Γράφει ο Δημήτρης Κονιδάρης

Η 18η Ιανουαρίου είναι μια από τις κυριότερες ημέρες μνήμης στο λαϊκό τραγούδι της χώρας μας  αφού στις 18-1-1915 γεννήθηκε στα Τρίκαλα ο γίγας Βασίλης Τσιτσάνης. Την ίδια ημερομηνία, 69 χρόνια αργότερα, στις 18-1-1984, ο Τσιτσάνης ξεκίνησε το ταξίδι του για τη γειτονιά των αγγέλων περνώντας οριστικά στην αθανασία και αφήνοντας  πίσω του ένα εκπληκτικής ομορφιάς και τεράστιου όγκου έργο.

Όσον κι αν φαίνεται περίεργο, αφού τον έχουμε συνηθίσει με το μπουζούκι στα χέρια, το πρώτο μουσικό όργανο με το οποίο ασχολήθηκε ήταν το βιολί και μετά η μάντολα που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ασφαλώς τα παιδικά του χρόνια διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού του κόσμου. Αυτά τα βιώματα περιελάμβαναν ακούσματα από βυζαντινές ψαλμωδίες, από πλανόδιους μουσικούς και όχι μόνο. Τα αυτιά του ήταν πάντα ανοικτά για να δέχεται χρήσιμα στοιχεία και να τα αποθηκεύει στη μνήμη του αξιοποιώντας τα, αργότερα, κατά την παραγωγή του δικού του έργου. Με αυτόν τον τρόπο εμπλουτίστηκε ο μουσικός του κόσμος σε μεγάλο βαθμό αλλά, καταφανώς, αυτό δεν ήταν αρκετό. Η παρακολούθηση μαθημάτων στο Ωδείο Τρικάλων, όπου είχε δάσκαλο τον Ιταλό Ραφαήλ Γιόσα, έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τις Ευρωπαϊκές μελωδίες. Τονιστέον το ότι  δεν συμπαθούσε τους αμανέδες. Αυτό φαίνεται και στο μετέπειτα έργο του στο οποίο προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να συγκεράσει τις ευρωπαϊκές καντάδες με τον ήχο του μπουζουκιού χρησιμοποιώντας τις ευρωπαϊκές αρμονίες.  Άλλωστε μέρος της  απαράμιλλης  δύναμης του Τσιτσάνη εστιαζόταν στην ικανότητά του να συνενώνει και να συνταιριάζει ετερόκλητα στοιχεία.

Γενικά ο Τσιτσάνης δεν πήρε μόνο ό,τι του έδινε το εγγύς περιβάλλον του αλλά επιδίωξε ένθερμα τις επιδράσεις από άλλα τραγούδια και είδη μουσικής. Αρχικά άκουγε προσεκτικά ένα έργο ή μια απλή μελωδία, ύστερα το αφομοίωνε και, ακολούθως, προσπαθούσε να το ενσωματώσει στο δικό του πρωτότυπο έργο. Ουσιαστικά απορροφούσε το καθετί αφομοιώσιμο και δημιουργούσε τη δική του μουσική, παράγοντας έργα με πλούσια θεματολογία και γλωσσική έκφραση σύμφωνα με την αισθητική του. Μπορούσε από λίγες νότες ή λίγες λέξεις να εμπνευστεί για να γράψει ένα πανέμορφο κομμάτι στο οποίο, βεβαίως, ήταν αποτυπωμένος πολύ έντονα ο δικός του ξεχωριστός μουσικός χαρακτήρας που, εν τέλει, τον εκτόξευσε, δικαίως, στην κορυφή του λαϊκού μας τραγουδιού.

Συνθέτες που τον επηρέασαν, μεταξύ άλλων, ήταν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστος Δελιάς, Απόστολος Χατζηχρήστος και ο Δημήτρης Περδικόπουλος. Τον τελευταίο τον γνώρισε σε μια εμποροπανήγυρη στα Τρίκαλα το 1934, τον ακολούθησε σε περιοδείες του και το 1937 ο Περδικόπουλος βοήθησε τον 22χρονο Βασίλη να εισέλθει στη δισκογραφία, μέσω της «Οντεόν», με το τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε». Ωστόσο, ο Τσιτσάνης εκμεταλλευόμενος τη μουσική ιδιοφυΐα του, άντλησε στοιχεία όχι μόνο από συνθέτες αλλά και από στιχουργούς και τραγουδιστές δείχνοντας ότι το τραγούδι είναι ένας πολύ δυναμικός και ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Το επίτευγμα αυτό δηλαδή να  δημιουργήσει τραγούδια χρησιμοποιώντας τις επιρροές που δεχόταν μαζί με τις δικές του πρωτοποριακές και μοναδικού κάλλους μελωδίες του ήταν ιδιαιτέρως δυσχερές αφού δεν έφτανε μόνο το τεράστιο ταλέντο του αλλά απαιτείτο και σκληρή προσπάθεια. Όπως έχει πει ο ίδιος ο μέγας δημιουργός, κατέβαλε όλες του τις δυνάμεις για να φτάσει να γίνει σωστό τραγούδι ό,τι είχε στην ψυχή του. Πολλές φορές απέρριπτε 10 ή 20, ακόμα και 25 τραγούδια, μέχρι να φτάσει στο σημείο που επιθυμούσε και να δώσει το τέλειο αποτέλεσμα.

Κατά τα χρόνια της Κατοχής, ευρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη, στα κέντρα που εργαζόταν πήγαιναν άνθρωποι από όλες τις κατηγορίες μεταξύ των οποίων αντιστασιακοί και μαυραγορίτες. Από εκεί οι δημιουργίες του μεταφέρονταν σταδιακά και στο κοινό της πρωτεύουσας εκτοξεύοντας στα ύψη τη φήμη του νεαρού συνθέτη και στιχουργού. Γενικώς, η Κατοχή ήταν η περίοδος που τον ενέπνευσε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Σε αυτή τη μαύρη περίοδο έδωσε ό,τι καλύτερο είχε στην ψυχή του επηρεαζόμενος από τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης των κατακτημένων Ελλήνων. Έτσι δημιούργησε τα, ιστορικά πλέον, τραγούδια του κάνοντας μία μίξη τόσο ζωντανή και, κατ’ επέκταση, τόσο επιτυχημένη που αγκάλιασαν τη χώρα μας και έγιναν κτήμα του λαού. Και μάλιστα δεν θα είναι υπερβολή να πούμε ότι αγκαλιάστηκαν από όλη σχεδόν την Ελλάδα, από δεξιούς και εθνικόφρονες έως εξορισμένους αριστερούς και πολιτικούς πρόσφυγες. Τα τραγούδια του, εκτός από ερωτικό περιεχόμενο, είχαν και πολιτικοκοινωνικό βάθος αγγίζοντας πολλές πτυχές της ζωής στην πατρίδα μας. Σημειωτέον ότι στην επιτυχία τους διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο οι ωραιότατες εισαγωγές του που είναι πια κλασικές.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί το εξόχως εντυπωσιακό επίτευγμά του να αποφεύγει τις παγίδες της λογοκρισίας η οποία ήταν παρούσα για πολλές δεκαετίες στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου μας. Πέρα, όμως, από το συνθετικό του ταλέντο, αξιομνημόνευτη είναι η δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε πως δημιούργησε σχολή στο χειρισμό του κατεξοχήν λαϊκού οργάνου. Ο Άκης Πάνου είχε δηλώσει πως «Στα χέρια του Τσιτσάνη το μπουζούκι ήταν ένα μαγικό όργανο. Δεν ξεπεράστηκε από κανέναν. Κανένας δεν μπόρεσε να εκφραστεί όπως ο Τσιτσάνης… Στην έκφραση που είχε δεν τον ξεπέρασε κανένας. Ήταν ο πιο γλυκός εκτελεστής που άκουσα στη ζωή μου κρατώντας αυτό το όργανο, το μπουζούκι».

Οπωσδήποτε  το μπουζούκι δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία από τον Τσιτσάνη αφού ο λεπτός, λαμπερός και τραγικός ήχος του τον βοηθούσε να εκφράζει τα συναισθήματά του μέσω των μελωδιών του κατά βέλτιστο τρόπο. Το μπουζούκι μπορούσε να γελάει και να κλαίει την ίδια στιγμή, όπως είχε πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Μπορούσε να χαϊδεύει και να δίνει γλυκές μαχαιριές περνώντας την ουσία του μηνύματός του ιδανικότερα από οποιοδήποτε άλλο μουσικό όργανο.

Αξίζει να αναφερθούν οι ρήσεις των δύο πυλώνων της έντεχνης μουσικής μας, του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Χατζιδάκις είχε αναφέρει το 1981 ότι «ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος» ενώ ο Μίκης, πάντα πρόθυμος να εκφράσει τον απεριόριστο θαυμασμό του για τον Τσιτσάνη, έλεγε πως ήθελε να λογίζεται ως ένας ταπεινός μαθητής του. Είχε πει, μάλιστα, ότι ο Τσιτσάνης ήταν ένα παράθυρο στο φως για να μπουν λίγες ακτίνες ήλιου και να ζεστάνουν την παγωμένη καρδιά του βασανισμένου ελληνικού λαού γεμίζοντάς τη με όνειρα, χρώματα, ανατριχίλες, ελπίδα, κλάμα και λεβεντιά. Ήταν, κατά τον Μίκη,  ο υμνωδός της ψυχής του λαού μας που ομόρφυνε τους σκοτεινούς καιρούς με τα φτερουγίσματα της μεγάλης τέχνης του.

Τελειώνοντας,  είναι αναμφισβήτητο ότι τα τραγούδια του Τσιτσάνη παραμένουν ολοζώντανα αποτελώντας μια πολυτιμότατη, υψίστης σημασίας, παρακαταθήκη στα μουσικά αρχεία του Πολιτισμού μας. Η μορφή και το έργο του σφράγισαν την Ελληνική μουσική από το 1937 χαρίζοντάς μας πάρα πολλές από τις συγκλονιστικότερες στιγμές της. Ίσως όμως το σημαντικότερο είναι ότι σε κάθε αληθινό λαϊκό γλέντι, σε κάθε είδους μαγαζί όπου παίζεται γνήσια λαϊκή μουσική, τα τραγούδια του θρυλικού δημιουργού διαδραματίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο, αποδεικνύοντας ότι ο Τσιτσάνης βρίσκεται όχι μόνο στο  μυαλό και την καρδιά αλλά, πάνω απ’ όλα, στην ψυχή του Έλληνα.

Βιβλιογραφία

————–

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού γραπτού ή οπτικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here