Γράφει ο Μάριος Γκούβας
Φωτογραφίες: Ζέτα Χιώτη

Αν η παρουσία μας στη συνέντευξη τύπου για «Το Δικό μας Σινεμά», των Ρέππα – Παπαθανασίου μάς γέμισε μνήμες για τον χώρο του θεάτρου «Άλσος», με την πλήρη ανακαίνιση και επαναλειτουργία του, η παράσταση που ανεβαίνει φέτος μάς γέμισε νοσταλγία για τις παλιές καλές, έως ένδοξες, εποχές του ελληνικού κινηματογράφου, στην εικοσαετία της ακμής του.

Εποχές που η ενημέρωση ήταν αποκλειστικό προνόμιο των εφημερίδων και του ραδιοφώνου, η τηλεόραση φάνταζε… σενάριο φαντασίας και ο κινηματογράφος ήταν η «λαϊκή» προσιτή διασκέδαση που έδινε στον κόσμο το κάτι παραπάνω στη ζωή. Πόσες γενιές Ελλήνων, άλλωστε, δεν μεγάλωσαν με τις ταινίες της μεγάλης οθόνης και τα τραγούδια τους; Πόσοι και πόσες δεν έκαναν όνειρα να γίνουν οι ίδιοι τα αστέρια που θαύμαζαν στο πανί;

Το concept μάς είχε αποκαλυφθεί στη συνέντευξη τύπου. Παραγωγοί, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, χορογράφοι και λοιποί συντελεστές του κινηματογραφικού γίγνεσθαι στην Αθήνα, οι καθημερινές ιστορίες και, κυρίως, οι έρωτές τους, στα πλατό της Finos Film, κατά την περίοδο της «αυτοκρατορίας» του Φιλοποίμενα Φίνου, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μέχρι τον θάνατο του ιδίου και την «πτώση» των studio το 1977.

Ο Φίνος, παρότι απών από το καστ, κυριαρχεί παντού. Παρακολουθεί και ελέγχει άμεσα τους πάντες και τα πάντα. Η πρώτη και τελευταία κουβέντα είναι πάντα δική του. Και δικαιώνεται σε κάθε επιλογή. Ακόμη κι όταν παίρνει τη μοδίστρα και την καθιστά πρωταγωνίστρια πρώτου βεληνεκούς.

Στο σενάριο δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή. Ο φιλόδοξος και ερωτύλος πρωταγωνιστής Πέτρος –που αναδείχθηκε με τη βοήθεια της γυναίκας του–, που κυνηγάει όποιο θηλυκό βρει μπροστά του (Σπύρος Παπαδόπουλος), η σύζυγός του Μιράντα (Κατερίνα Λέχου) –καταξιωμένη ηθοποιός, αφιερωμένη στο σανίδι και η ατίθαση κόρη της, Δανάη (Ευγενία Σαμαρά). Ο Γιώργος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης αλλά και δέσμιος του τζόγου (Κώστας Κόκλας) και η Μαίρη (Δέσποινα Βανδή), ηθοποιός και σύζυγός του, που υποκύπτει στο φλερτ του πρωταγωνιστή. Ο ποιοτικός και με σταθερές αξίες ζεν πρεμιέ, Στέφανος (Μέμος Μπεγνής). Η Ντίνα (Παρθένα Χοροζίδου), αδελφή της Μαίρης, μοδίστρα στα studio. Ο Παύλος (Γιώργος Χρανιώτης) και η Φανή (Σύλβια Δελικούρα), ζευγάρι ηθοποιών με τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες τους. Ο «ερωτιάρης» χορογράφος (Παύλος Χαϊκάλης), που είναι, όμως, ο συνδετικός κρίκος όλων των πρωταγωνιστών. Σε «δεύτερη»… ανάγνωση, οι γονείς της Μαίρης, ο συνταξιούχος ηθοποιός Κώστας (Γιώργος Κωνσταντίνου) με την ανοϊκή σύζυγο, Δέσπω (Πηνελόπη Πιτσούλη) που ονειρεύεται νέες επιτυχίες, αλλά και η μητέρα του σκηνοθέτη, Ζωγραφούλα (Ελένη Γερασιμίδου), στον ρόλο της… κακιάς πεθεράς.

 

Ιστορίες καθημερινές, δηλαδή, σε έναν χώρο που ανέκαθεν οι ερωτοτροπίες, τυχαίες, σοβαρές ή επί σκοπώ, είναι στο καθημερινό πρόγραμμα. Όπως και η αδυναμία τους να κρυφτούν από τον απλό κόσμο, ή η δύναμη που μπορεί να ασκούν τα «αστέρια» στον καθημερινό πολίτη. Ειδικά σε μια εποχή μικροαστικών συμβάσεων, όπως αυτή στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία.

Το δέσιμο, όμως, που επιχειρεί το συγγραφικό δίδυμο, σε συνδυασμό με τη σκηνοθεσία, είναι τέτοιο που δεν σου επιτρέπει να… χαλαρώσεις δευτερόλεπτο. Κάθε στιγμή που αποτραβάς το βλέμμα από τη σκηνή, είναι βέβαιο ότι θα χάσεις κάποια ατάκα.

Και όλα αυτά, «ντυμένα» με αξέχαστες, τεράστιες επιτυχίες που έγραψαν σπουδαίοι μουσικοί και στιχουργοί και ερμήνευσαν με μοναδικό τρόπο οι τροβαδούροι της εποχής, αποδοσμένα με τις εξαιρετικές φωνές της Δέσποινας Βανδή και του Μέμου Μπεγνή –κατά κύριο λόγο–, την ώρα που ατάκες, τραγούδια και αμφιέσεις αλλάζουν επί σκηνής με αμείωτο ρυθμό, δημιουργώντας στον θεατή μια υπέροχα ευχάριστη εμπειρία. Η ιδανική κατάληξη πριν το διάλειμμα.

 

Στο δεύτερο μέρος, όμως, οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών έχουν αλλάξει. Τα δρώμενα στην πολιτική ζωή του τόπου κάνουν την εμφάνισή τους, όχι τόσο έντονα από πλευράς πλοκής, όσο από τη σκηνική προβολή που τη συνοδεύει. Λαμπράκης, 114, Γεώργιος Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Χούντα, Πολυτεχνείο, Κυπριακό, Μεταπολίτευση. Η πτώση του «θαύματος» του Φίνου έχει ήδη ξεκινήσει.

Τα πάθη παραμένουν, αλλά, ενίοτε, βρίσκουν νέες μορφές έκφρασης. Η συναδελφικότητα και η αγάπη, όμως, που τους έχει δέσει στο πέρασμα των χρόνων, είναι αυτό που τελικά μένει και υπερισχύει από κάθε ζήλια, απιστία, τσακωμό, κακία που έχουν βιώσει. Και βέβαια, η απεριόριστη αγάπη για τον «μέντορα», τον «πατριάρχη» Φίνο, που τους ανέδειξε και τους «είδε» δίπλα του για μια ύστατη φορά κατά την εξόδιο ακολουθία.

 

Το κλίμα βαραίνει για λίγο, αλλά η ζωή συνεχίζεται, όπως και η παράσταση. Παράσταση που βαίνει στο τέλος της με τη σκηνή να γεμίζει ξανά με το μπαλέτο και, με «Χάλι – Γκάλι», αποχαιρετάμε νοερά τους πρωταγωνιστές που προβάλλονται στις οθόνες της σκηνής. Ποια ονόματα να πρωτοθυμηθούμε; Όλοι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές, τα «ιερά τέρατα» της υποκριτικής στην Ελλάδα, άνθρωποι που με το πηγαίο και αστείρευτο ταλέντο τους γέμιζαν τις θεατρικές σκηνές κάποτε, αλλά έμειναν ανεξίτηλοι στη μνήμη μας από τις ερμηνείες τους στον κινηματογράφο, περνάνε μπροστά μας. Εικόνες ψηφιοποιημένες πια, που δεν μπορούν όμως να χάσουν ούτε pixel από τη λάμψη του παρελθόντος.

Αυτή τη λάμψη που, σαν την ελπίδα, γεννιέται από την αρχή σε μια νέα πορεία. Μια πορεία που οδηγούν οι «παλιοί» με συνοδοιπόρους τις νεώτερες γενιές σημαντικών καλλιτεχνών, όπως όσοι συμμετείχαν στην παράσταση.

«Προϊόν μυθοπλασίας», ανέφεραν οι συντελεστές στη συνέντευξη τύπου, αλλά οι ομοιότητες σε κάποιες από τις ιστορίες των πρωταγωνιστών, είμαστε βέβαιοι ότι προέρχονται από την πραγματικότητα.

 

Για τους πρωταγωνιστές της παράστασης, μόνο τα καλύτερα μπορούμε να εκφράσουμε. Οι «βετεράνοι» της, Γιώργος Κωνσταντίνου (Κώστας), Πηνελόπη Πιτσούλη (Δέσπω) και Ελένη Γερασιμίδου (Ζωγραφούλα), προσθέτουν τη δική τους πινελιά στον καμβά της παράστασης. Ο Παύλος Χαϊκάλης (Χρόνης), ο gay χορογράφος σε μια ερμηνεία απλά εκπληκτική. Κάθε έκφραση και κάθε κίνησή του, σχεδιασμένες και εκτελεσμένες τέλεια, αποδεικνύουν το πλούσιο και πηγαίο ταλέντο του.

 

Η αποκάλυψη της παράστασης, όμως, είναι η Δέσποινα Βανδή (Μαίρη). Οι ερμηνείες της στα τραγούδια που ακούσαμε ήταν εξαιρετικές, φυσικά, αλλά αν και την είχαμε θαυμάσει εδώ και χρόνια στο μικρό πέρασμα που έκανε στη σειρά «Δυο ξένοι», απέδειξε ότι το ταλέντο της στην υποκριτική ίσως είναι ανάλογο του μουσικού της χαρίσματος. Εκθαμβωτική η Δέσποινα έχει, έτσι κι αλλιώς, τον αέρα της πρωταγωνίστριας.

 

Η Κατερίνα Λέχου (Μιράντα) εξαιρετική σε έναν ρόλο που την θέλει να μένει σταθερή στα πιστεύω της και να τα υποστηρίζει μέχρι τέλους παρά τις αποτυχίες και τις οικογενειακές δυσκολίες. Η Παρθένα Χοροζίδου (Ντίνα), η μοδίστρα που γίνεται πρωταγωνίστρια, είναι ακόμη μία έκπληξη. Ο ρόλος της είναι ιδανικός για να ξεδιπλώσει το εκρηκτικό της ταπεραμέντο. Τραγουδάει και χορεύει με τόσο μπρίο και κέφι που σου δίνει την αίσθηση ότι… ξεπετάχτηκε από κάποιο μπαλέτο, ενώ η Σύλβια Δελικούρα (Φανή) υποστήριξε εξαιρετικά τον ρόλο της γυναίκας που αφιερώνει την ζωή της στον σύζυγο και την οικογένεια βάζοντας στην άκρη τις φιλοδοξίες της.

 

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος (Πέτρος) ήταν και πάλι απολαυστικός. Με την ένταση που προσδίδει στους ρόλους του, διακρίνεται κάθε φορά. Ο τρόπος που εκφράζει τις αδυναμίες του χαρακτήρα που ερμηνεύει είναι μοναδικός. Ο Κώστας Κόκλας (Γιώργος) ερμηνεύει έναν γενικά ήπιο χαρακτήρα που «ζωντανεύει», όταν ο σκοπός του είναι να χρηματοδοτήσει το πάθος του. Και το κάνει ιδανικά.

 

Ο Μέμος Μπεγνής (Στέφανος), είναι μια σταθερή αξία σε ρόλους με απαιτητικές υποκριτικές και φωνητικές δυνατότητες. Γνωστός για το πολύπλευρο ταλέντο του από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, υποστήριξε ιδανικά τον ρόλο του και ερμήνευσε υπέροχα τα τραγούδια. Ο Γιώργος Χρανιώτης (Παύλος), πάρα πολύ καλός σε έναν ιδιαίτερο και δύσκολο ρόλο του ανθρώπου που προσπαθεί να ισορροπήσει –στα όρια κάθε φορά– τη διπλή ζωή του. Και τον ρόλο αυτό τον στήριξε απόλυτα.

 

Και οι νεώτεροι συντελεστές, με μικρότερους ρόλους, Ευγενία Σαμαρά (Δανάη, κόρη Μιράντας), Δημήτρης Γαλάνης (απολαυστικός σε ρόλο στρατιωτικού), Μαριλού Κατσαφάδου, Μαριαλένα Ροζάκη, Γιώργος Τσούρμας, Γιάννης Ρούσος, έχουν πολύ καλές ερμηνείες.

Όπως και νωρίτερα αναφέραμε, η παράσταση είναι σκηνοθετημένη με τέτοιον τρόπο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Συνεχείς εναλλαγές σκηνών, σκηνικών, κοστουμιών, τραγουδιών, με τα αγόρια και κορίτσια του πλούσιου μπαλέτου να γεμίζουν τη σκηνή απ’ άκρη σ’ άκρη και την εξαιρετική ζωντανή ορχήστρα που δίνει άλλο ύφος σε κάθε σόου. Γιατί «Το Δικό μας Σινεμά», ξεφεύγει από τα όρια της θεατρικής και μουσικής παράστασης και κινείται στο πλαίσιο του σόου που, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, θυμίζει παραγωγές Hollywood.

 

Ο θεατής, ανάλογα με την ηλικία και τις εμπειρίες του, θα αντιμετωπίσει διαφορετικά την παράσταση. Οι μεγαλύτεροι θα αναπολήσουν και θα νοσταλγήσουν τα «παλιά», πιθανόν ανατριχιάζοντας ακούγοντας κάποια από τα εμβληματικά τραγούδια που ακούγονται, οι μικρότεροι, χωρίς τη συναισθηματική φόρτιση, μπορούν απλά να θαυμάσουν ερμηνείες, τραγούδια, χορογραφίες και, φυσικά, τα εκατοντάδες κοστούμια της Έβελυν Σιούπη.

Όπως και να έχει, «Το Δικό μας Σινεμά», μπορεί εύκολα να γίνει το σινεμά του κάθε θεατή, καθώς είμαστε βέβαιοι ότι η παράσταση αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας για πολλά χρόνια. Ο φόρος τιμής στον Φιλοποίμενα Φίνο αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο.

Η συγγραφική πένα των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, οι σκηνοθετικές τους οδηγίες, οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, οι υπέροχες ερμηνείες, η ορχήστρα, το μπαλέτο, τα εντυπωσιακά κοστούμια, θυμίζουν υπερπαραγωγή από αυτές που δημιουργούσε κινηματογραφικά ο Φίνος.

Τίποτε από όσα είδαμε, όμως, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν υπήρχε ένας άλλος… Φίνος. Ο παραγωγός Ηλίας Μαροσούλης, συνεπικουρούμενος από τον Ηλία Κοταρίδη, που ανέλαβε ένα φιλόδοξο και ακριβό, ειδικά για την εποχή, εγχείρημα. Το ανέθεσε στους καλύτερους και το αποτέλεσμα είναι ανεπανάληπτο. Μια παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς, δεύτερη και τρίτη φορά!

 

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του MusicCorner.gr…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here