Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης
“Η σημασία αυτής της στήλης του musiccorner είναι ακριβώς ότι λέει ο τίτλος της: “Αφιερωμένη εξαιρετικά” σε ανθρώπους που προσέφεραν στο ελληνικό τραγούδι, αλλά μένοντας ηθελημένα στην “οπισθοφυλακή” και χωρίς ποτέ να ζητήσουν κάτι περισσότερο από το να κάνουν αυτό που αγαπούσαν.
Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.
Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!
———————————————————–
Η απότομη «εισβολή» της μουσικής ντίσκο στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, δημιούργησε σχεδόν αμέσως ένα πολύ μεγάλο «κλαμπ» οπαδών του είδους, φυσικά με αιχμή του δόρατος τη νεολαία. Το εν λόγω ρεύμα που ήλθε από το εξωτερικό, απέκτησε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πολλούς «θαυμαστές» και τα σχετικά μαγαζιά άρχισαν ν’ ανοίγουν το ένα μετά το άλλο…
Κάπου εκεί λοιπόν, ξεκίνησαν και τα πρώτα «πειράματα» της μεταφοράς των «ντισκορυθμών» και στο ελληνικό τραγούδι. Και δεν ασχολήθηκαν μ’ αυτό μόνον οι ερμηνευτές που είχαν στηρίξει την καριέρα τους σε μοντέρνες μελωδίες (Πασχάλης, Δάκης κ.α.), αλλά κι εκείνοι που ως τότε τραγουδούσαν λαϊκές ή «ελαφρολαϊκές» δημιουργίες.
Προς την εν λόγω κατεύθυνση, κινήθηκε για κάποια χρόνια και η Λίτσα Διαμάντη. Μια ερμηνεύτρια με μεγάλη και αρκετά σημαντική «θητεία» στο λαϊκό κι «ελαφρολαϊκό» είδος, έκανε ένα «άνοιγμα» στο …ντισκόβιο κοινό της εποχής και μάλιστα, με ιδιαίτερη επιτυχία. Μπορεί το «παραστράτημά» της να μην είχε μεγάλη διάρκεια, όμως άφησε πίσω του ορισμένα πολύ γνωστά μέχρι και σήμερα τραγούδια, τα οποία θα παρουσιάσουμε στο σημερινό αφιέρωμα της στήλης.
Πάμε λοιπόν, με …ντίσκο διάθεση και πού ξέρετε; Ακούγοντάς τα, κάποιοι από σας μπορείτε να σηκωθείτε και να χορέψετε!
Ντίσκο με …μπουζούκι!
Τον Οκτώβριο του 1977, κυκλοφορεί το άλμπουμ της Λίτσας Διαμάντη με τίτλο «Άσε με να σ’ αγαπάω», το οποίο θα είναι σημαδιακό για τη μετέπειτα πορεία της. Το ομότιτλο κομμάτι εξ αρχής γίνεται τεράστια επιτυχία, ακούγεται παντού και οδηγεί τις πωλήσεις του δίσκου σε αριθμό υψηλότερο των 50.000 αντιτύπων, χαρίζοντας στην ερμηνεύτρια τον πρώτο «χρυσό» της.
Ωστόσο, εδώ συναντάμε σε…πρωτόλεια μορφή την πρώτη απόπειρα να ερμηνεύσει ένα τραγούδι με «ντίσκο χαρακτήρα». Είναι το «Στάσου» του Αλέκου Χρυσοβέργη, ο οποίος ως τότε είχε παρουσιάσει αρκετά δείγματα ποπ συνθέσεων και δεν είχε γίνει ακόμα ο λαϊκός δημιουργός που διέπρεψε από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Βεβαίως, το κομμάτι έχει αρκετές εναλλαγές στο ρυθμό του, αλλά σε κάποια σημεία διακρίνεται καθαρά η… «ντισκοχροιά» του, αν και συνοδεύεται από μπουζούκι…
Το είδος γίνεται…συνήθεια
Και πάμε στο Νοέμβριο του 1978 και στο δίσκο «Είσαι μια συνήθεια», που επίσης γνωρίζει «χρυσή» εμπορική επιτυχία. Το ομότιτλο «ντίσκο» τραγούδι των Νίκου Ιγνατιάδη-Γιάννη Πάριου κάνει αμέσως «μπαμ» και ως σήμερα, παραμένει μιαν από τις πιο γνωστές και διαχρονικές στιγμές της Διαμάντη. Ακούγεται και χορεύεται σχεδόν κάθε βράδυ στα κλαμπ και η νεολαία το γνωρίζει καλά, ενώ έχουνε γίνει και κάποιες επανεκτελέσεις του.
Όμως, δεν είναι το μοναδικό «ντισκόβιο» που υπάρχει στο άλμπουμ. Παρακάτω, θα βρούμε το «Αυτά τα χέρια» (καμιά σχέση βεβαίως με το ομώνυμο τραγούδι των Μούτση-Παπαδόπουλου…) του Λυκούργου Μαρκέα και της Μάρως Μπιζάνη, όπου συνδυάζεται ο ρυθμός της ντίσκο με το…τσιφτετέλι. Το ίδιο συμβαίνει και με τον «Δεν είσαι φωτιά» των Σπύρου Παπαβασιλείου-Μάρως Μπιζάνη…
Πλατινένια… «ντισκοπαράπονα»
Ο δίσκος «Τι άλλο θα ‘θελες» που κυκλοφορεί το Νοέμβριο του 1979 είναι και ο μοναδικός πλατινένιος στη μακρά καριέρα της Λίτσας Διαμάντη, με πωλήσεις άνω των 100.000 αντιτύπων. Ο ακροατής θ’ ακούσει και λαϊκά κι ελαφρολαϊκά, αλλά και ντίσκο, σ’ ένα μάλλον περίεργο συνδυασμό.
Στην τρίτη «κατηγορία», ανήκει το πασίγνωστο «Τέρμα τα παράπονα», μια διασκευή…ισραηλινού τραγουδιού από το Νίκο Ιγνατιάδη πάνω σε στίχους του Γιάννη Πάριου (κι ας αναφέρεται η τότε σύζυγός του Ντίνα Μαρκοπούλου ως στιχουργός). Το κομμάτι έγινε μεγάλη επιτυχία κι ακούγεται μέχρι τις μέρες μας, αλλά δεν είναι το μόνο «ντισκοειδές» του άλμπουμ.
Ο Σπύρος Παπαβασιλείου και η Μάρω Μπιζάνη υπογράφουν το «Δυο φορές αν γεννηθείς», το οποίο είναι μισό τσιφτετέλι και μισό «αργή» ντίσκο. Κι όμως, υπάρχουνε κι αυτά στην ελληνική δισκογραφία…
Επίσης, θα συναντήσουμε το «Η ζωή μου» της Νινής Ζαχά, που είναι κάτι μεταξύ λάτιν και ντίσκο, με τα πνευστά και τη «φλαμένγκο» κιθάρα να κυριαρχούν στη μελωδία. Πάντως, αμφότερα δεν ακούστηκαν σχεδόν καθόλου…
Άλλη μια φορά…ντίσκο
Νοέμβριος 1980 και στο άλμπουμ «Αγάπη θέλω μόνο» θα βρούμε τα τελευταία «ντισκοτράγουδα» στη δισκογραφική πορεία της Λίτσας Διαμάντη. Οι πωλήσεις θα ξεπεράσουνε και πάλι το «χρυσό» πήχη των 50.000 αντιτύπων, με το ομότιτλο τραγούδι του Νίκου Λαβράνου και της Κατερίνας Πανάγου αμέσως να ξεχωρίζει και να παίζεται διαρκώς στα ραδιόφωνα της εποχής. Ίσως να είναι και το πιο «καθαρόαιμο ντίσκο» κομμάτι που ηχογράφησε η ερμηνεύτρια, καθώς πλέον το εν λόγω είδος είχε γίνει καθεστώς…
Όμως, υπάρχουνε κι άλλες «ντισκοστιγμές» στο δίσκο. Το «Τι άλλο θες τώρα» των Νίκου Λαβράνου-Γιώργου Κανελλόπουλου και τα «Άλλη μια φορά να ζούσα» και «Σα να ‘μαι πετραδάκι» των Στέλιου Ζαφειρίου και Σόφης Παππά, με το Γιάννη Πάριο στις δεύτερες φωνές…
Κάπου εδώ, κλείνει ο… «ντισκοκύκλος» της αγαπημένης ερμηνεύτριας. Αν καταφέραμε να σας σηκώσουμε από την καρέκλα για να «λικνιστείτε» στους ρυθμούς της ντίσκο και να διασκεδάσετε, τότε μπορούμε να πούμε ότι οπωσδήποτε κάτι πετύχαμε…
————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…