Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
Τηλεοπτικές στιγμές που μας έκαναν να γελάσουμε, να κλάψουμε, να μελαγχολήσουμε, να ταυτιστούμε με τους ήρωες και να πάσχουμε μαζί τους. Πόσα συναισθήματα δε γέννησαν σε όλους μας αξέχαστα σίριαλ της μικρής οθόνης. «Ασπρόμαυρα κι έγχρωμα», άφησαν το σημάδι τους στο μυαλό και στην καρδιά μας και τα θυμόμαστε με νοσταλγία μέσα σ’ αυτό το άθλιο τηλεοπτικό τοπίο του σήμερα…
Αυτή η στήλη λοιπόν, από φέτος κάθε εβδομάδα, θα σας παρουσιάζει εναλλάξ μία σειρά και μία εκπομπή που έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στην ασπρόμαυρη ή στην έγχρωμη τηλεόραση στα πρώτα 20 χρόνια πορείας της. Φιλοδοξία της, να σας θυμίσει μοναδικές κι ανεπανάληπτες στιγμές που δε θα σβήσουν ποτέ ο χρόνος και η μνήμη!
———————————————–
Η περίοδος 1980-81, ήταν η τελευταία όσον αφορά τη «μαζική παραγωγή» ασπρόμαυρων εκπομπών και σειρών στην ελληνική τηλεόραση. Από την Πρωτοχρονιά του 1981, η ΕΡΤ «εγκαινίασε» την έγχρωμη εικόνα σχεδόν στο σύνολο των προγραμμάτων της, ενώ αργότερα ακολούθησε και η ΥΕΝΕΔ.
Ωστόσο, το «νοσταλγικό» άσπρο και μαύρο εξακολουθούσε να έχει παρουσία στη μικρή οθόνη, λίγους μήνες πριν περάσει οριστικά στην ιστορία. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ορισμένες τηλεοπτικές σειρές εκείνης της σεζόν γυρίστηκαν και μεταδόθηκαν χωρίς χρώμα, αφού σε τεχνικό επίπεδο δεν ήταν εύκολο να συμβεί εξ ολοκλήρου το αντίθετο.
Στη συγκεκριμένη «ομάδα», ανήκουν και «Οι άθλιοι των Αθηνών». Ένα πολύ «δυνατό» και γεμάτο αγωνία και απρόοπτες εξελίξεις μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, το οποίο είχε δημοσιευτεί το 1887 σε εβδομαδιαίες συνέχειες σε κάποιο περιοδικό της εποχής, ενώ σε βιβλίο κυκλοφόρησε το 1891!
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, ο Γιώργος Μιχαηλίδης το διασκεύασε και το σκηνοθέτησε για την τηλεόραση της ΕΡΤ, ενώ ακόμα ήταν νωπή η τεράστια επιτυχία του «Συμβολαιογράφου» του Αλέξανδρου Ραγκαβή, όπου κι εκεί είχε κάνει ακριβώς το ίδιο.
Έτσι, την Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 1980 στις 21:35, μεταδόθηκε το πρώτο από τα είκοσι 45λεπτα επεισόδια της τηλεοπτικής διασκευής των «Αθλίων» στη θέση της «Αστροφεγγιάς», η οποία είχε ολοκληρωθεί μία εβδομάδα νωρίτερα.
Ωστόσο, δεν κατάφερε να φτάσει σε αποδοχή τον «σιορ Τάπα» και τους υπόλοιπους ήρωες του Ραγκαβή, καθώς αφενός το θέμα του ήταν εξαιρετικά «βαρύ» για τους τηλεθεατές, αφετέρου πολύ συχνά η μετάδοση των επεισοδίων αναβαλλόταν για διάφορους λόγους, όπως έκτακτες εκπομπές, χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα προγράμματα, ποδοσφαιρικοί αγώνες κλπ.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι η σειρά δε μεταδόθηκε επτά φορές μέχρι να ολοκληρωθεί, κάτι που οπωσδήποτε ήταν εις βάρος της θεαματικότητάς της, καθώς το κοινό δε θυμόταν εύκολα τι είχε συμβεί στο προηγούμενο επεισόδιο.
Το 20ό και τελευταίο «βγήκε στον αέρα» στις 20 Μαΐου 1981, ενώ από το τρίτο άλλαξε και η ώρα μετάδοσής της (20:05), «πέφτοντας» πάνω στο δημοφιλέστατο «Μεθοριακό σταθμό» της ΥΕΝΕΔ…
Περίπου τρία χρόνια μετά το τέλος της μίας και μοναδικής μετάδοσής τους, «Οι άθλιοι των Αθηνών» διαγράφηκαν από κάποιους άλλους …άθλιους, που παρεπιδημούσαν στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή. Έτσι, δεν έχει σωθεί ούτε δευτερόλεπτο από τούτη τη σειρά, παρά μόνο φωτογραφικό υλικό από τα έντυπα της εποχής, μέρος του οποίου μπορείτε να δείτε στο παρόν αφιέρωμα…
Η υπόθεση
Θα παρουσιάσουμε την ιστορία, σύμφωνα με τις περιλήψεις των επεισοδίων που δημοσιεύονταν την εποχή που η σειρά μεταδιδόταν. Δηλαδή, θα βασιστούμε στην τηλεοπτική διασκευή και όχι στο βιβλίο, εντοπίζοντας τις διαφορές σε άλλη ενότητα του αφιερώματος.
Στο εισαγωγικό επεισόδιο λοιπόν, παρουσιάζονται οι τρεις άξονες της υπόθεσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Κάποιο βροχερό βράδυ του 1872, ο νεαρός Χαρίλαος Αλβάνης (Κώστας Αρζόγλου) τρέχει στους δρόμους της Αθήνας κρατώντας στα χέρια του ένα βρέφος. Από το φόβο του, το αφήνει μέσα σ’ ένα κασόνι που βρίσκεται κάτω από ένα υπόστεγο κι εξαφανίζεται.
Εκεί, το ανακαλύπτει ο Τάσος (Χ. Χατζησίμου), ένα φτωχό λουστράκι που ζει μέσα σ’ αυτό, καθώς το έχει σκάσει από το «μάστορή» του (Κώστας Πανουργιάς), ο οποίος το ξυλοκοπούσε αγρίως και ήθελε να γλιτώσει από τα χέρια του. Μέσα στις φασκιές που είναι τυλιγμένο, βρίσκει μια κάρτα που αναφέρει ότι το κοριτσάκι ονομάζεται Τασούλα.
Την ίδια ώρα, μια νέα κοπέλα που ονομάζεται Μαριώρα (Κάτια Δανδουλάκη) μεταφέρεται ως αιχμάλωτη με μια άμαξα στον Πειραιά, φωνάζοντας σε παράφρονα κατάσταση για ένα μωρό που έχασε. Οι «απαγωγείς» την πηγαίνουν σ’ έναν οίκο ανοχής, υπεύθυνη του οποίου είναι η Αννέτα (Ντίνα Κώνστα), αλλά καταφέρνει να διαφύγει.
Ωστόσο, σε λίγες ώρες συλλαμβάνεται και οδηγείται στην αστυνομία, με την κατηγορία ότι έκλεψε χρήματα από το «ευαγές ίδρυμα», κατόπιν καταγγελίας της «μαντάμ». Λόγω του ότι έχει χάσει τα λογικά της, αποφασίζεται ο εγκλεισμός της στην απομόνωση του ψυχιατρείου της Κέρκυρας…
Παράλληλα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το αρχοντικό του ομογενούς μεγαλέμπορου Φλαμούρη (Σταύρος Ξενίδης) είναι αναστατωμένο. Όλα είναι αναποδογυρισμένα, ενώ υπάρχουν τα πτώματα του 15χρονου γιου του και δύο υπηρετριών, αλλά και μια κάρτα με το όνομα «Φραγκόπουλος»…
Ο νεαρός Τάσος σκέφτεται να πάει την Τασούλα στο βρεφοκομείο, όμως τη στιγμή που το αποφασίζει, γίνεται αντιληπτός από το «μάστορη» και για να ξεφύγει, μπαίνει σε μιαν αυλή με ισόγεια σπίτια.
Εκεί, συναντά τη «μάγισσα» Καρκαλού (Ν. Παπαζαφειροπούλου) και την κόρη της Σταματίνα (Ντόρα Σιμοπούλου), οι οποίες του προτείνουν να τους αφήσει το βρέφος, δήθεν για να το φροντίσουν.
Στην πραγματικότητα, θέλουν να κερδίσουν χρήματα και του ζητούν να τους δίνει ό,τι μπορεί για τη διατροφή και το ντύσιμό του. Εκείνος το κάνει για αρκετό καιρό, χωρίς να γνωρίζει ότι το έχουν στείλει στο βρεφοκομείο. Εντελώς τυχαίως, αργότερα θ’ ανακαλύψει ότι η Τασούλα έχει δοθεί σε μια κοπέλα που είχε χάσει το κοριτσάκι της…
Όσον αφορά τη Μαριώρα, βρίσκεται μισοπεθαμένη σ’ ένα υπόγειο του φρενοκομείου της Κέρκυρας. Ο Κωνσταντής (Νίκος Γαροφάλλου), ο άνθρωπος που τη συνόδεψε στο ταξίδι της από την Τήνο στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή, ψάχνει απεγνωσμένα να τη βρει. Είναι ο σύζυγος της Σταματίνας, την οποία αναγκάστηκε να παντρευτεί κατόπιν απειλών του αδελφού της Θεμιστοκλή (Χρήστος Μπίρος), από τους πιο φημισμένους τραμπούκους της Αθήνας…
Με τα πολλά, μαθαίνει ότι βρίσκεται στην Κέρκυρα αλλά όταν φθάνει εκεί, δεν τη βρίσκει. Έχει προσπαθήσει με τις λίγες δυνάμεις της να φύγει από κει, αλλά όταν τα καταφέρνει, την αρπάζει και την κλείνει σ’ ένα κελί ο Παπαρρηγόπουλος (Μπάμπης Αλατζάς).
Αυτός, είναι ένα από τα «κατακάθια» μιας παρέας «νταήδων» της πρωτεύουσας στην οποία ανήκει και ο Θεμιστοκλής, με επικεφαλής τον Αριστοτέλη Βουνέκα ή «Λαχταράκη» (Γιώργος Κέντρος), ο οποίος κορόιδεψε τη Μαριώρα και την «παντρεύτηκε» με πλαστό γάμο, κάνοντας μαζί της την Τασούλα…
Στο τέλος, ο Κωνσταντής καταφέρνει να βρει την άτυχη κοπέλα και να φύγει μαζί της στην Αθήνα, όπου νοικιάζουν ένα σπίτι και βάζουν σκοπό της ζωής τους να βρουν το μωρό που χάθηκε. Τους ακολουθούν και δύο τρόφιμοι του ψυχιατρείου όπου νοσηλευόταν η Μαριώρα, ο Στάθης (Γιώργος Σταμάτης) και η Στέλλα (Κάκια Ιγερινού).
Όσον αφορά το Φλαμούρη, έρχεται στην Αθήνα μαζί με τα άλλα δύο μικρά παιδιά του, την αδελφή του Θάλεια (Έρση Μαλικένζου) και το γραμματέα του Αλέξανδρο Παναγιώτου (Πολύκαρπος Πολυκάρπου), με σκοπό να ξεχάσει τα τραγικά γεγονότα της Αλεξάνδρειας και δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στην Ελλάδα.
Στο ξενοδοχείο όπου μένει προσωρινά μέχρι να ετοιμαστεί το σπίτι του, γνωρίζει τον Κάρολο Ντεμουλέν (Γιάννης Φέρτης), ο οποίος του συστήνεται ως Ελληνογάλλος μηχανικός και του μιλά για μια μεγάλη επιχείρηση που έχει στα σκαριά. Του λέει ότι σε κάποιο σημείο της Αττικής, έχει εντοπίσει μεγάλες ποσότητες καθαρού μεταλλεύματος και σκοπεύει να εκμεταλλευθεί την περίσταση, φτιάχνοντας ένα μεταλλείο.
Ο Φλαμούρης δείχνει δύσπιστος απέναντί του και ο Ντεμουλέν προσπαθεί να προσεγγίσει το γραμματέα του, ζητώντας του να μιλήσει στο αφεντικό του και να το πείσει να βάλει χρήματα σ’ αυτή τη δουλειά, ώστε να συνεταιριστούν. Επιπλέον, για να πετύχει το στόχο του δε διστάζει να φλερτάρει με τη Θάλεια, η οποία γοητεύεται από το νεαρό άνδρα.
Αφού δεν καταφέρνει το παραμικρό, μεταχειρίζεται άλλα μέσα. Βάζει κάποιον που συστήνεται στο Φλαμούρη ως τραπεζίτης και του προτείνει να συνεργαστούν, ιδρύοντας μια μεγάλη τράπεζα στην Ελλάδα.
Εκείνος δέχεται, δίχως να υποπτεύεται ότι πίσω από αυτή την πρόταση κρύβεται ο Ντεμουλέν, που στην πορεία μαθαίνουμε ότι είναι ο περιβόητος Φραγκόπουλος, καταζητούμενος στην Αίγυπτο και αλλού για δεκάδες εγκλημάτων. Ένα εξ αυτών, η σφαγή στο σπίτι του Φλαμούρη στην Αλεξάνδρεια…
Στο μεταξύ, ο δήθεν μηχανικός ρίχνει τα δίχτυα του και στην οικογένεια Βουνέκα. Προτείνει στον καθηγητή και ολίγον αρχαιοκάπηλο Μενέλαο (Σπύρος Κωνσταντόπουλος) να του δώσει σχεδόν όλη την περιουσία του για το υποτιθέμενο μεταλλείο, ενώ αργότερα αρραβωνιάζεται την κόρη του Μέλπω (Μιμή Ντενίση).
Η κοπέλα, λίγο καιρό πριν ήταν ερωτευμένη με το Χαρίλαο, ο οποίος ήταν υπηρέτης στο σπίτι και παράλληλα προσπαθούσε να τελειώσει το Γυμνάσιο, υπό την επίβλεψη του καθηγητή. Οι δυο νέοι αποφάσισαν να φύγουνε στην Αμερική, καθώς η οικογένεια Βουνέκα δεν ενέκρινε τη σχέση τους, αλλά την ώρα που ξεκινούσε το καράβι, τους συνέλαβαν οι αστυνομικοί, κατόπιν καταγγελίας του πατέρα της Μέλπως. Κι όλα αυτά, γιατί εκείνη είχε την αφέλεια ν’ αφήσει ένα γράμμα, στο οποίο ανέφερε τον τόπο του ταξιδιού. Έτσι, ο δεσμός τους παίρνει άδοξο τέλος…
Η σύζυγος του Βουνέκα, Ερασμία (Μαρία Μαρμαρινού), κρύβει ένα μεγάλο μυστικό. Πριν το γάμο της, είχε γεννήσει στη Σμύρνη ένα αγόρι, καρπό του παράνομου δεσμού της με τον ξάδελφό της, απόστρατο αξιωματικό Αργυρόπουλο (Βύρων Πάλλης).
Όταν έφυγε από κει για να γλιτώσει το σκάνδαλο, το άφησε σε μια γριά τροφό κι έκτοτε, έχασε τα ίχνη του, αλλά ουδέποτε έπαψε να ενδιαφέρεται και να ψάχνει πληροφορίες για την τύχη του.
Κάποια στιγμή, οι δυο πρώην εραστές μαθαίνουν ότι το παιδί τους ζει και μάλιστα, ο Αργυρόπουλος λαμβάνει ένα σημείωμα που τον πληροφορεί για το μέρος όπου θα το συναντήσει. Όμως, πρόκειται για άλλη μια παγίδα του Φραγκόπουλου-Ντεμουλέν, καθώς του έχουνε στήσει καρτέρει ο «Λαχταράκης» με τον Θεμιστοκλή και τον σκοτώνουν…
Ο αστυνόμος (Γ. Δάνης), καλεί το Φλαμούρη και του ζητά να του πει τι γνωρίζει αναφορικά με το παιδί της Βουνέκα. Εκείνος, του αποκαλύπτει ότι το αγόρι ζει. Παράλληλα, ο βοηθός του αστυνόμου Γιώργης (Δημήτρης Τζουμάκης) εντοπίζει το «Λαχταράκη» και το Θεμιστοκλή και συμπλέκεται μαζί τους, κατορθώνοντας να τους συλλάβει.
Επιπλέον, υποπτεύεται ότι πίσω απ’ όλη αυτή την ιστορία κρύβεται ο Φραγκόπουλος, ο οποίος τελικώς πείθει το Βουνέκα να του δώσει όλα τα χρήματά του για την «επιχείρηση». Ταυτοχρόνως, γίνεται γνωστός και ο αρραβώνας του με τη Μέλπω, παρά την προσπάθεια του Χαρίλαου να τη μεταπείσει και να ζήσει μαζί του.
Εν τέλει, ο Φραγκόπουλος καταλαβαίνει ότι τα πράγματα στενεύουν, όταν ο αστυνόμος τον καλεί και του μιλά για τη δολοφονία του Αργυρόπουλου. Αποφασίζει λοιπόν να δράσει γρήγορα, αλλά θα συλληφθεί και οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες.
Ο Βουνέκας θ’ αυτοκτονήσει, η γυναίκα του θα μάθει ότι το χαμένο παιδί της ήταν ο δήθεν Ντεμουλέν, ενώ η Μέλπω θ’ αρχίσει να κάνει άσωτη ζωή και θα δολοφονηθεί από τον αδελφό της Νίκο, ο οποίος δε μπορεί ν’ αντέξει την κηλίδωση του ονόματός του…
Όσο για τον Τάσο, θα σταθεί τυχερός, καθώς εντελώς τυχαίως θα βρεθεί στο δρόμο του ο Φλαμούρης, ο οποίος θα τον πάρει κοντά του και θα τον σπουδάσει. Στο μεταξύ, θα ενταχθεί στην οικογένεια και η Τασούλα, που θα γοητεύσει το Χαρίλαο και θα ζήσουν μαζί. Και να σκεφτεί κάποιος ότι εκείνος ήτανε που την άφησε βρέφος στο χαρτοκιβώτιο που έμενε ο Τάσος, κατόπιν εντολής του «Λαχταράκη», ο οποίος τον απείλησε ότι δε θα προβιβαζόταν στο Γυμνάσιο…
Το καστ
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης επέλεξε για τους «Άθλιους» ένα μεγάλο μέρος των ηθοποιών που είχε χρησιμοποιήσει και στο «Συμβολαιογράφο» ένα χρόνο πριν. Λογικό, καθώς ο κάθε σκηνοθέτης διαλέγει πάντα εκείνους που κατά τη γνώμη του θα δώσουν στη δουλειά του το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Έτσι λοιπόν, συναντάμε το Γιάννη Φέρτη, τη Μιμή Ντενίση, το Σταύρο Ξενίδη, την Έρση Μαλικένζου, το Χρήστο Μπίρο, το Γιώργο Δάνη, τη Ντίνα Κώνστα, τον Πολύκαρπο Πολυκάρπου, το Μπάμπη Αλατζά, το Γιώργο Σταμάτη και τη Σοφία Σπυράτου (στο ρόλο μιας μυστηριώδους κυρίας), οι οποίοι είχαν τη δική τους μικρή ή μεγάλη συμμετοχή και στο «Συμβολαιογράφο».
Με βάση τα πρόσωπα που κλήθηκαν να ενσαρκώσουν στους «Άθλιους», θεωρώ ότι ήταν οι ιδανικότερες επιλογές για το Μιχαηλίδη. Όμως, έχω την εντύπωση ότι την έκπληξη έκανε ο Φέρτης, σ’ έναν εντελώς κόντρα ρόλο από εκείνους που είχε παίξει ως τότε.
Είχε συνηθίσει το κοινό να είναι πάντα το «καλό και τίμιο παλικάρι» κι εδώ, τον βλέπουμε να υποδύεται έναν απατεώνα και κατά συρροή δολοφόνο, που έχει ως μόνο στόχο της ζωής του να καταστρέφει τους άλλους.
Μπίρος και Αλατζάς ήταν ό,τι έπρεπε για «νταήδες» και «μάγκες», όπως και ο Χρήστος Ζορμπάς. Αυτός, έπαιζε το χαρακτήρα του Παύλου Τζερεμέ, ενός επίσης «παλικαρά», που είχε δεσμό με τη Δέσπω (Κλεό Σκουλούδη) και συνέχεια της ζητούσε χρήματα δήθεν για ν’ ανοίξουνε σπιτικό, ενώ στην πραγματικότητα τα ήθελε για να χαρτοπαίζει.
Όσο για το Σταύρο Ξενίδη, ο ρόλος του Φλαμούρη ήταν ουσιαστικά η συνέχεια του αντίστοιχου του Βοράτη που είχε στο «Συμβολαιογράφο», ενώ ο Κώστας Αρζόγλου θα πρέπει να ήταν εξαιρετικός ως Χαρίλαος, τύπος που έμοιαζε αρκετά του «Αγγελή Μεσολόγγα», που υποδυότανε στη «Λεηλασία μιας ζωής».
Ο χαρακτήρας της Μέλπως που ανατέθηκε στη Μιμή Ντενίση, ως ένα βαθμό είχε κοινά χαρακτηριστικά μ’ εκείνο της Αγγελικής στο «Συμβολαιογράφο», ενώ είναι βέβαιο ότι ο αξέχαστος Νίκος Γαροφάλλου θα ήτανε πολύ καλός ως Κωνσταντής.
Και πάμε στην Κάτια Δανδουλάκη, η οποία πραγματικά παρουσιάστηκε αγνώριστη στους «Άθλιους». Γερασμένη, με κάτασπρα μαλλιά και ταλαιπωρημένη, μόνον από τις φωτογραφίες γίνεται αντιληπτό ότι θα πρέπει να υποδύθηκε υποδειγματικά τη δύστυχη Μαριώρα. Η εξαίρετη ηθοποιός είχε κι εκείνη έναν εντελώς κόντρα ρόλο με βάση τουλάχιστον το τηλεοπτικό παρελθόν της, δείχνοντας μιαν άλλη πλευρά του ταλέντου της.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω είναι απλές υποθέσεις, με βάση τη γενικότερη εικόνα που έχουμε για τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες, καθώς η σειρά δεν υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ και είναι αδύνατη η οποιαδήποτε κριτική ως προς την…υποκριτική τέχνη του καθενός σ’ αυτήν…
Πάντως, είναι εύκολη η διαπίστωση ότι στους «Άθλιους» δεν υπάρχει πρωταγωνιστής. Πρόκειται για μια συλλογική δουλειά, όπου ο καθένας έχει το δικό του ρόλο, ανεξαρτήτως του ονόματός του.
Εκτός των προαναφερθέντων, στο σίριαλ συμμετείχανε και οι Χρήστος Νάτσιος (Μανωλόπουλος), Τζένη Καλύβα (Φανή) και Θανάσης Μπογιατζής (Κυριάκος).
Σχόλιο
Με δεδομένο ότι «Οι άθλιοι των Αθηνών» έχουν διαγραφεί από τους …άθλιους της Αγίας Παρασκευής, το μόνο σχόλιο που μπορούμε να κάνουμε, σχετίζεται με τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του μυθιστορήματος του Κονδυλάκη και της διασκευής του Μιχαηλίδη, όπως παρουσιάστηκε στις περιλήψεις των επεισοδίων που αναγράφονταν στον Τύπο της εποχής.
Ο σκηνοθέτης δε χρειάστηκε ν’ αλλάξει σε μεγάλο βαθμό το «σκελετό» της υπόθεσης, όπως έκανε στο «Συμβολαιογράφο», όπου ουσιαστικά είχε γράψει ένα καινούργιο έργο, ελάχιστα στηριζόμενος στα γραφόμενα του Ραγκαβή.
Ο λόγος είναι ότι ο Κονδυλάκης παρουσίασε ένα μυθιστόρημα περίπου τετρακοσίων σελίδων, οπότε δεν υπήρχε λόγος να προστεθούν πολλά νέα πρόσωπα και ν’ «ανοίξει» η ιστορία. Βασίστηκε λοιπόν στο συγγραφέα κι απλώς, αφαίρεσε ορισμένα σημεία που θεωρούσε περιττά, εστιάζοντας περισσότερο στην ουσία.
Βεβαίως, δε λείπουν κι εδώ χαρακτήρες που δεν υπάρχουν στο βιβλίο, όπως η «Στέλλα», ο «Στάθης», ο «Αλέξανδρος Παναγιώτου», ο «Μανωλόπουλος», η «Φανή» και ο «Κυριάκος». Οι δύο πρώτοι, προφανώς εντάχθηκαν στη σειρά ώστε να παρουσιαστεί πιο αναλυτικά η ζωή της Μαριώρας στο ψυχιατρείο, στην οποία ο Κονδυλάκης αναφέρεται ελάχιστα.
Από εκεί και πέρα, βλέπουμε και αλλαγές σε ορισμένα ονόματα. Για παράδειγμα, ο «Αλβέρτος Δαμολέν» του μυθιστορήματος, γίνεται «Κάρολος Ντεμουλέν», η αδελφή του Φλαμούρη «Αμαλία» μετονομάζεται σε «Θάλεια», ενώ ο «Μαστροκωνσταντής» σε …απλό «Κωνσταντή». Σχεδόν ασήμαντες οι διαφορές, αλλά αξιοσημείωτες.
Τώρα, όσον αφορά την καθεαυτή υπόθεση, ο Κονδυλάκης τη χωρίζει σε δύο μέρη. Στο πρώτο, που εκτείνεται πλέον του μισού βιβλίου, ως επί το πλείστον αναφέρεται στα πάθη και στις ταλαιπωρίες της δύστυχης Μαριώρας, από τη στιγμή που πατά το πόδι της στην Αθήνα, μέχρι και την εξαφάνισή της από την αστυνομία μετά τη δραπέτευσή της από τον οίκο ανοχής.
Στο δεύτερο, μπαίνουν στο «παιχνίδι» ο Φλαμούρης με την οικογένειά του και ο Ντεμουλέν, ενώ έρχεται περισσότερο στο προσκήνιο το σπίτι του Βουνέκα και δίνεται πρωταγωνιστικός «ρόλος» στο Χαρίλαο. Προς το τέλος, μαθαίνουμε και την τύχη της Μαριώρας, η οποία μετά από πολλές περιπέτειες έχει επιστρέψει στην Τήνο, χωρίς όμως να έχει θεραπευτεί. Εν τούτοις, μόλις ο Τάσος και ο Χαρίλαος της φέρνουνε την Τασούλα, αμέσως καταφέρνει να ξεπεράσει τα πάντα και να ζήσει χαρούμενη κοντά τους…
Το ζήτημα είναι ότι δε γνωρίζουμε την τύχη της …τηλεοπτικής Μαριώρας. Ναι μεν φαίνεται ότι ο Κωνσταντής την εντοπίζει και την παίρνει μαζί του στην Αθήνα όπου ζούνε μαζί (αυτός στο βιβλίο αυτοκτονεί όταν μαθαίνει το “γάμο” της αγαπημένης του), όμως κάποιες περιληπτικές αναφορές στη σειρά, τονίζουν ότι η κοπέλα πεθαίνει στο ψυχιατρείο σε ηλικία 22 ετών. Αυτή η εκδοχή, μάλλον δεν πρέπει να ευσταθεί.
Γενικότερα, το μυθιστόρημα του Κονδυλάκη είναι πραγματικά καταπληκτικό και συναρπαστικό κι αξίζει να το διαβάσετε, ασχέτως αν είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο στην καθαρεύουσα. Περιγράφει με ανάγλυφο τρόπο χαρακτήρες που συναντάμε και σήμερα και θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μήνυμά του είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.
Όσο για την τηλεοπτική μεταφορά του, όσοι τη θυμούνται κάνουν λόγο για μια σειρά με πολύ σκληρές και ρεαλιστικές σκηνές, οι οποίες ίσως συνηγόρησαν στο να μην έχει υψηλά ποσοστά θεαματικότητας, βάσει και της ώρας που μεταδιδόταν. Δυστυχώς, όλα τούτα είναι απλές εικασίες. Οι τηλεοπτικοί «Άθλιοι των Αθηνών», έχουν σβηστεί ολοσχερώς από το αρχείο της ΕΡΤ και δε θα μπορέσουμε ποτέ να μιλήσουμε με βεβαιότητα γι’ αυτούς…
—————
* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τεύχη του περιοδικού “Ραδιοτηλεόραση”, που υπάρχουν στο αρχείο του συντάκτη της στήλης.
———–
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…