Γράφει o Σοφιανός Καβακόπουλος
www.musiccorner.gr
Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013
Την κοίταξε και για άλλη μια φορά θεωρούσε ότι η σύζυγός του δεν τον καταλάβαινε καθόλου. Εκεί ήταν, εργάζονταν κάθε ώρα για να καλύψει τις πληρωμές των λογαριασμών στο μικρό τους σπίτι στα προάστια, να φέρει φαγητό στο τραπέζι για τα παιδιά του και το μόνο που εκείνη έκανε ήταν να παραπονιέται ότι δεν ήταν ποτέ εκεί. Ότι ποτέ δεν έδινε την οποιαδήποτε προσοχή. Ότι δεν είχε καμία ιδέα για το πόσο δύσκολο ήταν να μεγαλώσει δύο τέτοια απαιτητικά παιδιά. Δεν θα μπορούσε να βοηθήσει, αλλά πίστευε ότι ήταν υπερβολική. Όταν έριξε μια ματιά στα παιδιά το βράδυ, καθώς κοιμόντουσαν, του φάνηκαν τέλεια, αγγελικά.
Όσο περισσότερο του παραπονιόταν τόσο περισσότερο χρόνο ξόδευε στην δουλειά και άρχισε να χάνεται εκεί και τα Σαββατοκύριακα περιμένοντας την μελαγχολική καταιγίδα των προηγούμενων ημερών να ξεσπάσει.
«Όχι μπροστά στα παιδιά, αγάπη μου!» θα μπορούσε να την παρακαλέσει. Μια παρατήρηση που θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω ξεσπάσματα οργής, όπως όταν εκείνη με δάκρυα στα ματιά θα δήλωνε πως έπρεπε να είχε ακούσει την μητέρα της και να μην τον παντρευτεί ποτέ.
Αυτός άρχισε να έρχεται στο σπίτι όλο και πιο αργά κάθε βράδυ, περνώντας τις νυχτερινές ώρες κάτω από το έντονο λευκό φως των γραφείων, πίνοντας στιγμιαίο καφέ από το μηχάνημα και ζηλεύοντας κάθε ανέμελη ψυχή στο δρόμο από κάτω. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και μετά το ρολόι του για να δει αν η γυναίκα του θα μπορούσε ήδη να κοιμάται.
Ένα βράδυ τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω σε έναν άστεγο άνδρα που φορούσε ένα τεράστιο παλτό και περπατούσε άσκοπα κυκλικά. Αυτό ήταν ελευθερία, σκέφτηκε! Καμιά ανησυχία για το πώς να γεμίσει το στομάχι του, κάθε μέρα και πού να κοιμηθεί κάθε βράδυ – ο φτωχός ανόητος δεν ξέρει πόσο τυχερός είναι!
Σε μια ξαφνική παρόρμηση πήρε δύο φλιτζάνια γλυκό καφέ από το μηχάνημα αυτόματης πώλησης και πήρε το ασανσέρ μέχρι το ισόγειο. Αγνοώντας την περίεργη ματιά του φύλακα, βγήκε έξω στο δρόμο για να συναντήσει τον αλήτη και αμέσως μετάνιωσε που δεν είχε φορέσει το σακάκι του, εξαιτίας του κρύου νυχτερινού αέρα.
“Δεν μπορώ να το βρω”, του είπε ο άστεγος άντρας, αγνοώντας το φλιτζάνι καφέ που του προσφερόταν.
«Δεν μπορείτε να βρείτε τι;» τον ρώτησε παραξενεμένος.
“ΤΟ ΚΟΥΤΙ μου! Το έχω χάσει – το έχετε δει πουθενά;”
Η πρώτη του σκέψη, ήταν να γυρίσει πίσω στο γραφείο, στην ασφάλεια του υπολογιστή του και των κλειστών παραθύρων. Κοίταξε πλάγια να εντοπίσει τον φύλακα, αλλά ένιωθε μια φιλανθρωπική ανάγκη να συζητήσει με τον άπορο.
«Είμαι βέβαιος ότι θα το βρείτε, αυτό το κουτί σας. Είχατε κάτι το ιδιαίτερο μέσα σε αυτό εκεί;», είπε, κατορθώνοντας αυτή τη φορά να βάλει ένα από τα φλιτζάνια του καφέ στο χέρι του άστεγου. Έλαβε μόνο ένα κενό βλέμμα σε αντάλλαγμα, όμως, και έτσι χαμογέλασε και ρώτησε: «Καλά, τέλος πάντων, ποιο είναι το όνομά σου, καλέ μου άνθρωπε;»
Τα χείλη του άστεγου κινήθηκαν σαν να προσπαθούσαν να απαντήσουν, αλλά στη συνέχεια πάγωσαν και ήταν προφανές από τον ξαφνικό πανικό που εμφανίστηκε στο πρόσωπό του ότι δεν θυμόταν. Τρόμος… πέταξε τον καφέ στο πεζοδρόμιο, γύρισε και άρχισε να τρέχει μακριά.
Αυτή η ανήμπορη, χαμένη έκφραση στοίχειωσε την σκέψη του όλο το βράδυ και όταν τελικά έκλεισε τον υπολογιστή του και πήρε τον δρόμο για τον χώρο στάθμευσης της εταιρείας, δεν του φάνηκε καθόλου παράξενο το ότι βρήκε ένα κουτί από χαρτόνι πάνω στο καπό του αυτοκινήτου του. Κούνησε το κεφάλι του απορημένα, και ήταν έτοιμος να το πετάξει στα σκουπίδια, αλλά δίστασε – υπήρχε κάτι τόσο καλό και καθησυχαστικό πάνω σε αυτό το κομμάτι χαρτόνι, τελικά. Είχε μια τέτοια απλή και χρήσιμη λειτουργία, ιδιότητες τόσο σπάνιες για τον πολύπλοκο, σύγχρονο κόσμο. Έτσι, πέταξε το κουτί στο πίσω κάθισμα και οδήγησε προς το σπίτι. Ποιος ήξερε, μπορεί να έβρισκε τον ιδιοκτήτη του στο δρόμο.
“Συνάντησα τον πιο παράξενο άνθρωπο σήμερα”, είπε καθώς μπήκε στο σπίτι, αλλά οι λέξεις κόλλησαν στο στόμα του ξερές καθώς είδε την φάτσα της γυναίκας του, να ψάχνεται για καβγά.
“Και εγώ παντρεύτηκα τον πιο παράξενο άνθρωπο του κόσμου, που περνάει περισσότερη ώρα με τον υπολογιστή του στην δουλειά, παρά με εμένα!”
Πέντε λεπτά αργότερα, βγήκε από το σπίτι με την γυναίκα του να φωνάζει πίσω του, “Γιατί δεν κοιμάσαι στο γραφείο, αφού εκεί ζεις στην πραγματικότητα!”. Άκουσε το ένα παιδί να κλαίει περπατώντας προς το αυτοκίνητο του. Δηλαδή τι νόμιζε εκείνη; Πως τα λεφτά φυτρώνουν στα δέντρα; Για ποιον δούλευε τόσο σκληρά στην τελική;
Μπήκε στην θέση του οδηγού και η πρώτη του σκέψη ήταν να πάει σε κάποιο ξενοδοχείο, ίσως να καλούσε και κάποια θηλυκή παρέα όπως έκαναν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι του. Αλλά ποιον κορόιδευε. Όσο άσχημα και να ήταν τα πράγματα δεν ήταν ο τύπος που θα απατούσε την γυναίκα του και μάλιστα επί πληρωμή. Τελικά αποφάσισε απλά να τεντωθεί στο κάθισμα και να ξαπλώσει για λίγο εκεί. Τότε βρήκε το χαρτόκουτο. Ποιος θα το σκεφτόταν πριν μερικές ώρες ότι θα του ερχόταν τόσο βολικό; Χαμογέλασε καθώς έβαλε το κεφάλι του μέσα για να κρυφτεί από το φως που έβγαζαν οι κολώνες του δρόμου.
Κοιμήθηκε τόσο πολύ και τόσο ήρεμα όσο καμιά άλλη μέρα τους τελευταίους μήνες. Κοίταξε το ρολόι του και πανικοβλήθηκε. Είχε κοιμηθεί τόσο βαθιά που ξύπνησε το επόμενο μεσημέρι. Οδήγησε γρήγορα προς το γραφείο, χωρίς να κάνει ντους, χωρίς να αλλάξει ρούχα. Του φάνηκε παράξενο που δεν βρήκε άλλα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ, και ο σεκιουριτάς από την άλλη δεν μπορούσε να κρύψει τα γέλια του, καθώς τον ενημέρωνε πως είναι …Σάββατο.
Γύρισε οδηγώντας αργά προς το σπίτι, απορημένος με το λάθος του. Σταμάτησε και αγόρασε μερικά λουλούδια στην γυναίκα του και όλο το Σάββατο πέρασε με αυτόν στον ρόλο του Τέλειου Πατέρα και Συζύγου.
Μια εύθραυστη ειρήνη επικρατούσε στο σπίτι, αλλά ακόμη και όταν μαγείρευε την μακαρονάδα για το δείπνο ή όταν βοηθούσε την κόρη του στα μαθήματα του σχολείου, δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται ένα πράγμα…
Το χαρτόκουτο στο αυτοκίνητο.
Άρχισε να ανησυχεί πως κάποιος μπορεί να έσπαγε το αυτοκίνητο και να το έκλεβε, νομίζοντας πως μπορεί να περιείχε κάτι πολύτιμο. Βγήκε από το σπίτι με την δικαιολογία πως πήγαινε για γάλα, και έτρεξε μέχρι το αυτοκίνητο στον δρόμο που το είχε παρκαρισμένο. Μια ανακούφιση τον γέμισε μόλις είδε πως το χαρτόκουτο τον περίμενε στο πίσω κάθισμα. Άνοιξε την πόρτα, το πήρε στα χέρια του και πήγε να το διπλώσει. Μια τρελή επιθυμία ξεκίνησε από το στομάχι του προς το στήθος και γέμισε το μυαλό του. Να βάλει για λίγο το κεφάλι του μέσα.
«Γιατί όχι;» απολογήθηκε στον εαυτό του. Τι θα μπορούσε να πειράξει αυτό στην τελική; Κοίταξε τριγύρω του μην τυχόν και κάποιος περνούσε το δρόμο, το πήρε και έβαλε το κεφάλι του μέσα… Ηρέμησε, όλα έσβησαν σαν να γύρισε κάποιος διακόπτης. Τα προβλήματά του, οι ανησυχίες του, είχαν απλά εξαφανιστεί. Εκεί μέσα υπήρχε μόνο το λεπτό που κυλούσε, ζεστά και με ασφάλεια. Απορούσε πως δεν είχε βρει αυτή την λύση νωρίτερα. Ήταν τόσο απλό…
———————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…