afierwmeno_eksairetika_logo_500x100

Γράφει ο Τάσος Κριτσιώλης

“Η σημασία αυτής της στήλης του musiccorner είναι ακριβώς ότι λέει ο τίτλος της: “Αφιερωμένη εξαιρετικά” σε ανθρώπους που προσέφεραν στο ελληνικό τραγούδι, αλλά μένοντας ηθελημένα στην “οπισθοφυλακή” και χωρίς ποτέ να ζητήσουν κάτι περισσότερο από το να κάνουν αυτό που αγαπούσαν.

Η δουλειά τους περιορίστηκε στην πίστα, στο στούντιο, στη γραφή μουσικής και στίχου και πουθενά αλλού. Άλλοι έκαναν μεγάλη επιτυχία, άλλοι μικρότερη. Άλλοι συνεχίζουν την πορεία τους και παλεύουν, άλλοι έχουν αποχωρήσει. Άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή.

Όμως, όλοι τους ανεξαιρέτως έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην ελληνική μουσική σκηνή και δικαιούνται αυτό που τους προσφέρουμε: Μια γωνιά “αφιερωμένη εξαιρετικά”…!

———————————————————–

«Ό,τι κάνει σήμερα ο Γιώργος Νταλάρας, το κάνει όλη η Ελλάδα αύριο», ήταν η κουβέντα που είχε πει η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Και δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιες επιλογές του ερμηνευτή-μουσικού καθόρισαν τις αντίστοιχες όχι μόνο του κοινού που τον ακολουθεί πιστά εδώ και περίπου μισό αιώνα, αλλά και των εταιρειών έκδοσης δίσκων. Για να το πούμε στην «αργκό» καθομιλουμένη, δημιούργησε «μόδα»…

Η σημερινή στήλη, θ’ αναφερθεί στην ενασχόλησή του με το ρεμπέτικο τραγούδι, κάνοντας μια εκτενή αναφορά σε δύο σπουδαίες και ιστορικές δισκογραφικές δουλειές του πάνω στο συγκεκριμένο κομμάτι.

Άλλωστε, όποιο ερμηνευτικό είδος κι αν υπηρέτησε κατά καιρούς, ουδέποτε ξέχασε τη λαϊκή καταγωγή του και είναι αναρίθμητες οι φορές που κοίταξε στο παρελθόν της μουσικής ιστορίας της χώρας μας, φέρνοντας στο προσκήνιο πολλά και σημαντικά κεφάλαιά της…

ntalaras_afierwmeno_2017_09_001

Όταν το ρεμπέτικο έγινε «μόδα»…

Μέσα στο κλίμα της μεταπολίτευσης και της κυριαρχίας του πολιτικού τραγουδιού, ο Γιώργος Νταλάρας τον Οκτώβριο του 1975 επιχειρεί να στρέψει την προσοχή του κοινού σ’ ένα είδος που για χρόνια βρισκόταν στην αφάνεια και είχε περιφρονηθεί από πολλούς για τη θεματολογία του.

Ο λόγος για το ρεμπέτικο, το οποίο έκτοτε έγινε «μόδα» και ακριβώς γι’ αυτό δεν επέτρεψε στον τραγουδιστή να συνεχίσει σε ανάλογους δρόμους και να ηχογραφήσει επιπλέον σχετικό υλικό, με εξαίρεση τα «Ρεμπέτικα της κατοχής» το 1980 που θα δούμε παρακάτω.

Να θυμίσουμε, ότι το 1971 είχε προηγηθεί ο σπουδαίος δίσκος «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά Απόστολο Καλδάρα», ο οποίος ως ένα βαθμό αποτέλεσε τον προάγγελο της δουλειάς στην οποία αναφερόμαστε.

Έτσι, ο ερμηνευτής όλο το καλοκαίρι ηχογραφεί και το φθινόπωρο παρουσιάζει το διπλό άλμπουμ «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι». Η επιτυχία είναι πρωτοφανής για εκείνη την περίοδο, αφού οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις 300.000 αντίτυπα (ο πρώτος πλατινένιος στην ιστορία της τότε MINOS), αποδεικνύοντας ότι ο κόσμος είχε κουραστεί από τα πομπώδη «εμβατήρια» που γράφονταν κατά κόρον τότε από τους περισσότερους συνθέτες και θέλησε να γυρίσει πίσω, για να ξαναθυμηθεί ή ν’ ανακαλύψει ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής παράδοσης.

Ο ίδιος ο Νταλάρας κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να πείσει την εταιρεία να εκδώσει το δίσκο, μια και οι υπεύθυνοί της αντιμετώπιζαν με αδιαφορία αυτά τα τραγούδια και ίσως φοβούνταν ότι η «αλλαγή πλεύσης» του τραγουδιστή θα στοίχιζε στον εμπορικό τομέα.

Ας μη ξεχνάμε ότι τότε εκείνος είχε συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με το Σταύρο Κουγιουμτζή και κατά δεύτερο λόγο με το Μάνο Λοϊζο και τον Απόστολο Καλδάρα που είχε περάσει στο «έντεχνο», οπότε ήταν ρίσκο η επιλογή να τραγουδήσει ένα είδος που θεωρούταν ξεχασμένο και «περιθωριακό». Εν τέλει, τίποτε από όλα αυτά δεν ίσχυσε…

Λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου, βγήκαν στην αγορά αντίστοιχοι με τα ίδια τραγούδια, ερμηνευμένα από τους «πρώτους διδάξαντες» σε αυθεντικές εκτελέσεις. Βλέπετε, στο στούντιο της Columbia όπου έγιναν οι ηχογραφήσεις του διπλού άλμπουμ, όλο και κάποιος «μαρτυριάρης» υπήρχε κι έδινε τις πληροφορίες του στις άλλες εταιρείες…

Αυτό λίγο έλειψε να τινάξει τα πάντα στον αέρα, αφού ο Νταλάρας απογοητεύτηκε και προς στιγμή σκέφτηκε ν’ αναβάλλει την έκδοση για είκοσι χρόνια, όπως είχε πει τότε στον ερευνητή και μελετητή του ρεμπέτικου τραγουδιού Κώστα Χατζηδουλή. Τούτο βεβαίως δεν έγινε ποτέ και ο συγκεκριμένος δίσκος έχει πλέον τη δική του ξεχωριστή θέση στο πάνθεον της ελληνικής δισκογραφίας.

Η ερμηνεία του τραγουδιστή είναι εξαιρετική και στα 25 «διαμάντια» της μουσικής μας, την ενορχηστρωτική επιμέλεια των οποίων είχε ο ίδιος, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο ν’ αποκτήσουν μια νέα ταυτότητα και ν’ ακούγονται ως σύγχρονα. Σε καμία περίπτωση δε θυμίζουν ούτε στο ελάχιστο τις πρώτες εκτελέσεις κι αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του δίσκου.

Μέσα απ’ αυτόν, ήλθανε ξανά στο προσκήνιο σχεδόν λησμονημένες στιγμές του ρεμπέτικου και αργότερα λαϊκού είδους, όπως τα «Τι σου λέει η μάνα σου για μένα», «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Πέφτεις σε λάθη», «Το γράμμα» κ.α.

Παράλληλα, τούτη η δουλειά στάθηκε αφορμή ώστε να κυριαρχήσει η λεγόμενη «ρεμπετομανία» σε όλη την Ελλάδα, με την επιστροφή στο προσκήνιο των παλιών ερμηνευτών του είδους, αλλά και τη δημιουργία των πρώτων κομπανιών, οι οποίες εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές εκείνης του ’80 (Ρεμπέτικη, Οπισθοδρομική, Αθηναϊκή κ.α.).

Για το εν λόγω άλμπουμ ηχογραφήθηκαν κι άλλα τρία τραγούδια, που ωστόσο λόγω χώρου στις πλευρές του βινυλίου δε συμπεριλήφθηκαν τότε: Τα πρώτα δύο, το «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» του Βασίλη Τσιτσάνη και «Τα νέα της Αλεξάνδρας» του Κώστα Γιαννίδη, βρήκανε τη θέση τους για πρώτη φορά στο συλλεκτικό πλέον «Μουσικό κουτί» του Γιώργου Νταλάρα με τα 9 CD, που κυκλοφόρησε το 1997.

Το τρίτο, είναι το «Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά» του Μάρκου Βαμβακάρη και περιλήφθηκε στην επανέκδοση του δίσκου σε CD το 2011 (μαζί με τα δύο προαναφερθέντα), το οποίο διανεμήθηκε μέσω κυριακάτικης εφημερίδας.

Ακόμη, να συμπληρώσουμε ότι στην πρώτη κυκλοφορία του άλμπουμ συναντάμε κι ένα τραγούδι που γράφτηκε το 1973 (δηλαδή δυο χρόνια πριν), το «Ανεμόσκαλα θα δέσω» του Στέλιου Βαμβακάρη σε στίχους του Δημήτρη Γκούτη, ενώ ο γιος του Μάρκου διασκεύασε το «Σαν σουρώνω», που ως «αδέσποτο» είχε ξεχαστεί μέσα στα χρόνια.

Από τη λογοκρισία στο βινύλιο…

Το 1980, πέντε χρόνια μετά την πρώτη «ρεμπέτικη» απόπειρά του, ο Γιώργος Νταλάρας αποφασίζει να κάνει άλλη μια «βουτιά» στον τόσο πλούσιο «βυθό» αυτής της κατηγορίας της λαϊκής μουσικής μας.

Τούτη τη φορά όμως, φέρνει στην επιφάνεια τα τραγούδια μιας άκρως ταραγμένης εποχής για την πατρίδα μας, που ξεκινά από την Κατοχή και φτάνει στον Εμφύλιο. Κάποια από αυτά δεν πέρασαν ποτέ τη μέγγενη της λογοκρισίας και δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ, παρά μόνο 35 και πλέον χρόνια μετά το τέλος της τόσο οδυνηρής δοκιμασίας για τη χώρα μας. Είναι “Τα ρεμπέτικα της Κατοχής”…

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε ένα από τα πολλά σημειώματα που υπάρχουν στο πολυσέλιδο ένθετο του άλμπουμ, ο ερευνητής και μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού Κώστας Χατζηδουλής πρότεινε το 1975 στο Νταλάρα να ερμηνεύσει αυτά τα κομμάτια και το 1976 του έδωσε 25 από εκείνα που κατάφερε να συλλέξει μέσα από την έρευνά του.

Το Μάιο του 1977, ο ερμηνευτής τα πρωτοπαρουσίασε σε μια συναυλία στην Καλλιθέα, έχοντας στο πλάι του τους ίδιους τους δημιουργούς (Μιχάλης Γενίτσαρης, Οδυσσέας Μοσχονάς κ.α.) και το φθινόπωρο του 1980, μπήκε στο στούντιο για να τα ηχογραφήσει.

Όμως, και τότε δεν έλειψαν τα εμπόδια. Η εταιρεία για ακόμα μια φορά δεν πολυενδιαφερόταν γι’ αυτά τα τραγούδια και η όλη στάση της, ανάγκασε το Νταλάρα να της απαγορεύσει να προβάλλει τους δίσκους του στα διαφημιστικά προγράμματά της.

Στο συνοδευτικό βιβλιαράκι που υπάρχει στο «Μουσικό κουτί» που κυκλοφόρησε το 1997, στην ενότητα για τα ρεμπέτικα με τον τίτλο «Όταν ο χρόνος μετράει αλλιώς», ο Κώστας Χατζηδουλής εξιστορεί λεπτομερώς τα παρασκήνια αυτής της δουλειάς και αναφέρει μεταξύ άλλων ότι όταν ο ίδιος πρότεινε στην εταιρεία ένα ένθετο που είχε φτιάξει με σπάνιο φωτογραφικό και έντυπο υλικό της εποχής από το προσωπικό του αρχείο, η απάντηση ήταν: «Βιβλίο θα κάνουμε ή δίσκο»;

Αρχικώς, τα τραγούδια που επρόκειτο να ηχογραφηθούν ήταν 16, αλλά εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου στις πλευρές του δίσκου περιορίστηκαν στα 10 και τελικώς έγιναν 12, αφού ο Νταλάρας θέλησε επιπλέον να συμπεριλάβει το «Κάποια μάνα αναστενάζει» και ο Χατζηδουλής του πρότεινε να πει και το «Κάνε λιγάκι υπομονή», όπως κι έγινε.

Ωστόσο, ηχογραφήθηκαν και άλλα τρία κομμάτια, τα δύο εκ των οποίων («Οι λαδάδες» και «Στη φυλακή θα λιώσω», αμφότερα του Μιχάλη Γενίτσαρη) παραμένουν ακόμα και σήμερα στα «συρτάρια» της εταιρείας. Κυκλοφόρησαν μόνον «Οι φάμπρικες» του Βασίλη Τσιτσάνη, η οποία περιλήφθηκε στην επανέκδοση του άλμπουμ «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα.

Στο εσώφυλλο της «Κατοχής», αναφέρεται ότι η ηχογράφηση έγινε Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1980, όμως ο Χατζηδουλής στην αφήγησή του στην έκδοση που αναφέραμε παραπάνω, επισημαίνει ότι ο Νταλάρας μπήκε στο στούντιο στις 22 Οκτωβρίου.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 1980 και χωρίς απολύτως καμία διαφήμιση, πούλησε περισσότερα από 50.000 αντίτυπα. Το να μιλήσουμε για την ερμηνεία του τραγουδιστή είναι εντελώς περιττό και θα πούμε μόνον ότι ακούστηκαν πολύ τα «Σαλταδόρος (Θα σαλτάρω-θα σαλτάρω)», «Κάνε λιγάκι υπομονή» και «Χαϊδάρι», το οποίο μελοποίησε εκ νέου ο Στέλιος Βαμβακάρης καθώς κανείς δε θυμόταν τη μουσική που είχε γράψει ο πατέρας του Μάρκος. Στις δεύτερες φωνές η Γλυκερία και ο Δημήτρης Κοντογιάννης.

Το άλμπουμ αποτελεί κυριολεκτικά ντοκουμέντο, καθώς πέρα από ορισμένα τραγούδια που είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας υπάρχει και το πολυσέλιδο ένθετο με σπάνιο υλικό του Κώστα Χατζηδουλή από εφημερίδες, φωτογραφίες, σκίτσα και πολλά άλλα μιας εξαιρετικά ταραγμένης κι επώδυνης εποχής για την Ελλάδα.

Επίσης, υπάρχουν αφηγήσεις των δημιουργών για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψαν τα τραγούδια, οι στίχοι όλων των κομματιών και σημειώσεις για το πότε γράφτηκε το καθένα, γεγονός που καθιστά το συγκεκριμένο δίσκο ως έναν από τους πιο σημαντικούς στη μουσική ιστορία της χώρας μας.

Έκτοτε, ο Γιώργος Νταλάρας δεν παρέλειπε να ρίχνει «κλεφτές ματιές» κατά καιρούς στο συγκεκριμένο είδος. Ήταν έτοιμος να ηχογραφήσει «Τα χασικλίδικα» γύρω στο 1983, αλλά η «επιδημία» του ρεμπέτικου που είχε κατακλύσει όλη τη χώρα και η συνεχείς (και συχνά πρόχειρες και «στο πόδι») εκδόσεις δίσκων με ανάλογο περιεχόμενο, τον αποθάρρυνε και τελικώς τον απέτρεψε.

Όμως, με την είσοδο του 21ου αιώνα και κατά τη διάρκειά του, παρουσίασε επί σκηνής εξαιρετικά αφιερώματα στο Βασίλη Τσιτσάνη, στο Μάρκο Βαμβακάρη, στα ίδια τα «χασικλίδικα» που αναφέραμε παραπάνω κλπ, τα οποία ευτυχώς ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στη δισκογραφία, γνωρίζοντας στις νέες γενιές ένα κομμάτι του ανεξάντλητου και πολύτιμου «θησαυρού» της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής μας…

————

*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. kanete poly kali douleia sto tileperiodiko sas . Sygxaritiria ki eyxaristw gia tin eykairia na grafw mousiki edw sta perata tis afrikis. Filia

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here