Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
Τηλεοπτικές στιγμές που μας έκαναν να γελάσουμε, να κλάψουμε, να μελαγχολήσουμε, να ταυτιστούμε με τους ήρωες και να πάσχουμε μαζί τους. Πόσα συναισθήματα δε γέννησαν σε όλους μας αξέχαστα σίριαλ της μικρής οθόνης. «Ασπρόμαυρα κι έγχρωμα», άφησαν το σημάδι τους στο μυαλό και στην καρδιά μας και τα θυμόμαστε με νοσταλγία μέσα σ’ αυτό το άθλιο τηλεοπτικό τοπίο του σήμερα…
Αυτή η στήλη λοιπόν, από φέτος κάθε εβδομάδα, θα σας παρουσιάζει εναλλάξ μία σειρά και μία εκπομπή που έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στην ασπρόμαυρη ή στην έγχρωμη τηλεόραση στα πρώτα 20 χρόνια πορείας της. Φιλοδοξία της, να σας θυμίσει μοναδικές κι ανεπανάληπτες στιγμές που δε θα σβήσουν ποτέ ο χρόνος και η μνήμη!
———————————————–
Από το 1981 και μετά, η «Αλλαγή» είχε καταφέρει να βάλει τη δική της «σφραγίδα» στα τηλεοπτικά προγράμματα, όχι πάντα με ιδιαίτερη επιτυχία. Εν προκειμένω για τις σειρές που γυρίστηκαν και μεταδόθηκαν, οι περισσότερες δεν είχανε την παραμικρή σχέση με την ποιότητα και τη φροντίδα που διέθεταν οι αντίστοιχες του ’70, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν υπήρξανε και καλές στιγμές.
Χωρίς αμφιβολία, μιαν από αυτές ήτανε και το «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», σε σενάριο Γιώργου Αρμένη και σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή, ο οποίος ήτανε και ο παραγωγός της. Ξεκίνησε στην ΕΡΤ-2 την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 1985 (Παρασκευή και 13, με άλλα λόγια…) και ολοκληρώθηκε σε 13 επεισόδια των 45 λεπτών, στις 7 Μαρτίου 1986.
Πρωταγωνιστής ήταν ο Γιάννης Μόρτζος, στη δεύτερη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία του μετά τον περίφημο «Χατζημανουήλ» το 1984, που τόσα σχόλια προκάλεσε. Άλλωστε, ο σκηνοθέτης ήτανε και πάλι ο ίδιος, ενώ και αρκετοί ηθοποιοί που συμμετείχανε στο καστ του «Καρατάσου», είχαν εμφανιστεί και στην προαναφερθείσα σειρά.
Αυτό το κινηματογραφημένο σίριαλ αγαπήθηκε πολύ από το κοινό και πάντα βρισκότανε μέσα στις πρώτες θέσεις θεαματικότητας, με ποσοστά που πλησίαζαν το 45%. Ακόμα και σήμερα, πολύς κόσμος το θυμάται κι ευτυχώς που υπάρχει ολόκληρο στο διαδίκτυο, οπότε ο καθένας μπορεί να το δει ή να το ξαναδεί όσες φορές επιθυμεί.
Η υπόθεση
Η ιστορία διαδραματίζεται στο φανταστικό χωριό Σταυροχώρι, το οποίο είναι χτισμένο πάνω σε μιαν αρχαία πόλη, την «αρχαία Τύλισσο». Βρισκόμαστε στο τέλος της επτάχρονης δικτατορίας, όταν ο διορισμένος πρόεδρός του, πεθαίνει από το πολύ φαγητό.
Τότε, καταφθάνει ο νομάρχης (Νίκος Παπακωνσταντίνου) μαζί μ’ έναν αδίστακτο άνθρωπο, το Βαζούρα (Ζανίνο), ώστε να επιλέξει τον κατάλληλο αντικαταστάτη. Τον υποδέχονται ο πλούσιος γαιοκτήμονας Επαμεινώνδας Μπαλντάς (Βασίλης Διαμαντόπουλος) που τα έχει καλά με την κεντρική εξουσία, ο ενωμοτάρχης Σταμάτης Δελακώστας (Ηλίας Λογοθέτης), ο χαφιές κουρέας Τσιμπίδας (Κώστας Τσάκωνας), ο αγροφύλακας (Βασίλης Τσάγκλος), ο υπεύθυνος καθαριότητας (Πάνος Σκουρολιάκος) και η γραμματέας της κοινότητας Χαρίκλεια Κολτσιδοπούλου (Ντίνα Κώνστα), μιαν «αναρχική» γεροντοκόρη, που χλευάζει τους πάντες και τα πάντα.
Πάνω στο τσιμπούσι με αφορμή την υποδοχή του νομάρχη, αποφασίζεται να διορίσουν ως πρόεδρο ένα χωρικό που δεν είναι «δικός τους», αλλά αντιστασιακός κι εναντίον της χούντας.
Πρόκειται για τον αγρότη Τάσο Καρατάσο (Γιάννης Μόρτζος), ο οποίος ζει στο χωριό με τη γυναίκα του Βαγγελιώ (Λήδα Πρωτοψάλτη), την κόρη του Καλλιόπη (Ελένη Ράντου) και τον πατέρα του Ευδαίμονα (Γιώργος Μοσχίδης). Βεβαίως, γι’ αυτή την απόφαση, ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους, οι οποίοι φυσικά δεν έχουνε να κάνουνε με τις διοικητικές ικανότητες του επιλεγέντος προσώπου…
Ο Καρατάσος αν κι αιφνιδιάζεται μόλις το μαθαίνει, εν τούτοις δέχεται τη θέση και ανακηρύσσεται πρόεδρος μέσα σε ζητωκραυγές, σημαιοστολισμούς και τραγούδια Όμως, αυτός ο άνθρωπος που πέρασε όλη τη ζωή του δουλεύοντας και χωρίς να ενοχλήσει ούτε μυρμήγκι, τώρα που έχει εξουσία στα χέρια του, γίνεται εντελώς διαφορετικός.
Αυταρχικός, απότομος και πείσμων, εννοεί πάντα να γίνεται το δικό του και δίνει διαταγές. Επιπλέον, αναγκάζεται ν’ απαρνηθεί τις δημοκρατικές ιδέες του και να συμμορφωθεί μ’ εκείνες της πλειοψηφίας. Κι αυτό, τον φέρνει σε κόντρα με τους παλιούς δημοκράτες φίλους του, τον επίσης αγρότη Χαράλαμπο Μπαντέκο (Σταύρος Ξενίδης) και το Σιμοκανάτα (Κώστας Μπαλαδήμας).
Όλη αυτή η αλλαγή της συμπεριφοράς του, αρχίζει να δημιουργεί τις πρώτες «μουρμούρες» μεταξύ των συγχωριανών, όμως οι κρατούντες κάνουνε τα στραβά μάτια, καθώς έχουνε συμφέρον να διατηρείται ο Καρατάσος στον προεδρικό θώκο.
Έτσι, ξεκινούνε σιγά-σιγά να δείχνουνε τις προθέσεις τους, ζητώντας διάφορα ρουσφέτια. Για παράδειγμα, ο Μπαλντάς έχει σκοπό να φτιάξει χοιροτροφική μονάδα, η οποία βεβαίως θα είναι παράνομη. Έτσι, βάζει το χασάπη Μπάρτζο (Γιώργος Τζιφός) που είναι και συνεταίρος του να μιλήσει στο νέο πρόεδρο περί απαλλοτρίωσης μιας κοινοτικής περιοχής.
Ο Καρατάσος συμφωνεί, αλλά οι αιτήσεις για «εξυπηρετήσεις» αυξάνονταν και πληθύνονται, καθώς φαίνεται ότι οι επιτήδειοι βρήκαν ευκαιρία να «ξεπλύνουν» ορισμένα «αμαρτήματα» του παρελθόντος, εκμεταλλευόμενοι την αλλαγή ηγεσίας στην προεδρία του χωριού.
Όμως, η δικτατορία πνέει τα λοίσθια και η μεταπολίτευση είναι προ των πυλών. Τότε, όλοι εκείνοι που είχανε μάθει να «προσκυνούνε» την εκάστοτε εξουσία για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους, αρχίζουνε να μεταστρέφουνε τις απόψεις τους κι αίφνης να γίνονται «δημοκράτες».
Έτσι, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, ο Καρατάσος γίνεται ο «αποδιοπομπαίος τράγος» και παύεται από τα προεδρικά καθήκοντά του μέσα σε μια στιγμή. Άλλωστε, ο «ρόλος» του είχε ολοκληρωθεί κι εκείνοι που του έδωσαν αξιώματα, τώρα του τα αφαιρούν γιατί πάψανε πλέον να έχουνε συμφέρον από την παρουσία του.
Και το χειρότερο όλων, είναι ότι τον δένουνε κάτω από το άγαλμα της κεντρικής πλατείας και τον διώχνουν από το χωριό ως «χουντικό», ενώ αυτοί που πραγματικά ήτανε τέτοιοι, ετοιμάζονται ν’ απολαύσουνε τα αγαθά της δημοκρατίας, αποκατεστημένοι σε νέες θέσεις…
Το καστ
Θα διαπιστώσατε από τα ονόματα που αναφέρθηκαν, ότι το «Χαίρε Τάσο Καρατάσο» περιλάμβανε πολλούς κι εκλεκτούς εκπροσώπους της υποκριτικής τέχνης. Όπως είπαμε, ο Γιάννης Μόρτζος ενσαρκώνει το δεύτερο μεγάλο τηλεοπτικό ρόλο της καριέρας του μετά το «Χατζημανουήλ» και είναι εξαιρετικός ως «Καρατάσος». Από κοντά και οι έμπειροι και σπουδαίοι Βασίλης Διαμαντόπουλος, Σταύρος Ξενίδης και Γιώργος Μοσχίδης, ο οποίος έχει και ορισμένες εκπληκτικές ατάκες στη σειρά.
Όμως, θα σταθούμε σε δύο ηθοποιούς, που δίνουνε ξεχωριστό τόνο στην όλη προσπάθεια. Ξεκινάμε από το Νίκο Καλογερόπουλο, ο οποίος υποδύεται το Δημητράκη ή Μήτσο, ένα κλητήρα της κοινότητας που όλοι τον θεωρούνε «τον τρελό του χωριού». Συντροφιά με τη σκυλίτσα του Κίρκη, περπατάει στους δρόμους κι εκφράζει φωναχτά τις σκέψεις του, με αποτέλεσμα όλοι να τον παίρνουνε «στο ψιλό», γιατί έτσι τους βολεύει.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα δυστυχισμένο άνθρωπο, που έχασε τη μητέρα του από πολύ μικρός κι έμεινε μόνος του. Κοιμάται στην αποθήκη της κοινότητας, είναι εξαιρετικά ευαίσθητος και μιλά πάντα με τη γλώσσα της αλήθειας. Ακριβώς πάνω σ’ αυτή την ευαισθησία του «πάτησαν» οι συγχωριανοί του και τον φτάσανε στην τρέλα, προκειμένου να εκτονώνονται πάνω του.
Ο Καλογερόπουλος δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας στο συγκεκριμένο ρόλο, όπως άλλοτε και στον αντίστοιχο του «Μπε» στη «Μεθυσμένη πολιτεία» τέσσερα χρόνια πριν, χαρακτήρας που δεν είχε ιδιαίτερες διαφορές με το «Μήτσο».
Και πάμε στη Ντίνα Κώνστα, η οποία υποδύεται τη γεροντοκόρη Χαρίκλεια, που δεν καταλαβαίνει το παραμικρό και σχολιάζει με το δικό της μοναδικό τρόπο όσα βλέπει γύρω της. Η εκλεκτή ηθοποιός είναι αληθινή απόλαυση στην ενσάρκωση αυτού του προσώπου και «όλα τα λεφτά», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Στο ίδιο επίπεδο κινούνται και οι ερμηνείες των Ηλία Λογοθέτη και Κώστα Τσάκωνα, ενώ πολύ καλή είναι και η Λήδα Πρωτοψάλτη, ως γυναίκα του Καρατάσου. Σημειωτέον ότι αρχικώς ο ρόλος είχε δοθεί στην Άννα Βαγενά, η οποία όμως δεν εμφανίστηκε στη σειρά.
Εκτός των προαναφερθέντων, στο έργο συμμετείχανε μεταξύ άλλων και οι Γιάννης Ευδαίμων (Θανάσης, χωροφύλακας), Νίκος Κάπιος (Καφαντάρης), Πάνος Αναστασόπουλος, Δημήτρης Καμπερίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης κ.α.
Σχόλιο
Ο «Καρατάσος» είναι από τις πιο λαϊκές (όχι λαϊκίστικες) και ρεαλιστικές σειρές που μεταδόθηκαν ποτέ στην ελληνική τηλεόραση. Αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας μας, με τη συνεχή εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η οποία σχεδόν πάντα καταλήγει στο να πετιέται στ’ άχρηστα, σα στυμμένη λεμονόκουπα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, παραμένει επίκαιρη ακόμα και σήμερα.
Μέσα από το εξαιρετικό σενάριο του Γιώργου Αρμένη και την υποδειγματική σκηνοθεσία του Γιάννη Σμαραγδή, περιγράφεται με ήχο και εικόνα η νοοτροπία που είχε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων όχι μόνο κατά τη διάρκεια της χούντας, αλλά σε όλες τις στιγμές της ιστορίας της χώρας μας. Το συμφέρον πάνω απ’ όλα κι από εκεί και πέρα, «πού σε είδα πού σε ξέρω»…
Βεβαίως, η σειρά έχει κι αρκετά κωμικά στοιχεία, με τα οποία δε μπορείς να μη γελάσεις. Όμως, θα τη χαρακτηρίζαμε κωμικοτραγική, καθώς το γέλιο των πολλών, είναι το δάκρυ των λίγων.
Να σημειώσουμε ακόμα ότι η μουσική των τίτλων γράφτηκε από το Γιάννη Μαρκόπουλο.
—————
* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τεύχη του περιοδικού “Ραδιοτηλεόραση”, που υπάρχουν στο αρχείο του συντάκτη της στήλης.
———–
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…
πολυ ωραια σειρα