Γράφει o Σοφιανός Καβακόπουλος
www.musiccorner.gr
Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014
Οι πρώτες νότες από την τρομπέτα του Miles Davis γέμισαν το δωμάτιο την ώρα που κατάπινε την πρώτη γουλιά του από το φτηνό ουίσκι που κρατούσε κρυμμένο στο τελευταίο συρτάρι του. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο απέναντι ίσως λίγο πιο βαριεστημένα από όσο ένιωθε για να γυρίσει σπίτι του. Ο υπαστυνόμος Κing ζούσε τα τελευταία τρία χρόνια μόνος του. Όταν η γυναίκα του του ζήτησε να διαλέξει το σώμα ή αυτήν αυτός διάλεξε το σώμα. Η αλήθεια ήταν πως δεν πίστευε ότι το εννοούσε, αλλά από την άλλη ήξερε και την αλήθεια. Δεν του ταίριαζε η ήσυχη ζωή του σπιτιού. Παντόφλες, τηλεόραση και βόλτα με τους υπόλοιπους συνταξιούχους.
Άσε που φοβόταν και το Miami. Ήταν σίγουρος πως η Gloria του έκρυβε ένα σπίτι εκεί κάτω που το είχε εξοπλίσει πλήρως. Ήταν σίγουρος πως με την σύνταξη θα μετακόμιζε εκεί κάτω και θα έκανε παρέα μόνο με γέρους. Θα μιλούσαν για αρρώστιες, για πόνους μέχρι την μέρα που θα πέθαινε. Και το μόνο σίγουρο ήταν πως αυτή η μέρα δεν θα αργούσε αν ζούσε έτσι. Αν δεν πέθαινε από φυσικά αίτια, θα φρόντιζε ο ίδιος να το κάνει για να γλυτώσει αυτόν τον εφιάλτη. Τον εφιάλτη των γέρων και της ζέστης, της ζέστης και των γέρων.
Το φως του δρόμους τρεμόπαιξε και έσβησε και έτσι στο γραφείο το μόνο φως που έμενε ήταν της λάμπας του γραφείου του και της οθόνης του υπολογιστή. Την κοίταξε σαν να την έβλεπε πρώτη φορά και κοίταξε γύρω του. Καινούρια γραφεία και το κάθε γραφείο από μια οθόνη πάνω. Μερικοί νέοι έμεναν στην δουλειά μέχρι αργά και δούλευαν στον υπολογιστή τους. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε το τμήμα πως ήταν παλιά. Ξύλινα γραφεία και μικρά φώτα πάνω σε κάθε από αυτά. Ράφια με χαρτιά, πολλά χαρτιά και ο ήχος που ακουγόταν ήταν οι γραφομηχανές που μπλέκονταν με τις φωνές όλων. Όλοι μιλούσαν δυνατά. Μιλούσαν σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν.
Ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι του και έμεινε με το μπουκάλι μετέωρο πάνω από το ποτήρι σκεφτόμενος αν θα έβαζε άλλο ένα. Έριξε λίγο στο ποτήρι και αποφασιστικά το έκρυψε πάλι στο συρτάρι. Η φωνή της Koko Taylor ακουγόταν τώρα από τα ηχεία με το μπάσο του Willie Dixon από πίσω. Ψαχούλεψε την τσέπη του και έβγαλε την παλιά του φυσαρμόνικα. Τόσο παλιά που ούτε ο ίδιος θυμόταν από πότε την είχε. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι σε κάθε καλή ή κακή στιγμή του τον συντρόφευε. Ποτέ δεν είχε μάθει να παίζει σε αυτή. Ποτέ δεν έμαθε μουσική, απλά ήξερε ποια νότα του ταίριαζε σε αυτό που ήθελε να ακούσει. Του έφτανε αυτό.
Ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι και την έφερε στο στόμα του. Φύσηξε τόσο σιγά που ίσα που ακούστηκε αλλά στο μυαλό του η νότα εκείνη γέμισε τον χώρο. Συνέχισε αργά να κάνει παρέα στο μπάσο του Willie μέχρι που η μουσική έσβησε από τα ηχεία και αυτός κράτησε την νότα λίγο παραπάνω. Ήπιε μονορούφι όσο ουίσκι είχε μείνει στο ποτήρι και σηκώθηκε. Φόρεσε με αργές κινήσεις το παλτό του και το καπέλο και με βήματα που σέρνονταν πήγε στην έξοδο και έσβησε το φως. Η οθόνη είχε μείνει ανοιχτή, την κοίταξε άλλη μια φορά και έφυγε. Βγήκε έξω στον αέρα και ρούφηξε δυνατά να πάρει τις μυρωδιές της πόλης. Μιας πόλης που την έζησε τόσα χρόνια ώστε την είδε να αλλάζει να μεταλλάσσεται, να αλλάζουν οι άνθρωποι της και οι συνήθειες της. Οι μόνες σταθερές το bar που σύχναζε και η γειτονιά του. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από εκεί.
Προχώρησε προς το bar του παιδικού του φίλου. O Jordan είχε κρατήσει το μαγαζί του πατέρα του και συνέχιζε να έχει το καλύτερο bar της πόλης. Όλοι εκεί πέρα γνωρίζονταν μεταξύ τους. Πέρασε ένας νεαρός δίπλα του και τον έσπρωξε. Γύρισε να τον κοιτάξει και το παλτό άνοιξε. Φάνηκε το σήμα του και είδε πως ό νεαρός κοιτάζοντας το άλλαξε το βλέμμα του. Ήταν τόσα χρόνια αστυνομικός που ήξερε να μυρίζει τον κίνδυνο, και εκεί δεν μύριζε απλά, βρωμούσε. Πριν προλάβει να σκεφτεί είδε την κάννη του νεαρού μπροστά του και άκουσε το όπλο να εκπυρσοκροτεί. Ένας οξύς πόνος τον χτύπησε στο στήθος και έπεσε πίσω με δύναμη. Στα αφτιά του άκουσε φωνές, ανάμεσα τους και την φωνή του Jordan, άκουσε και τον Muddy Waters να ακούγεται από την ανοιχτή πόρτα του bar.
Είδε τον Jordan σκυμμένο πάνω του. Ήταν τόσο γερασμένος ο παιδικός του φίλος. Τότε σκέφτηκε πόσο είχε μεγαλώσει και αυτός. Άκουγε στο βάθος της σειρήνες και ήξερε πως αυτή την φορά ήταν γι αυτόν. Οι ήχοι έσβηναν μαζί με τον πόνο, ένιωθε μόνο το κρύο. Άκουσε άλλες φωνές αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια. Ένιωσε να τον σηκώνουν ψηλά και ήταν το τελευταίο πράγμα που ένιωσε…
Ο Jordan έσκυψε και πήρε το χαρτί που έπεσε από την τσέπη του παιδικού του φίλου. Το κοίταξε στο φως των αυτοκινήτων. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ έγραφε στην πάνω μεριά. Κοίταξε στο ασθενοφόρο που έφευγε με τον νεκρό φίλο του και χαμογέλασε. Δεν πρόλαβε να ζήσει τον εφιάλτη…
———————
*** Απαγορεύεται αυστηρά η αναδημοσίευση υλικού, χωρίς την άδεια του Music Corner…