Γράφει o Σοφιανός Καβακόπουλος
www.musiccorner.gr
Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014
Όλοι τέτοιες μέρες κάνουν έναν απολογισμό της περασμένης χρονιάς. Σύνηθες επίσης είναι να κάνεις σχέδια για τον χρόνο που διανύουμε. Σαν μυστήριο τρένο που είμαι εγώ ακόμη και εδώ διαφορετικά τα κάνω. Απολογισμό κάνω κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου. Λίγο πριν κοιμηθώ μετράω τα καλά και τα κακά της κάθε μέρας. Αναλογίζομαι τι κέρδισα και τι έχασα σαν άνθρωπος. Πόσες εμπειρίες συνέλλεξα και πόσα δεν πρόλαβα να κάνω. Έτσι δεν χρειάζομαι τους απολογισμούς της χρονιάς. Σχέδια μακροπρόθεσμα στην χώρα που ζούμε δεν είναι να κάνουμε. Ότι και αν σχεδιάσεις θα βρουν τρόπο να στο καταστρέψουν. Έτσι λοιπόν απλά σχεδιάζω την επόμενη μέρα. Με λίγα λόγια… Ότι φάμε ότι πιούμε και ότι…
Από την άλλη όμως ένας ωραίος απολογισμός θα ήταν των εορτών που πέρασαν. Γύρισα αρκετά έξω και παίζοντας σε διάφορα μαγαζιά τις πιο in μέρες είδα πράγματα που αξίζουν σχολιασμό. Είδα συμπεριφορές, καταστάσεις, ανθρώπους και πράγματα που μου έκαναν εντύπωση. Ανάμεσα σε όλα αυτά γνώρισα και έναν τύπο που κολλήσαμε για άγνωστους τελείως λόγους. Είμαστε ακριβώς αντίθετοι και ο Μπάμπης είναι πεμπτουσία της Νεοελληνικής κοινωνίας. Όλα τα στερεότυπα είναι πάνω του. Παρόλα αυτά είναι καλός συνομιλητής και έτσι προβλέπω συζητήσεις που θα μας κάνουν αρκετές φορές παρέα εδώ στην στήλη.
Διαπίστωση πρώτη. Οι Έλληνες συμβιβάστηκαν με την κρίση. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι, τα μαγαζιά το ίδιο. Κατέβαινες στο κέντρο της Αθήνας και δεν μπορούσες να περπατήσεις στην Ερμού από τον κόσμο. Κόσμος σε παρέες ή οικογένειες μαζεμένες να περπατούν μαζί. Χαμόγελα και πειράγματα, κλίμα τελείως εορταστικό. Θα μου πεις βέβαια “περπατούσαν αλλά δεν αγόραζαν”. Αγόραζαν. Μπορεί όχι τις ποσότητες παλιότερων ετών, αλλά ψώνιζαν. Ο Έλληνας συμβιβάστηκε με την λογική “ΛΙΓΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ”. Μπορεί να χαμογελάσει και με τα λίγα, με τα φτηνά, αρκεί να τα παίρνει από τους ανθρώπους που θέλει. Γύρισε η λογική της παρέας. Να είμαστε μαζεμένοι κάπου και ας μην δώσουμε 150 ευρώ το κεφάλι για να πάμε να στριμωχτούμε στα μπουζούκια να δούμε την Πάολα (γεμάτα ήταν τα μπουζουκομάγαζα τις γιορτές βέβαια).
Διαπίστωση δεύτερη και συνέχεια της πρώτης. Οι Έλληνες διασκεδάζουν διαφορετικά. Προτιμούν τα μικρά συνοικιακά μαγαζιά. Τα μαγαζιά στέκια, με τους θαμώνες να είναι όλοι γνωστοί. Να γίνεται το μαγαζί μια παρέα και να διασκεδάζουν με τα λίγα. Δεν χρειάζονται φανταχτερές διακοσμήσεις, παρά μόνο κέφι και καλή μουσική (αυτό κρατήστε το γιατί πάει στην διαπίστωση τρία). Ξημερώνονται σε πιο ήσυχα μαγαζιά συζητώντας όλη η παρέα ή και με τον διπλανό στο μπαρ. Οι παρέες πιο δεμένες, πιο κοντά και με ρεφενέ όλοι μαζί πίνουν και ένα ποτό παραπάνω.
Διαπίστωση τρίτη (και θλιβερή). Μπορεί να υπάρχει το internet, το facebook, τα web radios, ακόμη και τα FM Radios άρχισαν να παίζουν πιο ψαγμένες μουσικές. Παραγωγές Ελληνικές, τουλάχιστον εντυπωσιακές, αλλά και μουσικές που παλιότερα έπρεπε να τις ψάξεις πολύ για να τις ακούσεις σε μαγαζί. DJ’s από το εξωτερικό, σε τιμές προσιτές, και πληθώρα από gigs σε ότι είδος θέλεις. Μπορεί να εντυπωσιάζονται από την τελευταία παραγωγή του άγνωστου beatmaker ή ακόμη και να ευχαριστιούνται και να κουνιούνται στον ρυθμό από ξεχασμένα soul – funky τραγούδια. Όλα αυτά όμως είναι τίποτα στο τι τους κάνει στην ψυχή, στο μυαλό και στο σώμα το πρώτο τσιφτετελοποπ τραγούδι που θα ακουστεί από τα ηχεία. Είναι εντυπωσιακό το πως ένα ολόκληρο μαγαζί, οι ψαγμένοι hipsters, οι ροκάδες, οι wannabe models, οι mainstream και οι εναλλακτικοί, ξαφνικά με το πρώτο Ελληνικό Hit, είναι όλοι μαζί πάνω στα τραπέζια να πετάνε χαρτοπετσέτες, να χορεύουν τσιφτετέλια και πιάνονται χέρι χέρι και να χορεύουν σαν τρελοί υπό τους ήχους του “Παλιοπράγματα” (κάποιου Καμπακάκη…)…
Είναι γραμμένο στο DNA του τελικά το τσιφτετέλι άρα ως συμπέρασμα προς τους απανταχού beatmakers και DJ’s… ψαχτείτε σε 9/8
———————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…