Γράφει ο Γιάννης Τσούμαλης

Αυτό είναι ένα αυθόρμητο κείμενο. Η παρόρμηση εδώ χρησιμοποιείται, για να προλάβουν να βγουν όσες περισσότερες σκέψεις μπορούν, πριν κλείσει τις μπουκαπόρτες το πλοίο – αίσθημα που έφτασε με το άκουσμα αυτού του τραγουδιού. Από την άλλη η δημόσια έκθεση της σκέψης καλεί σε αυτοσυγκράτηση. Χρυσή τομή εδώ τραβά η φαντασία. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαι σε μια αυλή με πλαστικές λευκές καρέκλες –φτηνές, αλλά άνετες-, με ένα τραπέζι με τελειωμένους απογευματινούς καφέδες, με μια γάτα που περπατά συνωμοτικά ανάμεσα από τις γλάστρες και το μικρό ραδιόφωνο – τον ιππότη του τυχαίου, της προσμονής και της απορίας για το επόμενο τραγούδι και μια αυλόπορτα να χάσκει ανοιχτή σε ενδεχόμενες επισκέψεις. Δίπλα μου (ας ξεχαστεί για λίγο η covid-made και αναγκαία ψύχωση της απόστασης) κάθεται ο Κώστας (ο στιχουργός), η Σοφία (η μουσικός) και η Φωτεινή (η ερμηνεύτρια). Είναι η ώρα του λυκόφωτος. Για μια πολύτιμη στιγμή στο απέραντο 24ωρο το λυκαυγές αδελφώνει με το λυκόφως σε μια τέλεια δίδυμη ομορφιά και για αυτό το λίγο του χρόνου η ασάφεια των χρωμάτων ελευθερώνει. Πάνω σε τούτη την αδελφοσύνη το ραδιοφωνάκι παίζει το τραγούδι τους. «Βαδίζω ανάποδα». Δυο τζούρες τους, τρεις γουλιές, κάτι βήματα νωχελικά και μια άγια σιωπή συνοδεύουν το άκουσμα. Το τραγούδι τελειώνει. Εγώ ξεκινάω :

«Στιχουργέ μας, νομίζω ότι αυτό το τραγούδι είναι η εγκάρσια τομή του καλλιτεχνικού σας εαυτού. Τοποθετώ τα γράμματα σε κάθετη γραφή και σας κόβω στη μέση σαν φρούτο ώριμο. Ο χυμός της πείρας, ως συνόλου λαθών και διδαγμάτων, βγάζει όλη τη γλυκαλμύρα του στο «βαδίζω ανάποδα απάνω στο μαχαίρι σου, όταν με κόβεις να μη φαίνεται το χέρι σου». Η εγγύτητα στην καταστροφή αδικεί συχνά την εμπειρία, αλλά και αγιάζει στον τελικό λογαριασμό το αίσθημα. Με το «ανάποδα» που βάζεις ανοίγονται στα πέλαγα πολλά ενδεχόμενα ερμηνείας και έτσι αυξάνεις την πιθανότητα να νομιμοποιηθούν περισσότερα συναισθήματα. Δεν ζητώ να σε ερμηνεύσω. Δεν θα σου έκανα τέτοιο κακό. Απλά ενθουσιάστηκα από την ταύτιση μου μαζί σου, από τη σολωμική «κόψη» των πραγμάτων που τα δε ρομαντικά και κλασσικά, «άγρια και τρυφερά» και προσπάθησε να ενώσει κόσμους και έδωσε άγια ποιητικά σπαράγματα, από το «σχήμα» που δίνει την εντύπωση του στέρεου στην υγρή μας φύση, από το «πιο ωραίο ποίημα» που δεν απαγγέλλεται, αλλά λέγεται «ψιθυριστά», όταν δύο διψασμένοι και ταυτόχρονα ξεδιψαστικοί κληθούν να κάψουν άθελά τους βιβλιοθήκες λυρισμού και φιλοσοφίας με μιαν ανάσα, μέχρι την απόλυτη παράδοση να μη δω ότι ο άλλος με καταστρέφει, αλλά και την απόλυτη περιφρούρηση μου να μη δω. Ανάσανα σε καιρό κουρασμένο. Πήρα χαμπάρι ξανά τι με κινεί. Και τούτο δεν θα γινόταν αν δε σφυρηλατούσες σε λαϊκή φόρμα τον δούρειο ίππο εσύ Σοφία. Όταν το λαϊκό άκουσμα φέρει το μεγάλο νόημα, οι ψυχές που ανοίγονται δεν έχουν γεωγραφία, ούτε μορφ(ως)ή. Το ίδιο θα σου κλάψει ο τελευταίος ιππότης των χωριών της Ηπείρου, το ίδιο και εκείνος που περιμένει στο φανάρι υπολογίζοντας προθεσμίες και την ώρα που θα φτάσει. Κι εσύ Φωτεινή συγχώρα με, αλλά δεν κατάλαβα ακόμα τη φυσική της ερμηνείας. Ίσως και να μην είναι αυτό το ζήτημα. Θα δανειστώ τη σκέψη του Λόρκα στο «Ντουέντε». Μπορώ να θαυμάσω φωνές και ερμηνείες, αλλά ελάχιστες είναι εκείνες οι ερμηνείες που φέρουν άθελα και ηθελημένα τον προσωπικό αγώνα,  τη μνήμη και το αίσθημα του ερμηνευτή. Είναι μια από αυτές. Κι έτσι θυμήθηκα πως οι παλιές γυναίκες υπολόγιζαν «με το μάτι, με το χέρι», όχι τόσο από βαθειά γνώση της χημείας της κουζίνας, αλλά περισσότερο από (εν)συναίσθηση της φύσης αυτού που ετοιμάζεται με αγάπη για τους άλλους, αλλά και για τη νοστιμιά».

Κάπως έτσι θα τα έλεγα. Ίσως και όχι τόσο συνταγμένα. Θα είχε βραδιάσει κιόλας και θα είχαν φύγει. Εγώ θα σκεφτόμουν, όπως τώρα, πόσο παρασύρομαι συχνά από την ψυχολογία του καιρού και δεν κοιτώ τη φιλοσοφία του. Δεν είναι εύκολο να διατυπώσουμε ξανά τα πιο βαθειά ερωτήματα, να προσεγγίσουμε ξανά τη μνήμη και τους παλιούς και νέους αγώνες μας, τις παλιές και σύγχρονες αγάπες μας, να καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι και να ακούσουμε πως έγιναν μουσική τα βάσανα του κόσμου, «βαδίζοντας» ίσως και ανάποδα. Παραμένοντας εναγωνίως (η αγωνία εδώ είναι να πάψει η αγωνία) πιστός στην πιο αμφίσημη ώρα της ημέρας που δικαιώνει την ιδιοσυγκρασία μου, επιμένω –καίτοι νέος- με τις νίκες και τις (περισσότερες) ήττες μου να «μη γλιστρήσω στην [πολύμορφη] φθορά»  και μείνω με γεμάτο πουκάμισο, αλλά άδειο σώμα, για να παραφράσω και τον ποιητή.

  • Το τραγούδι “Βαδίζω ανάποδα κυκλοφόρησε στις 24 Μαΐου και είναι δημιουργία του Κώστα Φασουλά (στίχοι) και της Σοφίας Νάτσιου (μουσική). Το ερμηνεύει η Φωτεινή Βελεσιώτου.

—————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here