουδιστή τον 20χρονο Γιώργο Νταλάρα. Μέχρι το 1975 κυκλοφόρησαν οι δίσκοι που χάρισαν στον Σταύρο Κουγιουμτζή την αθανασία με τις εξαίσιες μελωδίες του. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους εξής δίσκους 33 στροφών (έως τη συγκεκριμένη χρονιά) και κάποιες επιτυχίες αυτών.

  • «Να τανε το 21»(1970) που ακούστηκαν εκτός από το ομώνυμο τραγούδι τα «Δίχως την καρδούλα σου», «Κάπου νυχτώνει», «Το σακάκι μου κι αν στάζει», «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «Μ΄έκοψαν με χώρισαν στα δυο», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς», «Έτσι είναι οι άνθρωποι».
  • «Όταν ανθίζουν πασχαλιές» (1971) με πολυτραγουδισμένα κομμάτια όπως «Γεια χαρά καλή», «Χάντρα στο κομπολόι σου», «Ένας κόμπος η χαρά μου», «Ήθελα να μουνα πουλί», «Κάποιον άλλον φίλησες» και φυσικά το ομώνυμο, με το δίσκο, τραγούδι.
  • «Ηλιοσκόπιο»(1973) με γνωστότερα τραγούδια «Το πρώτο περιστέρι» και το «Πάσχα των Ελλήνων». Τα υπόλοιπα κομμάτια, αν και πλήρως συνυφασμένα στο κλασικό ύφος του συνθέτη, δεν ακούστηκαν ιδιαίτερα αλλά αποτελούν, σίγουρα, μερικά από τα ωραιότερα του σπουδαίου δημιουργού.
  • «Μικρές πολιτείες»(1974) με τα περισσότερα τραγούδια να ακούγονται πάρα πολύ σημειώνοντας αξιοσημείωτη επιτυχία όπως «Ήταν πέντε ήταν έξι», «Το πουκάμισο το θαλασσί», «Αυγερινό παράπονο», «Τα χρέη της καρδιάς σου», «Αν σε δω σε ξένα χέρια», «Νάμουν ο Μεγαλέξανδρος», «Τώρα που θα φύγεις», «Του κάτω κόσμου τα πουλιά».
  • «Στα ψηλά τα παραθύρια»(1975) με το ομώνυμο τραγούδι και αρκετά ακόμα να βρίσκουν πλατιά απήχηση όπως «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Όλα καλά», «Στα χρόνια της υπομονής», «Σαν σβησμένο καρβουνάκι», «Κάποιος χτύπησε την πόρτα».

Φυσικά ο σπουδαίος δημιουργός δεν σταμάτησε να προμηθεύει την Ελληνική μουσική με εξαίρετα τραγούδια αλλά, πιστεύω, ότι και μόνο με την, έως το 1975, παραγωγή του θα έμενε στην ιστορία. Εννοείται ότι όλοι οι μετέπειτα δίσκοι του ήταν αξιολογότατοι από κάθε πλευρά (μελωδία, στίχος, ενορχήστρωση, ερμηνεία) αλλά κάποιοι δεν γνώρισαν τη δέουσα αποδοχή όπως «Τα τραγούδια του καιρού μας» (1977) και «Μικραίνει ο κόσμος» (1982).

Ο πραγματικά εμπνευσμένος αυτός δημιουργός χάρισε πάμπολλα διαμάντια στη μουσική της χώρας μας χωρίς ποτέ να καταβάλει την οποιαδήποτε προσπάθεια προβολής αυτών. Είναι γνωστό ότι ο Κουγιουμτζής δεν είχε καμία σχέση με το σύστημα των «δημοσίων σχέσεων» που μπορεί να προωθήσει ή, το αντίθετο, να εξαφανίσει έναν καλλιτέχνη. Παρόλα αυτά, πολλές δημιουργίες του έχουν ακολουθήσει μια υπερεπιτυχημένη πορεία και τραγουδιούνται ευρέως  κατά την τελευταία πεντηκονταετία.

Συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους ερμηνευτές όπως Γρηγόρη Μπιθικώτση, Βίκυ Μοσχολιού, Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννη Πάριο, Γιάννη Καλατζή, Κώστα Σμοκοβίτη, Δημήτρη Μητροπάνο, Μανώλη Μητσιά, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Άννα Βίσση, Αιμιλία Κουγιουμτζή, κ.α. αλλά ο ερμηνευτής που συνδέθηκε περισσότερο μαζί του ήταν αναμφισβήτητα ο Γιώργος Νταλάρας. Ο δημοφιλέστατος και αειθαλής Νταλάρας πάντοτε  διαλαλεί με παρρησία ότι ο χαρισματικός δημιουργός τού έδωσε «φωνή» στο δύσκολο πρώτο καιρό προς την καταξίωση και εκφράζει γι’ αυτόν την ευγνωμοσύνη του και το θαυμασμό του. Μαζί αποτέλεσαν ένα από τα καλύτερα ντουέτα συνθέτη-τραγουδιστή στο Ελληνικό τραγούδι και η συνεργασία τους σφράγισε μια ολόκληρη εποχή.

Η μουσική του επένδυσε στίχους των  Λευτέρη Παπαδόπουλου, Μάνου Ελευθερίου, Άκου Δασκαλόπουλου, Σώτιας Τσώτου, Μιχάλη Μπουρμπούλη, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Γιώργου Θέμελη, Κώστα Κινδύνη καθώς και Αλέξανδρου  Παπαδιαμάντη, Κώστα Βάρναλη, Γιώργου Σεφέρη, Μίλτου Σαχτούρη, κ.α. Δεν θα πρέπει, ασφαλώς, να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο συνθέτης έγραψε ο ίδιος πολλούς στίχους σε πασίγνωστα τραγούδια όπως: «Μη μου θυμώνεις, μάτια μου», «Όλα καλά», «Ήταν πέντε ήταν έξι», «Ένας κόμπος η χαρά μου», «Όταν ανθίζουν πασχαλιές», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς», «Κάπου νυχτώνει», «Αν σε δω σε ξένα χέρια», «Βασανάκι βασανάκι», κ.α.

Η κληρονομιά του Σταύρου Κουγιουμτζή είναι τεράστια και πολυτιμότατη. Η θέση που κατέχει στο ελληνικό τραγούδι είναι κορυφαία με ύψιστης ποιότητας μουσική σε εξαίρετους στίχους. Ως εκ τούτου, τα δημιουργήματά του στηρίζονται σε πολύ γερές βάσεις και γι’ αυτό έχουν κερδίσει τη δύσκολη μάχη με το χρόνο. Το ύφος του είναι αυστηρά προσωπικό και ευκόλως αναγνωρίσιμο. Π.χ. Αν κάποιος έχει γνώση στις μελωδίες του Κουγιουμτζή, είναι δύσκολο να μην αντιληφθεί ότι του ανήκουν τραγούδια όπως «Γεια χαρά καλή» ή «Τα σκούρα μάτια».

Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή κάθε πνευματικό του παιδί αποτελεί κατάθεση μέρους της ψυχής του και αγγίζει, ακόμα και τώρα, τον ακροατή. Μεγαλώνοντας σε χαλεπούς καιρούς υπό άθλιες συνθήκες μπορούσε να κατανοήσει σε βάθος την ψυχοσύνθεση του απλού, μεροκαματιάρη, βασανισμένου ανθρώπου. Έτσι, δεν θα μπορούσε να μην μετουσιώσει τις  εμπειρίες του σε τόσο άμεσα και  συγκινητικά  τραγούδια. Με τις πολλές  επιρροές από το δημοτικό, ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι καθώς και από τη βυζαντινή μουσική, πέτυχε να συνταιριάξει τόσο δημιουργικά και αποτελεσματικά αυτά τα στοιχεία για να οδηγηθεί στη γέννηση αριστουργηματικών κομματιών.

Τελειώνοντας το αφιέρωμά μας  θα αναφέρουμε ότι δεν είναι καθόλου υπερβολική η άποψη πως αξίζει πολλαπλές ακροάσεις όλο το έργο του και όχι μόνο οι πάμπολλες, ούτως ή άλλως, επιτυχίες του. Για όλους τους ακροατές που έχουν ακούσει το σύνολο το έργου του προκύπτει αβίαστα το ερώτημα πώς είναι δυνατόν κάποια τραγούδια του να μην γνωρίσουν την αποδοχή που τους άξιζε. Ίσως ευθύνεται σε αυτό η σχεδόν κατακλυσμιαία παραγωγή αριστουργηματικών κομματιών τη δεκαετία του 1970 αλλά, ο βασικότερος λόγος είναι μάλλον η αλλαγή μουσικής πλεύσης στη χώρα μας κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες που έφερε στην επιφάνεια λιγότερο ποιοτικό, ή και κακής ποιότητας, τραγούδι. Αυτό όμως δεν μπορεί να αλλάξει ούτε, βεβαίως, να μειώσει την ανεκτίμητη αξία των διαμαντιών του Σταύρου Κουγιουμτζή.

Αναφορές
1. «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια», Σταύρος Κουγιουμτζής, Εκδόσεις Κέδρος, 2001
2. Περιοδικό Μετρονόμος, τ. 19 με αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2005 (από όπου αντλήθηκαν πληροφορίες για τη δισκογραφία)
3. Περιοδικό Μετρονόμος, τ. 63 με αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή, Απρίλιος-Ιούνιος 2017

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here