Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
http://vinylmaniac.madblog.gr
Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013
Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.
Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!
———————————————————–
Γιάννης Μηλιώκας: Από τη Θεσσαλονίκη στο… Κακοσάλεσι! |
Με τα τραγούδια του γελάσαμε, μα και μελαγχολήσαμε. Άλλες φορές εύθυμος και δηκτικός, άλλες τόσο ρεαλιστικός και σκληρός. Από τη μια σε κάνει να χαμογελάς, από την άλλη να προβληματίζεσαι και να σκέφτεσαι πόσο δίκιο έχει. Διαχρονικός κι επίκαιρος όσο ποτέ, ο Γιάννης Μηλιώκας είναι και σήμερα εδώ και συνεχίζει να μας ταξιδεύει, να μας γεμίζει χαρά, αλλά και να μας κάνει να κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη με τις μουσικές και τους στίχους του…
Ελάτε λοιπόν να ξετυλίξουμε μαζί το «κουβάρι» της ζωής και της πορείας του στο ελληνικό τραγούδι, μέσα από ένα «αφιερωμένο εξαιρετικά» που θα θυμίσει όμορφα πράγματα στους …τριάντα και κάτι και θα ενημερώσει τους νεώτερους για ένα σημαντικό πρόσωπο που έγραψε και γράφει τη δική του ξεχωριστή και μοναχική ιστορία στο χώρο.
Παραλίγο …μηχανουργός!
Ο Γιάννης Μηλιώκας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ντεπό της Θεσσαλονίκης, μια από τις πιο γνωστές συνοικίες της συμπρωτεύουσας. Ήταν ο μεσαίος γιος μιας οικογένειας που δεν τα έβγαζε εύκολα πέρα, όπως άλλωστε οι περισσότερες εκείνη την εποχή. Ο πατέρας του δούλευε σε μηχανουργείο και την ίδια δουλειά ξεκίνησε να κάνει κι εκείνος, όντας ακόμα μαθητής.
Ωστόσο, γρήγορα κατάλαβε ότι το επάγγελμα του μηχανουργού δεν του ταίριαζε καθόλου κι έτσι άρχισε να «ψάχνεται» εργασιακά μόλις τελείωσε το σχολείο, καθώς τα οικονομικά του σπιτιού δεν του επέτρεπαν να σκεφτεί πανεπιστημιακές σπουδές. Έκανε διάφορες δουλειές λοιπόν, μέχρι που «σκάλωσε» στη μουσική και φάνηκε ότι το μέλλον του ήταν γραμμένο σ’ ένα πεντάγραμμο!
Ο πατέρας του είχε μια κιθάρα στο σπίτι και ο νεαρός Γιάννης έπαιζε ώρες ατελείωτες διάφορα ροκ τραγούδια, αφού αυτό ήταν το είδος που του άρεσε πιο πολύ. Όμως, όταν ο γονιός αντιλήφθηκε ότι ο γιος του έχει επαγγελματικές βλέψεις όσον αφορά τη μουσική, μια μέρα άρπαξε την κιθάρα και την έσπασε στον τοίχο, καθώς δεν ήθελε με τίποτε το παιδί του ν’ ασχοληθεί μ’ αυτήν…
Τούτο βεβαίως δεν αποθάρρυνε τον Γιάννη, ο οποίος κρυφά από τους γονείς του ξεκίνησε να παίζει με διάφορα γκρουπ και κάπου εκεί, ήρθε η στιγμή να παρουσιαστεί στο στρατό…
Το ξεκίνημα και ο πρώτος δίσκος
Μετά το τέλος της θητείας του, αποφάσισε οριστικά ότι θ’ ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική και συνέχισε να παίζει ροκ τραγούδια σε διάφορους χώρους. Σιγά-σιγά όμως, τα λαϊκά αρχίζουν να κυριαρχούν κι έτσι ο Μηλιώκας «αναγκάζεται» για βιοποριστικούς λόγους να συνοδεύει με την κιθάρα του ερμηνευτές κι ερμηνεύτριες (εντός κι εκτός εισαγωγικών) του είδους, σε ανάλογου ύφους νυχτερινά μαγαζιά.
Άντεξε κάποια χρόνια, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αποφάσισε να τα παρατήσει και να ξεκινήσει ένα δικό του προσωπικό δρόμο. Θέλησε να εκφράσει μουσικά και στιχουργικά όλα όσα ένιωθε κι έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του κι έτσι άρχισε να γράφει τα πρώτα τραγούδια του. Τον πρώτο καιρό, τα έπαιζε σε φίλους του κι έβλεπε ότι υπήρχε πολύ θετική ανταπόκριση από την πλευρά τους, οπότε σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει κάποιες κρούσεις στις δισκογραφικές εταιρίες. Κατέληξε στην πανίσχυρη MINOS, τα στελέχη της οποίας ενθουσιάστηκαν από αυτά που άκουσαν κι έτσι υπέγραψε συμβόλαιο εκεί…
Το καλοκαίρι του 1985 λοιπόν, κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος του Γιάννη Μηλιώκα με τίτλο «Εδώ Θεσσαλονίκη» και η επιτυχία είναι άμεση και μεγάλη. «Α μπεμπα μπλομ», «Στο έτσι», «Βρήκα δέκτη», «Απόψε θα γουστάρουμε παρέα» ακούγονται πολύ, αλλά το μεγάλο «μπαμ» γίνεται με το πασίγνωστο «Ποιμενικόν rock» -στα πρότυπα του θρυλικού «Τραμπάκουλα» του Χάρρυ Κλυνν-, το οποίο περιγράφει ανάγλυφα τις τάσεις νεοπλουτισμού του Έλληνα της δεκαετίας του ’80…
Προσωπικά πάντως, θεωρώ κορυφαία στιγμή του άλμπουμ το «Ευτυχώς ή δυστυχώς», στο οποίο συμμετέχει η μοναδική Ελένη Βιτάλη. Ένα τραγούδι που επίσης περιγράφει το νεοέλληνα της εποχής, που ξέχασε από που ξεκίνησε και το μόνο που τον ενδιαφέρει πλέον, είναι η άνεση που απολαμβάνει στο παρόν. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση…
Η συνεργασία με τον Γιώργο Χατζηνάσιο
Το 1986, ο Παύλος Τάσιος γυρίζει μια ταινία που εκείνη την εποχή έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Πρόκειται για το «Νοκ άουτ» με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κιμούλη και τον Κώστα Αρζόγλου. Τη μουσική ανέλαβε να γράψει ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο οποίος εκπλήσσει το κοινό παρουσιάζοντας καθαρές ροκ μελωδίες και μάλιστα εξαιρετικές, είδος στο οποίο δε μας είχε συνηθίσει.
Τα τραγούδια ερμηνεύουν ο «ροκ σταρ» της περιόδου (και όχι μόνο) Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι αξέχαστοι Παύλος Σιδηρόπουλος και Βλάσης Μπονάτσος, αλλά και ο Γιάννης Μηλιώκας που ακούγεται στα «Όταν θα καταλάβεις» και «Μάνα μου παραστράτησα», κερδίζοντας τις εντυπώσεις!
«Για το καλό μου», ο μοναδικός «χρυσός» …
Η μεγάλη επιτυχία του «Εδώ Θεσσαλονίκη», οδηγεί τον Μηλιώκα στο στούντιο και την επόμενη χρονιά κι έτσι, τον Οκτώβριο του 1986 κυκλοφορεί ο δίσκος «Για το καλό μου», ίσως ο καλύτερος της καριέρας του. Οι πωλήσεις ξεπερνάνε το «χρυσό» όριο των 50.000 αντιτύπων και είναι η μοναδική φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο για τον δημιουργό-ερμηνευτή! Πανάξια, αφού περιλαμβάνει κατά κανόνα εξαιρετικά, διαχρονικά και πασίγνωστα τραγούδια, τα οποία έκαναν θραύση εκείνη την εποχή -αλλά και αργότερα- στα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ.
Το ομότιτλο θεωρώ ότι είναι το καλύτερο και συνάμα το πιο συγκλονιστικό που έγραψε ποτέ ο Μηλιώκας. Περιγράφει βήμα-βήμα πώς μπορεί ένας άνθρωπος να περάσει την πόρτα της ψυχιατρικής κλινικής και να σχεδιάζει την αυτοκτονία του «για το καλό του». Άραγε, σήμερα πόσοι άνθρωποι δε φτάνουν και ξεπερνούν τα όρια της τρέλας βλέποντας τα όσα γίνονται γύρω τους;
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν βεβαίως και οι εύθυμες στιγμές του δίσκου με κορυφαία το «Κακοσάλεσι» που είναι διασκευή στα ελληνικά του “Speedy Gonzalez” (σημειωτέον ότι στη γλώσσα μας, το πρωτοτραγούδησε ο Θέμης Ανδρεάδης το 1980, με τίτλο «Ματσεντάλες» στο άλμπουμ του «Ως εξής»). Ουσιαστικά, αποτελεί τη συνέχεια του «Ποιμενικού ροκ» της προηγούμενης χρονιάς, με τον «βοσκό» ν’ αφήνει πλέον το «μαντρί» και να κατεβαίνει στην Αθήνα…
Ακόμη, είναι πασίγνωστα τα «Αλλού τρως», «Η Γιούλα και η άλλη», καθώς και το μελαγχολικό αλλά υπέροχο «Θεσσαλονίκη»
«Ροζ» και «Greko maskara»
Το Νοέμβριο του 1988, κυκλοφορεί ο τρίτος προσωπικός δίσκος του Μηλιώκα με τίτλο «Και άλλα πολλά εμπριμέ». Τα περισσότερα τραγούδια ακούγονται πολύ και γίνονται γνωστά, χωρίς όμως το άλμπουμ να φτάσει τις πωλήσεις του προηγούμενου.
Ωστόσο, εδώ υπάρχει ένα από τα πιο όμορφα, δημοφιλή, διαχρονικά και πολυτραγουδισμένα ντουέτα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο λόγος για το πασίγνωστο «Ροζ», το οποίο ο Μηλιώκας μοιράζεται με την Αφροδίτη Μάνου.
Από εκεί και πέρα, ξεχωρίζουν τα «Ερωτεύτηκα» (άκρως «πριμοδοτούμενο» από την εταιρεία στα ραδιόφωνα της εποχής), «Ρε τι έχω πάθει μαζί σου», «Πω-πω τι πάθαμε», τα μελαγχολικά «Σχέδια» και «Πάλι πιωμένος και μόνος», αλλά και το τόσο επίκαιρο και διαχρονικό «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες». Μάγος ήσουν, Γιάννη;
Δυο χρόνια αργότερα (Νοέμβριος 1990), έρχεται το άλμπουμ «Greko maskara». Δε νομίζω ότι γράφτηκε ή θα γραφτεί ποτέ τραγούδι που να περιγράφει τόσο ανάγλυφα, εύστοχα και ξεκάθαρα τους πολιτικούς, αλλά και τα γενικότερα χαρακτηριστικά των Ελλήνων, που υπήρχαν για πολλά χρόνια σε αφθονία μέχρι το 2009…
Ο δίσκος περιλαμβάνει και το πασίγνωστο ντουέτο του Μηλιώκα με τη Γλυκερία με τίτλο «Κάπου θα συναντηθούμε», γραμμένο σε καθαρά παραδοσιακό ρυθμό (συρτό) που φανερώνει και μια άλλη πτυχή του δημιουργού-ερμηνευτή.
Η δεκαετία του ’90 και …η απόσυρση
Με την είσοδο της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, τα πράγματα (και) στο τραγούδι αρχίσανε ν’ αλλάζουν. Ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί με κάθε καρυδιάς καρύδι μπροστά από το μικρόφωνο ή την κάμερα, εμφάνιση κάποιων απίθανων που ανακήρυξαν εαυτούς «συνθέτες» και «τραγουδιστές», η μετατροπή του «πάμε ν’ ακούσουμε» σε «πάμε να δούμε» και πολλά ακόμα κακώς κείμενα, γύρισαν αλλού το ρεύμα του ποταμού…
Μέσα σ’ όλο αυτό τον ορυμαγδό, ο Γιάννης Μηλιώκας συνέχιζε να δίνει το δικό του παρών (τουλάχιστον στο πρώτο μισό της δεκαετίας), χωρίς όμως την επιτυχία και την αποδοχή των προηγούμενων ετών. Τα τραγούδια του δεν είχαν αλλάξει ως προς το στυλ, όμως είχε αλλάξει η εποχή κι έτσι ελάχιστοι έπαιρναν είδηση ότι έβγαζε καινούργια δουλειά. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν ήταν των «δημοσίων σχέσεων» και των «κολλητηλικίων», οπότε δεν ήθελε και πολύ να βρεθεί «εκτός κυκλώματος»
Το 1993 κυκλοφορεί ο δίσκος «Άκουσε λίγο το Γιάννη» (χαρακτηριστικός ο τίτλος αναφορικά με τα όσα είπαμε παραπάνω…), όμως ελάχιστα ακούστηκε. Μόνο το «Είμαι 12 χρονώ» παίχθηκε για λίγο στα ραδιόφωνα, ενώ δε θα μπορούσε να λείπει η αστεία πλευρά του δημιουργού, με τη «Φάλτση καντάδα».
Πέραν αυτών όμως, στο άλμπουμ υπάρχει ένα άκρως επίκαιρο, συγκινητικό και διαχρονικό τραγούδι που λέγεται «Ζητώ συγνώμη» το οποίο πρέπει ν’ ακούσετε για ν’ αντιληφθείτε πόσο ίδια (και χειρότερα) είναι τα πράγματα στην Ελλάδα μετά από 20 χρόνια…
Και φτάνουμε στα τέλη του 1995, όταν έρχεται το «Hello baby», που η αλήθεια είναι ότι έκανε κάποια αίσθηση τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Ειδικά το ομότιτλο ακούστηκε αρκετά (εδώ έχουμε και την επιστροφή στα… «γίδια και στη μάντρα»), όπως και το «Ανοργασμικιά»
Η παρουσία του Γιάννη Μηλιώκα στην ενεργό δισκογραφία κλείνει το 1998 με το άλμπουμ «Νομίζω», το οποίο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Ωστόσο, υπάρχει ένα πολύ όμορφο ντουέτο με την Ελένη Δήμου, με τίτλο «Η αγάπη είναι ένα παιδί».
Απουσία κι επιστροφή
Από τότε και μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, ο δημιουργός – ερμηνευτής απείχε ολοκληρωτικά από κάθε είδους καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ούτε δίσκους ηχογραφούσε, ούτε «ζωντανές» εμφανίσεις έκανε και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναρωτιούνταν πού βρίσκεται και με τι ασχολείται.
Όλα αυτά μέχρι το 2008, όταν ακούσαμε ότι έγραψε ένα τραγούδι για τον αξέχαστο Δημήτρη Μητροπάνο εν όψει του νέου άλμπουμ που ετοίμαζε ο σπουδαίος καλλιτέχνης μετά την περιπέτεια της υγείας του. Πρόκειται για το ζεϊμπέκικο «Μια εκδρομή» (πόσο «προφητικό» ακούγεται σήμερα…) και μάλιστα ο Μηλιώκας εμφανίστηκε τηλεοπτικά έπειτα από πολλά χρόνια σε μια εκπομπή αφιερωμένη στην «επιστροφή» του Μητροπάνου, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Είπα στον Δημήτρη ότι αυτό το τραγούδι το έγραψα μόνο για κείνον. Αν δεν το ήθελε, θα το πετούσα και δε θα το έδινα σε κανέναν άλλο»…
Λίγο αργότερα, στις αρχές του 2009 ο Γιάννης Μηλιώκας επιχείρησε ένα δισκογραφικό “come back” με την έκδοση του διπλού CD «Ένας σε δύο». Πρόκειται για την «ανθολόγηση» των μεγαλύτερων επιτυχιών της καριέρας του, συν τέσσερα νέα τραγούδια που φέρουν φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του …γνωστού Μηλιώκα: «Χαραμοφάης» (απίστευτα αστεία, αλλά τόσο ρεαλιστική διασκευή του «Άντρα μου πάει»…), «Vamos alania», «ΔΕΗ» και η υπέροχη μπαλάντα «Για την αγάπη»
Παράλληλα με όλα αυτά, επέστρεψε στις «ζωντανές» εμφανίσεις κι έκτοτε μέχρι σήμερα δίνει το δικό του ξεχωριστό παρών, μόνον όμως όταν έχει κάτι να πει και νιώθει ότι πρέπει να το κάνει…
Αυτός είναι εν ολίγοις ο Γιάννης Μηλιώκας. Ένας «μοναχικός καβαλάρης» που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, πέρασε από το «Κακοσάλεσι», δημιούργησε κι ερμήνευσε «Για το καλό του (αλλά και το δικό μας…)» κι όταν είδε το χώρο του τραγουδιού να γίνεται «Ροζ», έφυγε «Στο έτσι». Μας προετοίμασε όμως ότι «Κάπου θα συναντηθούμε» και κράτησε την υπόσχεσή του!
———————
***Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…