Γράφει η Παρασκευή Παπαγιάννη

Με βάση τους αριθμούς (και μόνο αυτούς αρχικά) ο Λεξ έκανε στις 3 Ιουλίου, στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη, τη μεγαλύτερη μέχρι στιγμής χιπ χοπ συναυλία όλων των εποχών για τα ελληνικά δεδομένα. Κι αυτό σε ένα πλαίσιο το οποίο δεν ήταν συνδεδεμένο με κάποια μεγάλη διοργάνωση ή φεστιβάλ και με promo που δεν πέρασε από επίσημα κανάλια. Αυτό, όπως είναι το αναμενόμενο, έχει δώσει τροφή σε όλων των ειδών τα σχόλια και αντανακλαστικά (κοινωνικά και αισθητικά, σάπια και μή). Σε μεγάλο βαθμό η συζήτηση έχει εστιάσει στη νεολαία και την κοινωνική πολιτική αποξένωση και την απογοήτευση. “Σημεία των καιρών” θα πούνε κάποιοι.

Πρόσφατα είχα συζητήσει με κάποιον φίλο, λίγο γελώντας και λίγο απορώντας, για το ότι βρέθηκε σε συναυλία γνωστού έντεχνου καλλιτέχνη στην οποία πετούσαν γύρω του μπουκάλια. Έφαγε καπνογόνο, ακραίο σπρωξίδι (παραλίγο ξύλο) και βρέθηκε λουσμένος με τσίπουρο. Χαριτολογώντας καταλήξαμε ότι δε θυμόμαστε αυτά να γίνονταν “στην εποχή μας”. Πόσο μάλλον σε συναυλίες έντεχνων τραγουδιστών. “Άλλο να πας στους Manowar”, μου είπε “Αλλά στο Μάλαμα ή στο Θανάση να φας ξύλο;” Ο κόσμος ψάχνει απεγνωσμένα να εκτονωθεί, καταλήξαμε.

Στη συναυλία του Λεξ, σύμφωνα με τα λεγόμενα τουλάχιστον, δεν υπήρξαν έκτροπα. Υπήρχε όμως, όπως δείχνει όλο το οπτικοακουστικό υλικό που έχει κυκλοφορήσει, μια ατμόσφαιρα κυριολεκτικά γηπεδική. Τα πλάνα είναι όλα κόκκινα. Νιώθω κάτι το απόκοσμο βλέποντάς τα. Με κάθε ειλικρίνεια, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω αν νιώθω ελπίδα η ζόφο. Βλέπω κόκκινο και δεν ξέρω αν βλέπω καθαρά ή λειτουργώ με το reptilian brain μου και μόνο. Δεν ξέρω τι να πιστέψω γι’ αυτήν την άγρια ενέργεια. Μόνο ίσως ότι μπορεί να κινηθεί προς οποιοδήποτε πρόσημο. Πως είναι εύφλεκτη και αλλόκοτη και πως ότι κι αν ελπίζω θα είναι οι δικές μου προβολές δυστυχώς ή ευτυχώς.

Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι έσπευσαν να καπηλευτούν τη μαζικότητα της συναυλίας του Λεξ, να μιλήσουν για την απογοητευμένη νεολαία, για την ανομία, και για το χαμένο (πολιτικό) δυναμικό που απεικονίστηκε στο κοινό της συγκεκριμένης συναυλίας. Με θυμώνουν όμως αυτές οι αναλύσεις που αποδίδουν μηδενισμό στους νέους. Στους νέους που ακούνε τραπ και δεν έχουν λέει όρεξη για δουλειά, που είναι λέει χαοτικοί και αυθάδεις. Στην πραγματικότητα δεν είναι απλά μια εύκολη απόδοση. Είναι και άστοχη και χυδαία. Γιατί δεν είναι θέμα νεολαίας αυτό που αναδείχθηκε με τη συναυλία του Λεξ. Είναι κυριότερα θέμα πολιτιστικής διαχείρισης.

Μου είναι δύσκολο να αποσυνδέσω και να μην αντιπαραβάλω τη συναυλία του Λεξ με τα πρόσφατα επεισοδιακά Mad VMA. Δεν ήταν μόνο οι βίαιοι διαπληκτισμοί μεταξύ Light και Snik. Ήταν ένα ολόκληρο cast of characters και μια ακολουθία καταστάσεων που θα μπορούσε να γίνει εργασία Πολιτιστικής Θεωρίας με θλιβερό αποκορύφωμα το ότι η Ιωάννα Παλιοσπύρου βρέθηκε να φωνάζει από τη σκηνή “Όχι βία!!!”.

Σχολιάζοντας την τελετή γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός δήλωσε πως “Δεν είμαστε στο Μπρόνξ. Ακόμη και εκεί έχουν ανεβεί τα ενοίκια, έχουν καλυτερέψει τα πράγματα”. Σ’ εκείνο το σημείο νομίζω είναι που γέλασα πικρά. Και για την άγνοια γύρω από τον αστικό εξευγενισμό και συνολικά για τη φόλα που μας κερνάει μια μουσική βιομηχανία-κακέκτυπο που δεν ενδιαφέρεται να έχει επαφή με την πραγματικότητα μουσική και κοινωνική. Ναι, μπορούμε άνετα να μην πιούμε αν δε θέλουμε. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Δεν αρκεί απλά να μην καταναλώνουμε πολιτιστικά απόβλητα.

Όταν άκουσα για τη συναυλία του Λεξ δεν ήξερα για ποιον μιλάμε. Δεν ακούω χιπ χοπ ή ραπ και (αν εξαιρεθεί η εφηβική μου εμμονή με τους nu-metal Linkin Park) γενικά δεν είναι ένα είδος το οποίο με εκπροσωπεί. Έβαλα να τον ακούσω στο youtube. Οι ρίμες του, παρά τη γενική μου απόσταση από το είδος και τη δυσπιστία για το μαζικό φαινόμενο, με κέρδισαν. Άκουσα το 2ΧΧΧ και ένιωσα ότι ήμουν εκεί, στον έβδομο όροφο απ’ όπου φοβάται μη γλιστρήσει, εκεί που παίζει στο μυαλό του τον Μπόμπαν να τρακάρει το κεφάλι του πάνω στην τρέλα του και φοβάται μην τον μιμηθεί, εκεί που η πόλη-παγίδα του κάνει γκρίζους κύκλους κυνηγώντας τα αστικά-φαντάσματα και την ουρά της, εκεί που χωρίς να μιλάει και πολύ για ελπίδα συνεχίζει να δηλώνει κάπως βαρύθυμα, αλλά σταθερά παρών.

Περιμένω να ξελαμπικάρει απ’ το σύννεφο που μας περιγράφει, αλλά καταλαβαίνω ότι είμαι κι εγώ τώρα μέσα σ’ αυτό. Και δεν ξέρω αν εδώ αρχίζει ή τελειώνει η δράση. Δεν είναι ακριβώς ήττα αυτό που νιώθω. Αλλά βλέπω επικίνδυνα κοντά το μεταίχμιο, όπως το βλέπει κι αυτός. Και ειλικρινά, με όλες τις επαναλήψεις του έργου, αυτή τη φορά νιώθω ότι όντως δεν ξέρω τι μας περιμένει. Η μόνη σταθερά που μπορώ να φανταστώ σε αυτή τη συνθήκη χαμηλής ορατότητας είναι να βάζω το ένα πόδι μπροστά στο άλλο και μετά πάλι, μέχρι κάποια στιγμή να διαπεράσω την κόκκινη ομίχλη. Ή να τη συνηθίσω…

**********************************

Με αφορμή τη συναυλία του Λεξ μπήκα στη διαδικασία να διαβάσω και να ακούσω λίγα περισσότερα σχετικά με τη χιπ χοπ τα οποία πιστεύω ότι βοηθάνε πολύ στο να καταλάβουμε λίγο παραπάνω το πλαίσιο και το γεγονός.

Η χιπ χοπ γεννήθηκε το 1970 στο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης. Δεν υπήρχαν αρχικά δίσκοι και ηχογραφημένες βερσιόν, αφορούσε το δυναμικό και το εφήμερο που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Μετέπειτα ξεκίνησε η αυτοσχέδια διανομή μέσα από κασέτες που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Ο σκοπός της χιπ χοπ ήταν να μιλήσει για θέματα ταυτότητας και πολιτικής μέσα στο ίδιο το περιβάλλον της καθημερινής πάλης. Γεννήθηκε από την ανάγκη για νέους τρόπους επικοινωνίας εντός της καταπιεστικής και βίαιης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας των μεγάλων αστικών κέντρων των ΗΠΑ. Τα δομικά στοιχεία της (“the elements”) αφορούν πράγματα, τεχνικές και ρόλους που ήταν προσβάσιμα και εύληπτα: το γκραφίτι, το DJing, ο ΜC, o χορός και η “γνώση” (knowledge) (το πως μιλάς για αυτό που όντως συμβαίνει, το πόσο αληθινός και ενήμερος είσαι αναφορικά με την κοινωνική σου πραγματικότητα). Η “γνώση” είναι και το συνεκτικό στοιχείο που διατρέχει και όλα τα υπόλοιπα. ( 1 ), ( 2 )

Η χιπ χοπ με το πρόσχημα και τη μορφή του πάρτυ κάνει ένα ιδιότυπο είδος δημοσιογραφίας και πολιτικής: Το βαθύτερο διακύβευμα της είναι η εκπροσώπηση, η οποία απαιτεί διαύγεια και ακρίβεια. Δεν έχεις την πολυτέλεια στη διαδικασία αυτή να είσαι αφελής, αντίθετα πρέπει να δεσμευτείς και να εντρυφήσεις στην ιστορία της κοινότητας ή της θεματικής που σε ενδιαφέρει ώστε να την αναπαραστήσεις και να την εκπροσωπήσεις δημιουργικά και με αλήθεια (“you have to come correct” με βάση τη γλώσσα της χιπ χοπ). Στο επίπεδο της μουσικής φόρμας, η διαφορετικότητα έχει άμεση επίδραση πάνω στο καλλιτεχνικό ρίσκο και την καινοτομία. Κατά τ’ άλλα, η χιπ χοπ είναι πρωτίστως μια νεανική κουλτούρα συνυφασμένη με την κριτική και βασίζεται στη “μαρτυρία”, τη συμμετοχή και τη συνδημιουργία στα γεγονότα. Η κριτική διάθεση στο είδος είναι διάχυτη και το ζήτημα της αξιοκρατίας κυρίαρχο. Ωστόσο αυτό δε συμβαίνει με ένα ιδεαλιστικό πρόσημο, αντίθετα αντλεί το ύφος, τη γλώσσα και τα προτάγματά της από τη σκληρότητα της σύγχρονης πόλης. ( 2 )

Αυτά αν μη τι άλλο αφορούν τα κομμάτια της χιπ χοπ τα οποία διατηρούν τον underground χαρακτήρα και τον κοινωνικό προβληματισμό τους, γιατί όπως είναι εμφανές η οικειοποίηση της χιπ χοπ στα πλαίσια της μεγάλης μουσικής βιομηχανίας έχει οδηγήσει σε μια εκτροπή με μεγαλύτερη έμφαση στην κουλτούρα του ηδονιστή hustler που “θα γίνει πλούσιος ή θα πεθάνει προσπαθώντας”.

Το ανησυχητικό στην εκτροπή αυτή δεν αφορά την έλλειψη συναισθηματισμού ή ιδεαλισμού, (στοιχεία για παράδειγμα που κυριαρχούν στην ποπ, χωρίς να σημαίνουν σε καμία περίπτωση λιγότερο προβληματικά νοήματα στο χώρο αυτό). Είναι περισσότερο το γεγονός ότι η ωμότητα που συχνά συναντάται στη χιπ χοπ (και ακόμη πιο μεγενθυμένη στην τραπ) καταλήγει στην νομιμοποίηση και την αναπαραγωγή εξουσιαστικών (πατριαρχικών και καπιταλιστικών) σχέσεων. Στον βίαιο ανταγωνισμό “όλων ενταντίον όλων” αποστρέφεται το όραμα της αλλαγής και την ενσυναίσθηση. Καταλαβαίνει και προβάλλει ως μόνο δρόμο την επιβίωση και την κυριαρχία με κάθε μέσο εντός του υπάρχοντος συστήματος. ( 3 )

**********************************

Σε ότι αφορά την ελληνική πραγματικότητα η χιπ χοπ είναι (και ειδικά το mainstream κομμάτι της) ξεκάθαρα ένα προϊόν πολιτιστικής οικειοποίησης: τα δομικά στοιχεία της χιπ χοπ κουλτούρας βασίζονται σε πολύ διαφορετικά πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης. Μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η πολυπολιτισμικότητα, οι ιδιομορφίες του inner city και τα identity politics είχαν πολύ περιορισμένη θέση στην ελληνική πραγματικότητα. Είναι προβληματισμοί που ακόμη αναδύονται και αυτό είναι ένα δεδομένο που πρέπει να υπολογίσουμε σε ότι αφορά την αυθεντικότητα του είδους στην Ελλάδα. Στην τωρινή συνθήκη όμως ίσως να βρίσκουμε την μεγαλύτερη ομοιότητα ανάμεσα στην εγχώρια πραγματικότητα και στις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε η χιπ χοπ.

Παρόλ’ αυτά, αν αναλογιστούμε όλα τα παραπάνω η συναυλία του Λεξ αντηχεί κάτι από τις ρίζες και τις πιο κινηματικές επιδιώξεις του χιπ χοπ. Σύμφωνα με τα λεγόμενα, αν μη τι άλλο, έστησε ένα event το οποίο ήταν οικονομικά προσιτό, και αν όχι απόλυτα αυτοοργανωμένο, τότε σίγουρα πολύ πιο κοντά στη σύλληψη και το συμβολισμό του block party, εν αντιθέσει με πολλά άλλα πολυαναμενόμενα event του φετινού καλοκαιριού τα οποία βασίστηκαν στην αισθητική, την οργάνωση, την προώθηση και φυσικά την κερδοφορία της “βαριάς βιομηχανίας”. Με αυτήν την έννοια, η συναυλία του Λεξ ξεπέρασε τα όρια και τη μορφή του προϊόντος και έγινε συμβάν με “αυτόπτες μάρτυρες” και όχι “θεατές”.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η συγκεκριμένη συναυλία έχει γίνει αντικείμενο πολιτικού σχολιασμού. Όχι όμως επειδή είναι από μόνη της ζωτική και ελπιδοφόρα. Παρά την αμεσότητα και την ευθυκρισία που επιδεικνύει, ο Λεξ δεν είναι απαλλαγμένος από τα όρια και τις στερεοτυπίες του μουσικού είδους που υπηρετεί και παρόλο που έχει στακάτο και κοφτερό στίχο και άρτια παραγωγή, αυτό δεν είναι εκείνο που δημιούργησε το ρεύμα που κατέληξε σε μια συναυλία με 25.000 κόσμο. Το hype δε δικαιολογείται σε άμεσα μουσικό επίπεδο. Έγκειται στην αντίληψη του πλαισίου. Ο Λεξ κάνει μια πολύ παραπάνω από τίμια προσπάθεια γιατί (συνειδητά ή όχι) μέσα σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο το οποίο ταλαντεύεται ανάμεσα στο παντεσπάνι και τη φόλα, αν μη τι άλλο μας έδειξε ότι αγγίζει τα ζητήματα της αυθεντικότητας, της εκπροσώπησης και της δημοκρατικής προσβασιμότητας στην τέχνη.

Η προσβασιμότητα στην τέχνη (και τα θέματα δημιουργίας και διανομής τέχνης η οποία είναι προσιτή χωρίς να χάνει την ακεραιότητα της) δεν είναι απλά ζήτημα απόλαυσης ή παρηγοριάς. Δεν μιλάμε (και δεν πρέπει να μιλάμε) για “άρτο και θεάματα”, για την τέχνη ως το νέο “όπιο του λαού”. Η ουσιαστική πρόσβαση στην τέχνη, στη δημιουργία και σε ποιοτικά έργα κάθε είδους τέχνης, είναι βασικό στοιχείο κοινωνικής κινητικότητας. Δεν είναι ότι την πιστοποιεί ή την επισφραγίζει απλά, την δημιουργεί μέσα από την διεύρυνση και την αμφισβήτηση εδραιωμένων μορφών, προτύπων και ρόλων. Μέσα από την ταύτιση και την κινητοποίηση, την έρευνα, την αποτύπωση και τη διήγηση.

Το πρόβλημα όμως με την πολιτιστική βιομηχανία και τις υπάρχουσες πολιτικές γύρω από την πολιτιστική διαχείριση αυτή τη στιγμή, είναι ότι είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε να αμβλύνουν ή και να εξουδετερώνουν ηθελημένα, αυτό που ο Augusto Boal (ιδρυτής του Θεάτρου των Καταπιεσμένων) ονομάζει dynamisation, την κινητοποίηση: Η τέχνη ή το πολιτιστικό προϊόν που είτε ωραιοποιεί μέσα από υπερβολική ομορφιά και δεξιοτεχνία, είτε εξαθλιώνει μέσα από την απόλυτη ωμότητα ή τη βλακεία τροφοδοτεί την αδράνεια (την επανάπαυση ή την παράλυση). Πολλώ δε μάλλον μια τέχνη η οποία αγοράζεται με υστέρημα, ως διαφυγή ή ως σημαίνον-token.

Ίσως ακριβώς με αυτήν την έννοια, ότι δηλαδή δεν προσφέρει μια όμορφη κάθαρση ή μια γενναιόδωρη λειασμένη ανακούφιση στο θεατή, αλλά του κρατάει θυμωμένα (ίσως συντροφικά και ωφελιμιστικά ταυτόχρονα) το χέρι μέσα στο πλάνο του ζόφου, ο Λεξ να έχει σε κάποιο βαθμό προσεγγίσει αυτό που δεν κατορθώνουν οι ιδεαλιστές της τέχνης και οι hustler του dog eat dog: να σου πει κάτι που τον καίει και που θ’ ανακαλύψεις ή θα θυμηθείς ότι σε καίει κι εσένα. Που θ’ ανακαλύψεις ή θα θυμηθείς ότι ήθελες και ίσως ακόμη μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Κι αυτό είναι κάτι σημαντικό και δύσκολο.

Είναι μια αρχή. Μένει ανοιχτό αν σε βάθος χρόνου θα δούμε κι άλλα τέτοια πολιτιστικά συμβάντα τα οποία θα μετατρέψουν το κοινό τους από θεατές σε αυτόπτες μαρτύρες. Αν θα δούμε να γίνεται η απαραίτητη εξόρυξη της άγριας ενέργειας όχι προς εκτόνωση και επίδειξη, αλλά προς μεταμορφωτική δημιουργία…

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here